Α) Αι περί της Αναστάσεως ιστορικαί μαρτυρίαι.
α) Η μαρτυρία του Παύλου.
Η αρχαιοτέρα γραπτή μαρτυρία περί της αναστάσεως του Ιησού Χριστού ευρίσκεται εις τας επιστολάς του Παύλου, αίτινες, ως γνωστόν, εγράφησαν προ των Συνοπτικών ευαγγελίων.
Ποιαν σπουδαιότητα ενέχει η μαρτυρία του Παύλου, ανεπτύξαμεν ήδη εν τω Γ” κεφάλαιω. Περιοριζόμεθα δια τούτο να παρατηρήσωμεν ενταύθα ειδικώτερον, ότι η περί αναστάσεως του Χριστού μαρτυρία του Παύλου καθίσταται επί μάλλον αξιόλογος και σοβαρά δια τους κάτωθι λόγους:
1) Διότι παρουσιάζει την αλήθειαν ταύτην της αναστάσεως ως βάσιν του απόστολικού του κηρύγματος και ως στοιχείον αυτού εκ των ων ουκ άνευ. Αρκεί να ρίψωμεν εν βλέμμα επί των πρώτων στίχων του ιε” κεφαλαίου της Α” προς Κορινθίους επιστολής και θα πεισθώμεν ευθύς περί τούτου. Ομιλεί εκεί ο Απόστολος περί του Ευαγγελίου, ο ευηγγελίσατο τοις Κορινθίοις και εν τω οποίω παρέδωκεν αυτοίς εν πρώτοις, «ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς και ότι ετάφη και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν, έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις απόστόλοις πάσιν· έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί». Ποιαν σπουδαιότητα απέδιδεν εις το σημείον τούτο του απόστολικού κηρύγματος ο θείος Παύλος, απόδεικνύεται ακόμη και εξ’ οόων ευθύς κατωτέρω διατείνεται, εν στίχοις 12-19, όπου, ως ήδη είπομεν, δεν δυσκολεύεται να διακηρύξη, ότι «ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών».
2) Διότι εκ της μαρτυρίας του Παύλου απόδεικνύεται σαφέστατα, ότι το γεγονός της αναστάσεως του Χριστού απετέλει την βάσιν του κηρύγματος και των άλλων Απόστόλων. Καθ” όσον, όταν ο Παύλος διακηρύττη, ότι «είτε ούν εγώ, είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν και ούτως επιστεύσατε», επάγων μάλιστα τους λόγους αυτούς ως συμπέρασμα των όσων περί του περιεχομένου του Ευαγγελίου του έγραψε προς τους Κορινθίους (ένθα ανωτ. στίχ. 11), δεν καταλείπει την ελαχίστην αμφιβολίαν περί του ότι τόσον το Ευαγγέλιον το κηρυττόμενον υπό του Παύλου, όσον και το Ευαγγέλιον το υπό των λοιπών Απόστόλων κηρυττόμενον, ήτο εν και το αυτό. Τούτο άλλως τε εμφαίνεται και εκ της προς Γαλάτας επιστολής (κεφ. β” 2 και 9), όπου ρητώς αναφέρεται ότι ο Παύλος μετά δεκατέσσαρα έτη από της επιστροφής αυτού εις Χριστόν ανελθών εις Ιεροσόλυμα εξέθεσε το υπ” αυτού κηρυττόμενον Ευαγγέλιον εις τους δοκούντας, τουτέστιν εις τον Ιάκωβον, εις τον Κηφάν και εις τον Ιωάννην, οίτινες δεξιάς έδωκαν αυτώ κοινωνίας, εύροντες κατά παάτα σύμφωνον προς το υπ’ αυτών κηρυττόμενον Ευαγγέλιον και το του Παύλου Ευαγγέλιον.
Αυτός άλλως τε ο Harnack ([1]) ομολογεί «ότι ανήκει εις τα πλέον βέβαια χριστιανικά γεγονότα, ότι ο απόστολος Παύλος δεν υπήρξεν ο πρώτος θέσας επί της πρώτης γραμμής την σπουδαιότητα του θανάτου του Χριστού και την σπουδαιότητα της αναστάσεώς του, αλλά συνηντήθη εν τη ομολογία ταύτη μετά της αρχεγόνου κοινότητος». «Τα γεγονότα αυτά του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού ο κύκλος των προσωπικών μαθητών του Ιησού και η πρώτη Χριστιανική κοινότης εκράτουν ως θεμελιώδη». «Επί του διπλού δε θεμελίου των λίθων τούτων εστηρίχθη ολόκληρος η Χριστολογία». «Ότι αι δύο αύται βεβαιώσεις («απέθανε δια τας αμαρτίας ημών και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών») υπήρξαν δια την αρχέγονον κοινότητα τα ουσιώδη σημεία της πίστεώς της, ουδεις ακόμη εξεδήλωσεν αμφιβολίαν τινά . Αυτός ο Strauss δεν το αμφισβητεί και ο F. C. Baur αναγνωρίζει ότι η αρχαιοτάτη Χριστιανωσύνη ωκοδομήθη επί της ομολογίας τούτων».
3) Διότι η μαρτυρία του Παύλου βασισθειςα επί της συμμαρτυρίας των αυτοπτών της αναστάσεως παρουσιάζεται π α λ α ι ο τ ά τ η, δυναμένη να αναχθή και εις αυτήν την πρώτην πενταετίαν μετά την ανάστασιν του Ιησού. Και Ιδού πώς. Η Α” προς Κορινθίους εγράφη κατά μεν τους ενωρίτερον χρονολογούντας αυτήν τω 53 μ.Χ., κατά δε τους βραδύτερον τω 57, η εν αυτή δε μαρτυρία αναφέρεται εις προηγούμενον κήρυγμα του Παύλου γενόμενον κατά την πρώτην και επίσκεψιν αυτού εις Κόρινθον, σημειωθειςαν περί το 50 μ.Χ. Ούτω φθάνομεν εις είκοσι περίπου έτη μετά το πάθος του Κυρίου. Αλλ” ως δύναται να συναχθή εκ της μαρτυρίας ταύτης, ο Παύλος είχεν επικοινωνήσει προς τους αυτόπτας της αναστάσεως και από του στόματος αυτών έμαθε τα των εμφανίσεων του αναστάντος Ιησού. Η φράσις «ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ών οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν», αποδεικνύει σαφώς και αδιαμφισβητήτως ότι ο Παύλος εγνώρισε καλώς τους πεντακοσίους τούτους αυτόπτας, άρα δε και επεκοινώνησε προς αυτούς. Έχομεν λοιπόν πάντα λόγον να πειθώμεθα, ότι μάρτυς, μάλιστα τόσης περιωπής, οποίος υπήρξεν ο Παύλος, βεβαιών, ότι ο αναστάς Κύριος ενεφανίσθη τω Κηφά και τω Ιακώβω, εφρόντισε να εξακριβώση τούτο εξ’ αυτού του στόματος του Κηφά και του Ιακώβου, τους οποίους άλλως τε συνήντησεν, ως βέβαιοι ο ίδιος, τρία μόλις έτη μετά την επιστροφήν αυτού εις Χριστόν, και επέμεινε προς αυτούς η μέρας δεκαπέντε (Γαλατ. α” 18) ([2]). Λαμβανομένου δε υπ” όψει, ότι η επιστροφή του Παύλου, εάν δεν εγένετο εν έτος μετά την σταύρωσιν του Χριστού, ως διατείνεται ο Harnack ([3]), πάντως όμως εγένετο περί το 36 μ. Χ., η πρώτη συνάντησις του Παύλου προς τους κορυφαίους Αποστόλους συνέπεσε το πέμπτον ή το πολύ το όγδοον από της αναστάσεως του Ιησού έτος ([4]). Ούτω η μαρτυρία την οποίαν δίδει ο Παύλος εις την Α” προς Κορινθίους επιστολήν ανάγεται εις χρόνους παλαιοτάτους και μικρόν της αναστάσεως του Κυρίου απέχοντας.
4) Η εις παλαιοτάτους χρόνους αναγωγή της μαρτυρίας του Παύλου επιμαρτυρείται και εκ της φράσεως «τη τρίτη ημέρα», καθώς και εκ της φράσεως «κ α τ ά τ α ς
γ ρ α φ ά ς», ήτις επαναλαμβάνεται εν αυτή δις. Και είναι μεν αληθές, ότι ισχυρίσθησαν τινές των ορθολογιστών, ότι εκ της φράσεως ταύτης εμφαίνεται, ότι η περί αναστάσεως του Χριστού πίστις του Παύλου προεκλήθη δια των Γραφών, αλλ” ο ισχυρισμός ούτος ελέγχεται ασύστατος, όταν ληφθή υπ” όψει, ότι η αυτή φράσις χρησιμοποιείται υπό του Παύλου προκειμένου και περί του θανάτου του Χριστού («απέθανε… κατά τας γραφάς»). Η φράσις αυτή έχει την αρχήν της εις αυτά τα πρώτα κηρύγματα, τα οποία ο Πέτρος απηύθυνε προς τους Ιουδαίους. Καθώς εμφαίνεται και εξ αυτής της κατά την ημέραν της Πεντηκοστής δημηγορίας του κορυφαίου (Πράξ. β” 24-28), ο Πέτρος αντιληφθεις, ποίαν σημασίαν είχον δια τους Ιουδαίους αι από των Γραφών αποδείξεις, ήδη από της πρώτης αυτού δημηγορίας ταύτης εχρησιμοποίησε το είδος τούτο της επιχειρηματολογίας και απέδειξεν, ότι η ανάστασις του Ιησού Χριστού ήτο σύμφωνος προς τας προρρήσεις των Γραφών. Λόγω δε της συχνής χρήσεως της επιχειρηματολογίας ταύτης και εξ’ αιτίας της ιδιαιτέρας ισχύος αυτής δια τους Ιουδαίους κατά την κρατούσαν μεταξύ των κριτικών γνώμην εν αυτώ τω πρώτω συμβόλω της πίστεως, τω ενωρίτατα ([5]) εν τη εκκλησιαστική χρήσει εισαχθέντι, εβεβαιούτο, ότι ο Χριστός ανέστη κατά τας Γραφάς. Και εκ του αρχεγόνου τούτου συμβόλου λαμβάνει τους πρώτους τούτους στίχους της μαρτυρίας αυτού ο Παύλος, ως εμφαίνεται εκ του ότι ουδαμού αλλαχού χρησιμοποιείται υπ” αυτού η φράσις «κατά τας γραφάς». Είναι εξ’ άλλου αξιοσημείωτον, ότι η φράσις «κατά την γραφήν» απαντά παρά τη επιστολή του Ιακώβου (β” 8), εξ ού εμφαίνεται η Ιεροσολυμιτική προέλευσις αυτής. Αλλά και ο όρος «οι δώδεκα» ουδέποτε χρησιμοποιείται υπό του Παύλου, ο οποίος προτιμά μάλλον τον όρον «οι απόστολοι». Ο όρος «οι δώδεκα» είναι ευαγγελικός και ανάγει ημάς εις την Ιεροσολυμιτικήν παράδοσιν. Αλλ” εάν ο Παύλος εις την Α” προς Κορινθίους μαρτυρίαν αυτού παρεισάγη παράθεσιν εξ αποστολικού συμβόλου, διακηρύττοντος, ότι ο Κύριος απέθανε δια τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς, ότι έταφη, ότι ανέστη τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ενεφανίσθη εις τον Πέτρον και εις τους δώδεκα, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι η μαρτυρία αυτού στηρίζεται και επί εγγράφου πηγής, απ” αυτών των πρώτων αυτοπτών του Κυρίου και της αναστάσεως αυτού ελκούσης την καταγωγήν της και εισαχθειςης από των πρώτων ετών της θεμελιώσεως της εκκλησίας εις επίσημον χρήσιν καθ” άπασαν την εκκλησίαν.
5) Αλλά και ο τρόπος, καθ” ον παρέχεται υπό των επιστολών του Παύλου η περί της αναστάσεως του Χριστού μαρτυρία, καθιστά αυτήν οξιολογωτάτην. Διότι ο απόστολος θίγει όλως εν παρόδω, και μόνον διότι άγεται εις τούτο υπ’ αυτής της σειράς του λόγου, το μέγα τούτο της αναστάσεως γεγονός. Δεν πειράται ν” αποδείξη τούτο. Ουδέ καν προσπαθεί να επιβεβαιώση αυτό. Από όλας τας επιστολάς αυτού μόνον εις μίαν, εις την Α” προς Κορινθίους, κρίνει άξιον να ομιλήση ιδιαιτέρως περί του γεγονότος αυτού. Πράττει δε τούτο ουχί διότι υπήρχεν ανάγκη να βεβαιωθώσι περισσότερον οι προς ούς έγραφε Χριστιανοί περί της αληθείας ταύτης, αλλά διότι εσκόπει ν” απόδείξη, ότι τόσον αυτός, όσον και οι λοιποί Απόστολοι, εκήρυττον το αυτό Ευαγγέλιον, να επιβεβαιώση δ” εξ άλλου άλλην τινά αλήθειαν, περί ης αμφέβαλλον πως οι Κορίνθιοι, την αλήθειαν της καθολικής αναστάσεως των νεκρών. Εκ τούτων αποδεικνύεται σαφώς, ότι τόσον ο Παύλος, όσον και εκείνοι προς τους οποίους έγραφεν, ήσαν πλήρως πεπεισμένοι περί του ότι όντως ανέστη ο Κύριος ([6]). Και το συμπέρασμα τούτο εδραιούται περισσότερον, εαν ληφθή υπ” όψει, ότι μίαν εκ των επιστολών αυτού, την προς Ρωμαίους, γράφει προς εκκλησίαν, προς την οποίαν δεν είχεν ο ίδιος κηρύξει, άλλην δε, την προς Γαλάτας, απευθύνει προς εκκλησίας, εις ας κατά σμήνη είχον επιδράμει οι ψευδάδελφοι αναστατούντες τους Χριστιανούς και κλονίζοντες αυτούς από της αληθούς πίστεως. Ενώ λοιπόν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, δια πρώτην φοράν επικοινωνών προς τους εν Ρώμη, ευρίσκεται εις την ανάγκην να εκθέση εν πλάτει το Ευαγγέλιον αυτού, και όχι απλώς να διατυπώση, αλλά και να αποδείξη τας θεμελιώδεις αυτού αληθείας, περί της αληθείας της αναστάσεως του Χριστού δεν θεωρεί επάναγκες να ομιλήση ιδιαιτέρως, προφανώς διότι ουδεμία υπήρχε περί αυτής αμφιβολία καθ” όλον τον χριστιανικόν κόσμον. Εις δε την προς Γαλάτας επιστολήν ομιλεί περί τόσων άλλων ζητημάτων και τόσας άλλας αληθείας δια συλλογισμών πυκνών και συμπαγών αποδεικνύει, μόνον δε δια μίαν αλήθειαν δεν ευρίσκεται εις την ανάγκην να αγωνισθή, δια την αλήθειαν της αναστάσεως του Κυρίου. Τουθ” όπερ αποδεικνύει εμφανώς, ότι ουδέ παρ” αυτοίς τοις Ιουδαΐζουσι Χριστιανοίς ημφεσβητείτο το μέγα τούτο γεγονός! Αλλ” εάν τοιαυτή είναι η πεποίθησις των πρώτων Χριστιανών και εάν, όπως ομολογείται υπό πάντων, επί του θανάτου και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εθεμελιώθη η πρώτη εκκλησία και ωκοδομήθη ολόκληρος ο Χριστιανισμός, τα δύο αυτά γεγονότα πρέπει να είναι ιστορικά και βέβαια. Δεν δυνάμεθα σοβαρώς να υποστηρίξωμεν μετά του Sehmiedel ([7]) ότι «είναι αδιαμφισβήτητον, ότι η εκκλησία εθεμελιώθη ουχί αμέσως επί του γεγονότος της αναστάσεως του Ιησού, αλλ” επί της πίστεως εις την ανάστασίν του και αυτή η πίστις, ειργάζετο μετ” ίσης ενεργείας, αδιάφορον αν η ανάστασις ήτο γεγονός πραγματικόν ή ου». Διότι ως ορθώς παρετήρησεν ο εκ των νεωτεριζόντων (modernistes) καθολικών Εδουάρδος Le Roy ([8]) «παν ό,τι είναι καθαρώς απατηλή χίμαιρα, καθαρώς νοσηρά φαντασιοπληξία, άνευ αξίας τινός αληθείας, δύναται αναμφιβόλως να διεγείρη προς στιγμήν την πίστιν. Αλλά τοιαυτή πίστις δεν είναι οικοδομητική ούτε καρποφόρος εξ επόψεως ηθικής· δεν παράγει ουδέν στερεόν· δεν μεταδίδεται πολύ μακράν· δεν επισυνάγει πολλάς ψυχάς εν μια κοινωνία, ζωοποιούση αυτάς· δεν ανθίσταται εις την φθοροποιόν και διαλυτικήν επίδρασιν του χρόνου, εις την δοκιμασίαν της, κυκλοφορίας της εν τη πρακτική χρήσει. Εξοφλείται πάντοτε εις το τέλος του λογαριασμού δι” αποτυχίας, όπου αποκαλύπτεται ο ψευδής χαρακτήρ της». Μόνον περί της αληθείας δύναται να λεχθή, ότι «ουδέν διαρκέστερον αυτής». Και μόνον περί αυτής ισχύει, ότι «παν όπερ εξυπηρετεί αυτήν, διασώζεται ως κεφάλαιον ασθενές, αλλ” ασφαλές. Ουδέν εν τω μικρώ θησαυρώ της απόλλυται. Τουναντίον παν ό,τι ψευδές καταρρέει. Το ψεύδος δεν θεμελιούται, ενώ το μικρόν οικοδόμημα της αληθείας είναι χαλύβδινον και ανυψούται συνεχώς» ([9]).
6) Τέλος κατά τας λεπτομερείας του περιεχομένου της εξεταζομένη η μαρτυρία αυτή παρουσιάζεται επιβεβαιουμένη πλήρως και υπό της αφηγήσεως των ευαγγελιστών. Διότι μαρτυρεί 1) την εμφάνισιν την γενομένην εις τον Πέτρον, την υπό του Λουκά μαρτυρουμένην, τοποθετών μάλιστα αυτήν εν τη αυτή θέσει, εν τη οποία τοποθετεί αυτήν και ο Λουκάς εν τη σειρά των εμφανίσεων. 2) Την εμφάνισιν προς τους δώδεκα, ήτις και κατά τους τρεις εκ των ευαγγελιστών εγένετο κατά την αυτήν της αναστάσεως ημέραν. Πράγματι η εμφάνισις αυτή μαρτυρείται πρώτον μεν υπό του Λουκά (κδ” 36), επιβεβαιούται δε και υπό της αφηγήσεως της εν τω τέλει του κατά Μάρκον Ευαγγελίου και παρουσιάζεται εξ ολοκλήρου η αυτή προς την υπό του Ιωάννου (κ” 19) αναφερομένην. 3) Άλλην τινά εμφάνισιν συντελεσθειςαν εν μέσω ευρυτάτου κύκλου πιστών, των οποίων ο αριθμός υπερέβαινε τους πεντακοσίους και η οποία πιθανώτατα είναι η υπό του Ματθαίου ιστορουμένη ως λαβούσα χώραν εν Γαλιλαία ([10]). 4) Την εις τον Ιάκωβον, περί της οποίας δεν μαρτυρούσιν οι ευαγγελισταί και 5) Άλλην μίαν ακόμη εμφάνισιν έμπροσθεν όλων των Αποστόλων λαβούσαν χώραν, ιστορουμένην και ταύτην υπό των ευαγγελιστών.
Ούτω πάσαι αι υπό του Παύλου αναφερόμεναι εμφανίσεις, πλην μόνης της προς τον Ιάκωβον γενομένης, αναφέρονται και υπό των ευαγγελιστών. Δεν μνημονεύονται δε υπό του Παύλου μόνον αι εις τας μυροφόρους και εις τους προς Εμμαούς πορευομένους εμφανίσεις· τούτο δε διότι ο απόστολος δεν προτίθεται να παραθέση πλήρη κατάλογον των εμφανίσεων ([11]). Τουναντίον πιθανώτατον παρουσιάζεται ότι ποιείται εκλογήν των εγκυροτέρων εκ των εμφανίσεων, και τοιαύται ήσαν η εμφάνισις εις τον Πέτρον, του οποίου το κύρος εν Κορίνθω ήτο ηδραιωμένον (Α” Κορινθ. α” 12), η εις τους δώδεκα, η εις το σύνολον των πρώτων πιστών ήτοι η εις τους πεντακοσίους, των οποίων οι πλειςτοι επέζων, η εις τον Ιάκωβον, του οποίου το κύρος ήτο μέγα παρά τοις εξ’ Ιουδαίων Χριστιανοίς, η εις τους Αποστόλους πάντας, και τέλος η εις αυτόν τον Παύλον. Τας τρεις άλλας, ως φέρουσας ιδιωτικόν χαρακτήρα και μη γενομένας εις αποστόλους, παραλείπει.
Συμπεραίνοντες παρατηρούμεν και πάλιν δι” ολίγων, ότι είναι εξόχως σπουδαία η υπό των επιστολών του Παύλου παρεχομένη περί της αναστάσεως μαρτυρία, μάλιστα δια τους εξής λόγους:
1) Διότι παρουσιάζει το γεγονός της αναστάσεως στοιχείον του αποστολικού κηρύγματος ουσιωδέστατον και θεμελιωδέστατον, αυτήν την βάσιν του κηρύγματος ουχί ενός αλλά πάντων των Αποστόλων·
2) διότι παρουσιάζει το γεγονός της αναστάσεως μαρτυρούμενον υπό των αυτοπτών (Κηφά, Ιακώβου, πεντακοσίων αδελφών) εις εποχήν παλαιοτάτην και μόλις πέντε ή εξ έτη της σταυρώσεως και της αναστάσεως απέχουσαν·
3) διότι είκοσι μόλις έτη μετά τον θάνατον του Χριστού (οπότε συμπίπτει ο χρόνος της συγγραφής των τεσσάρων επιστολών του Παύλου) παρουσιάζει ολόκληρον την εκκλησίαν από της Ρώμης μέχρι των Ιεροσολύμων και από της Αγκύρας μέχρι της Κορίνθου ομολογούσαν εν ένι στόματι και μια καρδία την μεγάλην αλήθειαν της Αναστάσεως.
 
β) Αι μαρτυρίαι των Ευαγγελίων.
Είναι βεβαίως περιττόν να είπωμεν, ότι δεν θα επανέλθωμεν ενταύθα επί των επιχειρημάτων, άτινα εν τω Γ” κεφαλαίω παρεθέσαμεν και εκ των οποίων απεδείχθη εμφανέστατα η σπουδαιότης και σοβαρότης των Ευαγγελίων ως συγγραφών και πηγών ιστορικών. Ενταύθα θα εξετασθή ειδικώς η περί της αναστάσεως του Χριστού ευαγγελική μαρτυρία δια να αποδειχθή η αφέλεια, η απλότης, η ειλικρίνεια και η καλή πίστις των εξιστορούντων τα κατά την ανάστασιν εξ’ αυτών τούτων των ευαγγελικών κειμένων αναπηδώσα και αποκαλυπτομένη.
1. Αι κατά τα Ευαγγέλια εμφανίσεις. Κατά τους ευαγγελιστάς ο Ιησούς αναστάς ενεφανίσθη:
1) Εις την Μαγδαληνήν Μαρίαν (Μάρκ. ιστ” 9-11 και Ιωαν. κ” 11-18) και
2) Εις τας μυροφόρους γυναίκας (Ματθ. κη” 9-10) κατά την πρωίαν της Κυριακής.
3) Εις τους δύο μαθητάς, τους εις Εμμαούς πορευομένους, κατά το απόγευμα της αυτής ημέρας (Μάρκ. ιστ” 12-13, Λουκ. κδ” 13-15).
4) Εις τον Σίμωνα Πέτρον ολίγω αργότερον (Λουκ.κδ” 34).
5) Εις τους δεκα Αποστόλους απόυσιάζοντος του Θωμά κατά την εσπέραν της αυτής ημέρας (Μάρκ. ιστ” 14, Λουκ. κδ” 36-43, Ιωαν. κ” 19-25).
6) Εις τους ένδεκα παρόντος και του Θωμά μετά οκτώ ημέρας (Ιωαν. κ” 26-29).
7) Εις επτά αποστόλους παρά την λίμνην της Τιβεριάδος (Ιωαν. κα” 1-23).
8) Εις τους ένδεκα εν τω όρει της Γαλιλαίας, «ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς» (Ματθ. κη” 16)·
και 9) Εις τους αποστόλους πάντας εις Βηθανίαν κατά την ημέραν της αναλήψεως (Μαρκ. ιστ” 19-20, Λουκ. κδ” 50, Πραξ. α’ 6-11), την οποίαν τινές εταύτισαν προς την ως άνω εν Γαλιλαία σημειωθειςαν.
2. Πενιχρότης των ευαγγελικών πληροφοριών. Η πρώτη εντύπωσις, την οποίαν προ πάσης αξετάσεως αυτών παρέχουσιν αι μαρτυρίαι αύται, είναι η πτωχεία και πενιχρότης των πληροφοριών, τας οποίας παρέχουσι δυσαναλόγως προς την σοβαρότητα και σπουδαιότητα, η οποία εξ αρχής απεδόθη υπό των Αποστόλων και της πρώτης εκκλησίας εις το γεγονός της αναστάσεως. Το μόνον επεισόδιον, όπερ εκτίθεται μετά τίνος λεπτομερείας, είναι το της εμφανίσεως του αναστάντος Κυρίου εις τους δύο μαθητάς, τους πορευομένους εις τους Εμμαούς. Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτον τυγχάνει ότι περί της ενδόξου ζωής, εις την οποίαν μετά την ανάστασιν εισήλθεν ο Κύριος, δεν αφηγούνται οι ευαγγελισταί παρά ελάχιστα τινά και όλως ανεπαρκή. Η φύσις της ζωής ταύτης, η έκτακτος, η νέα, η απηλλαγμένη των κοινών συνθηκών υπό τας οποίας έζησε πρότερον ο Ιησούς, η όλως άγνωστος εις τους μήπω εισελθόντας εις αυτήν και μετασχόντας ταύτης, περί της οποίας δεν είναι εις θέσιν να σχηματίσωσι σαφή ιδέαν οι εισέτι το φθαρτόν σκήνος του σώματος περιβεβλημένοι θνητοί, εξηγεί πλήρως, διατί εις τας περί αναστάσεως παραδόσεις των αυτοπτών, τας περισωθειςας εις τα ευαγγελικά κείμενα, ευρίσκομεν κάτι το ασαφές, το μη επαρκώς πλήρες ([12]). Αντιλαμβάνονται οι Απόστολοι, ότι βλέπουσι και ακούουσι τον διδάσκαλον· πείθονται, ότι είναι αυτός, διότι συλλαμβάνουσι τας χείρας του και τους πόδας του. Αλλά συγχρόνως κατανοούσιν, ότι η ζωή, την οποίαν ήδη ζη ο διδάσκαλος είναι διάφορος της προτέρας. Και βυθίζονται ούτω εις απορίαν, διότι ο Ιησούς είναι και δεν είναι συγχρόνως ο αυτός προς εκείνον, τον οποίον εγνώρισαν και μετά του οποίου συνέζησαν επί τριετίαν ολόκληρον. Τα χαρακτηριστικά ταύτα των ευαγγελικών περί αναστάσεως αφηγήσεων συντρίβουσι κυριολεκτικώς τον ισχυρισμόν του Α. Meyer ([13]), κατά τον οποίον εγένοντο προσθήκαι εις τας περί αναστάσεως πρωταρχικάς παραδόσεις, επί τω σκοπώ όπως ικανοποιηθώσι νεόφυτοι και νεωστί προσηλυτισθέντες εις την πίστιν απλήστως έχοντες προς το υπερφυσικόν, αλλά και η απολογητική τάσις της πρώτης εν Ιεροσολύμοις κοινότητος, αισθανομένης την ανάγκην να παρουσιάση τας προφητείας πληρωθειςας εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού. Εάν ο ισχυρισμός ούτος ήτο ακριβής, γεννάται το ερώτημα, πώς τόσαι προθέσεις, τόσαι ανάγκαι, τόσαι αιτίαι προς επέκτασιν και διαπλάτυνσιν του αρχικού περί αναστάσεως υλικού, αλλά και τόσαι προσθήκαι και παρεμβολαί γενόμεναι εις αυτό κατέληξαν εις τας τόσον ισχνάς, πτωχάς, βραχείας και τον χαρακτήρα αποσπασμάτων φερούσας αφηγήσεις ([14]); Είναι τόσον πτωχαί και βραχείαι αύται, ώστε πέντε γραμμαί, τας οποίας ο Παύλος γράφει σχεδόν ειπείν εν παρόδω εις την Α” προς Κορινθίους επιστολήν του προσθέτουσιν αρκετά εις το σύνολον των εκ των Ευαγγελίων πληροφοριών. Τοσαυτή ευσυνειδησία και ακρίβεια εκδηλούται εκ μέρους των ευαγγελιστών και τόσον πολύ εμμένουσιν ούτοι εις το να καταγράψωσιν εν τοις Ευαγγελίοις αυτών ό,τι αυτοί και μόνοι είτε αμέσως είτε εξ αυθεντικών πληροφοριών αξιοπίστων αυτοπτών αντελήφθησαν.
Ταύτα περί των μαρτυριών των Ευαγγελίων γενικώς.
3. Συμφωνία ανεπιτήδευτος. άαν ήδη μελετήσωμεν μετά προσοχής τας περί της αναστάσεως ευαγγελικάς αφηγήσεις, διακρίνομεν πρωτίστως, ότι αύται ανεπιτηδεύτως συμπίπτουσιν περί ωρισμένον αριθμόν βεβαίων γεγονότων παρουσιάζουσαι αξιοθαύμαστον συμφωνίαν. Τοιαύτα γεγονότα και σημεία των αφηγήσεων θα ηδύναντο να σημειωθώσι τα επόμενα:
Το πρώτον εκ τούτων κατά τον L. de Grandmaison ([15]) τυγχάνει αρνητικόν μεν, αλλ” εξόχως αξιοσημείωτον. Είναι δε τούτο η έλλειψις χρονολογικής ενδείξεως, εμφαινούσης την ώραν, κατά την οποίαν έλαβε χώραν η ανάστασις, καθώς και η έλλειψις πάσης περιγραφής αυτού του γεγονότος της αναστάσεως. Οι ευαγγελισταί περιορίζονται απλώς να μας είπουν ότι την πρωίαν της Κυριακής ο Ιησούς είχεν αναστή. Ποίαν ώραν της νυκτός εσημειώθη η ανάστασις και πώς το νεκρόν του Κυρίου σώμα εζωοποιήθη και εγκατέλιπε τον τάφον, ουδεις των ευαγγελιστών πειράται να ορίση ή να περιγράψη. Επί γεγονότος δε, το οποίον τόσον ζωηρώς θα προσείλκυε το ενδιαφέρον και την προσοχήν των πρώτων Χριστιανών, εάν πράγματι οι αφηγούμενοι αυτό δεν περιωρίζοντο εις ό,τι εξ’ αυτοψίας είχον αντιληφθή και διακριβώσει, ήτο φυσικόν η φαντασία να εκτραπή και να συμπληρώση τα κενά, τα οποία παρουσιάζοντο εν τη εκτυλίξει αυτού. Θα έπρεπεν η φαντασία να επισωρεύση λεπτομερείας καταπλησσούσας εν τη περιγραφή της αναστάσεως συντελούμενης δια τινος ενεργείας βραδείας ή αιφνιδίας, εν μέσω συναθροίσεως αγγέλων η αγίων, θεωμένων την αναζωογόνησιν του αδρανούς και νεκρού σώματος του Ιησού και προσπιπτόντων εις προσκύνησιν αυτού μεθ” ύμνων και δοξολογιών, των οποίων το περιεχόμενον θα εστιχουργείτο υπό της ποιητικής πτήσεως. Πράγματι δε τοιαύτην εκτροπήν, προδίδουσαν καταδήλως την πλαστότητα, παρουσιάζει το απόκρυφον κατά Πέτρον ευαγγέλιον ([16]). Περί της αφηγήσεως του ευαγγελίου τούτου εν αντιθέσει προς την αφήγησιν των κανονικών Ευαγγελίων ομολογεί αυτός ο P. W. Schmiedel, ότι «η ανάστασις του Ιησού, η οποία εις τα κανονικά Ευαγγέλια μετ” επιφυλάξεως αξιοσημείωτου πάντοτε προϋποτίθεται, ότι έλαβεν ήδη χώραν, και ουδέποτε περιγράφεται, εις το ευαγγέλιον του Πέτρου παρουσιάζεται ως λαμβάνουσα χώραν υπό τα όμματα των Ρωμαίων και των Ιουδαίων των φρουρούντων τον τάφον, καθ” ένα δε τρόπον, τον οποίον δεν δύναται τις να χαρακτηρίση παρά αλλόκοτον»([17]).
Δεύτερον χαρακτηριστικόν σημείον, επί του οποίου συμπίπτουσιν αι αφηγήσεις των κανονικών Ευαγγελίων, είναι η κενότης του τάφου, η διαπιστωθειςα την τρίτην από του πάθους ημέραν υπό των επισκεφθεισών τον τάφον λίαν πρωί της μιας σαββάτων μυροφόρων γυναικών, μεταξύ των οποίων διακρίνεται Μαρία η Μαγδαληνή.
Τρίτον σημείον αυτομάτου συμφωνίας των ευαγγελιστών είναι η γέννησις της πίστεως εις την ανάστασιν παρά ταις γυναιξί πρώτον, αίτινες εις μάτην προσπαθούσι να μεταδώσωσι την πίστιν ταύτην και εις τους Αποστόλους. Αυταί πρώται επισκέπτονται τον τάφον. Εις αυτάς πρώτας εμφανίζεται ο αναστάς Κύριος, αφού προηγουμένως αυταί είδον οπτασίαν αγγέλων. Αυταί αναγγέλλουσι την ανάστασιν εις τους μαθητάς, οίτινες απιστούσιν εις ταύτας. Ο ρόλος δε της Μαγδαληνής, η αγγελοφάνεια και η δυσπιστία των μαθητών εξαίρονται παρ” απάσαις ταις πηγαίς της ευαγγελικής ιστορίας.
Τέταρτον χαρακτηριστικόν σημείον συμφωνίας των ευαγγελιστών είναι, ότι ο Ιησούς αναστάς δεν ενεφανίσθη εις ουδένα εκ των εχθρών του, αλλά μόνον εις τους φίλους και μαθητάς αυτού.
Πέμπτον ενεφανίσθη εις τους μαθητάς μετά την εις τας μυροφόρους εμφάνισιν. Και ενεφανίσθη εξ απροόπτου, ουχί εις περιβάλλον παρεσκευασμένον και υποβοηθούν τους αποστόλους, όπως πιστεύσωσιν εις την ανάστασιν. Αι συνθήκαι της εμφανίσεως είναι τοιαύται, ώστε αυτοί αμφιβάλουσι, φοβούνται νομίζοντες ότι η εμφάνισις οφείλεται εις πνεύμα ή φάντασμα τι και μόνον τότε πείθονται, όταν υποβάλλωσιν εις την άμεσον αυτών αφήν το σώμα του Διδασκάλου. Η δυσπιστία των και οι φόβοι των κατανικώνται δια της επιμονής του αναστάντος, ο οποίος δεν εμφανίζεται στιγμιαίως, ίνα ευθύς εξαφανισθή, αλλ” αναστρέφεται, συνομιλεί και συντρώγει μετά των μαθητών.
Έκτον σημείον συμφωνίας τυγχάνει η υπό πάντων των ευαγγελιστών μαρτυρουμένη απότομος μεταβολή των μαθητών, πιστευσάντων ακραδάντως εις την ανάστασιν. Η ψυχολογική αυτή μεταβολή, καθ” ην οι κατεπτοημένοι τέως και καταπεπτωκότες μαθηταί παρουσιάζονται δια μιας θαρραλέοι, απτόητοι, ακατάβλητοι και ανυπέρβλητοι εις ηρωϊσμόν, οφείλεται εις την θριαμβευτικήν πεποίθησιν, την οποίαν εσχημάτισαν περί της αναστάσεως του Διδασκάλου, και η οποία εμπνέει αυτούς καθ” όλην την μετέπειτα δράσιν αυτών, καθιστώσα αυτούς μεν προθύμους εις πάσαν θυσίαν, την δε πορείαν αυτών ακαταπόνητον και νικηφόρον.
4. Διαφοραί και κενά . Εν ταις λεπτομερείαις όμως παρουσιάζονται κενά και διαφοραί τινες. Και αι μεν διαφοραί επιβεβαιούσαι την απ” αλλήλων ανεξαρτησίαν των ευαγγελιστών εν ταις αφηγήσεσιν αυτών δεν παρουσιάζονται ασυμβίβαστοι. Τα δε κενά είναι πολλάκις τοιαύτα, ώστε η μία αφήγησις να προϋποθέτη την ετέραν και η μετ” αλλήλων συμπλήρωσις να εξαίρη επί μάλλον το ανεπιτήδευτον της συμφωνίας.
Ούτω, ίνα αρχίσωμεν από το γεγονός της ταφής, ο Ιωσήφ κατά μεν τον Ματθαίον και τον Ιωάννην ήτο απλώς άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, «μαθητής του Ιησού κεκρυμμένος δε δια τον φόβον των Ιουδαίων, κατά τους άλλους δε δύο ευαγγελιστάς ήτο και βουλευτής, μη συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει των Ιουδαίων. Είναι προφανές ότι ουδετέρα των λεπτομερειών τούτων αποκλείει την άλλην. Ο Ιωσήφ ηδύνατο να είναι συγχρόνως και πλούσιος και μαθητής του Ιησού εν τω κρυπτώ και βουλευτής.
Κατά τους συνοπτικούς ο τάφος ήτο λαξευτός εντός βράχου και η ειςοδος αυτού εκαλύπτετο δια λίθου μεγάλου προσκυλιομενου επ” αυτής. Κατά τον Ιωάννην το μνημείον ευρίσκετο εν κήπω και ήτο ανεγηγερμενον μάλλον επί του εδάφους, εξ’ ου και ο λίθος δεν χαρακτηρίζεαι ως απoκεκυλισμένος, ως παρά τοις λοιποίς συνοπτικοίς, αλλ’ ως η ρ μ έ ν ο ς, ο δε Ιωάννης, ο προδραμών τάχιον του Πέτρου εις το μνημείον, παρουσιάζεται ως παρακύπτων, ίνα ίδη το εσωτερικόν του μνημείου. Αμφότεραι εν τούτοις αι αφηγήσεις δύνανται να συμβιβασθώσιν, εφ” όσον και η αφήγησις του Ιωάννου ομιλεί περί του μνημείου ως ευρυχώρου κοιλότητος, εντός της οποίας δεν καταβαίνει αλλ” εισέρχεται ελευθέρως ο Πέτρος πρώτον και μετ” αυτόν ο Ιωάννης.
Περί της φρουράς, η οποία ετέθη εν τω τάφω σιγώσιν οι άλλοι ευαγγελισταί, και μόνον ο Ματθαίος ομιλεί περί αυτής. Αλλ” η σιγή των άλλων ευαγγελιστών δεν αποτελεί απόδειξιν, ότι η φρουρά δεν ετέθη, διότι οι ευαγγελισταί συγγράφοντες δεν προετίθεντο να εκθέσωσι πάντα ανεξαιρέτως τα γεγονότα. Αποδεικνύει μόνον, ότι η υπό μόνου του Ματθαίου αναφερομένη λεπτομέρεια αυτή δεν περιελαμβάνετο και εις την αρχέγονον αποστολικήν κατήχησιν την δια ζώσης παραδιδομένην, ήτις απετέλεσε πηγήν της συνοπτικής αφηγήσεως, και ότι ο Ματθαίος γνωρίζων ταύτην εχρησιμοποίησεν αυτήν ως σύμφωνον προς τον ιδιάζοντα συγγραφικόν σκοπόν του. Ούτε δύναται ν” αποτελέση σοβαράν ένστασιν κατά της εν προκειμένω αξιοπιστίας του Ματθαίου, το ότι δια των ενεργειών των αρχιερέων και Φαρισαίων προς σφράγισιν του τάφου, των σημειωθεισών «τη απαύριον» του θανάτου του Ιησού, «ήτις εστί μετά την παρασκευήν», παρεβιάσθη η αργία της μεγάλης εορτής του Πάσχα και του Σαββάτου. Ως ορθώς παρετηρήθη ([18]), οι Ιουδαίοι άρχοντες και οι Φαρισαίοι ήσαν επιδέξιοι περί το να εξευρίσκωσι περιπτώσεις εξαιρέσεων και παραβιάσεων του νόμου, προκειμένου μάλιστα περί ανάγκης οποία ήτο η απασχολούσα αυτούς. Αβάσιμος τυγχάνει και η ετέρα ένστασις, η στηριχθειςα επί της εκδοχής, ότι οι Φαρισαίοι και οι αρχιερεις δεν θα ηδύναντο να εννοήσωσι τους περί της αναστάσεως αυτού λόγους του Σωτήρος, αφού και αυτοί οι μαθηταί κατά την βεβαίωσιν του Ιωάννου, καθ” ον χρόνον επεσκέπτοντο το κενόν μνημείον, «ουδέπω ήδεισαν την γραφήν, ότι δει αυτόν εκ νεκρών αναστήναι» (Ιωαν.κ” 9). Διότι και εάν έτι υποθέσωμεν, ότι οι μαθηταί δεν είχον εννοήσει την έννοιαν των περί της αναστάσεως αυτού λόγων του Κυρίου, δεν έπεται εκ τούτου ότι και οι εν Ιεροσολύμοις εντριβεις περί τον νόμον, οι θεολόγοι και διανοούμενοι της εποχής εκείνης, παρέμειναν όλως ξένοι προς την έννοιαν αυτών, εφ” όσον και η εικών του Ιωνά, προς την οποίαν ο Χριστός παρωμοίασε την από του πάθους και του θανάτου του απολύτρωσίν του, ήτο αρκούντως σαφής, αλλά και κρατούσαι κατά την εποχήν εκείνην δοξασίαι υπέτρεφον την υπόνοιαν, ότι ήτο δυνατόν ν” αναστή τις εκ νεκρών και να επανέλθη μεταξύ των ζώντων. Τούτο εμφαίνεται εκ των λόγων, τους οποίους κατά τον Μάρκον είπεν Ηρώδης ο Αντύπας περί του Ιησού, όταν ήκουσε περί των θαυμάτων αυτού. Εβεβαίωσε δηλαδή ο Ηρώδης, ότι «Ον εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην, ούτος ηγέρθη εκ νεκρών» (Μάρκ. στ” 16).
Ώς προς τα αρώματα, ταύτα κατά την αφήγησιν του Λουκά είχον ήδη ετοιμάσει αι επί το μνήμα ερχόμεναι γυναίκες. Πότε είχον ετοιμάσει ταύτα δεν αναφέρει ο τρίτος ευαγγελιστής, Ομιλεί όμως περί τούτου ο Μάρκος, ύστις καθορίζει τον χρόνον της προετοιμασίας δια της φράσεως «διαγενομένου του σαββάτου», ήτοι η αγορά των αρωμάτων εγένετο την εσπέραν του Σαββάτου. Πώς ήδη αι μυροφόροι αγοράζουσιν αρώματα, ενώ ήδη παρά τον τάφον ευρίσκεται η κουστωδία, εξηγείται πλήρως δια της εκδοχής, ότι τηρήσασαι μετά πάσης ακριβείας την αργίαν του Σαββάτου, παρέμειναν εγκεκλεισμέναι εν τω οίκω αυτών, ως εκ τούτου δε δεν έλαβον γνώσιν περί του ότι ετέθη παρά τον τάφον του Ιησού φρουρά. Η άγνοιά των αυτή ευρίσκεται σύμφωνος πληρέστατα και προς την άλλην απορίαν αυτών, την οποίαν ερχόμεναι εις το μνημείον εκδηλούσι λέγουσαι· «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» Το ότι δε ο Ματθαίος καθορίζει ως σκοπόν της επισκέψεως ταύτης των μυροφόρων το να θεωρήσωσι τον τάφον, χωρίς να προσθέτη τίποτε περί της προθέσεως αυτών όπως αλείψωσι δια μύρων τον Ιησούν, δεν αποτελεί πραγματικήν διαφωνίαν προς τους άλλους δύο συνοπτικούς. Εκείνοι ομιλούσι και περί προθέσεως μη πραγματοποιηθειςης, αυτός δε περί του γεγονότος, παρατρέχει δε την λεπτομέρειαν της προσκομίσεως και μύρων, η οποία όλως φυσικώς τίθεται εις δευτερεύουσαν μοίραν υπό της αφηγήσεώς του τονιζούσης εξόχως, ότι παρά τον τάφον ήτο εγκατεστημένη κουστωδία, η οποία και εάν έτι δεν ανίστατο ο Ιησούς, δεν θα επέτρεπεν εις τας μυροφόρους να πλησιάσωσι και να πραγματοποιήσωσι την πρόθεσίν των.
Προκειμένου περί της ώρας, καθ” ην αι μυροφόροι έρχονται εις το μνημείον, ο μεν Μάρκος καθορίζει ταύτην δια του λίαν πρωί, ανατείλαντος του ηλίου, οι δε άλλοι τρεις ευαγγελισταί καθορίζουσιν αυτήν δια του σκοτίας έτι ούσης ή όρθρου βαθέος ή οψέ σαββάτων. Ούτω συμφωνούσι μεν πάντες ως προς την ημέραν, παρουσιάζουσιν όμως διαφοράν τινα ως προς την ώραν. Αλλ’ η διαφορά αυτή δεν είναι ασυμβίβαστος. Εξηγείται πλήρως εάν ληφθώσιν υπ” όψει πρώτον μεν, ότι ως φαίνεται πιθανώτατον εκ της όλης αφηγήσεως των ευαγγελιστών αι μυροφόροι ήλθον εις το μνημείον καθ” ομίλους, ήτοι άλλαι μεν, εν αις και η Μαρία η Μαγδαληνή, ήλθον ενωρίτερον, άλλαι δε βραδύτερον πως· δεύτερον δε, ότι και κατά την αφήγησιν του Μάρκου ο ήλιος μόλις θα είχεν ανατείλει, αφού και εν αυτή προστίθεται το «λίαν πρωί», είναι δε γνωστόν, ως παρατηρούσιν οι Jacquier και Bourchany ([19]), ότι εν τη Ιουδαία το λυκαυγές δεν παρατείνεται επί μακρόν, αλλά το μεταξύ του βαθέος όρθρου και της ανατολής του ηλίου παρεμπίπτον διάστημα είναι βραχύτατον.
Ως προς τα ονόματα των μυροφόρων, αίτινες ήλθον εις τον τάφον, πάντες οι ευαγγελισταί συμφωνούσιν, ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είναι μεταξύ των γυναικών τούτων. Αλλ” η μεν αφήγησις του Ιωάννου παρουσιάζει αυτήν ερχόμενην μόνην εις τον τάφον, ενώ κατά τας αφηγήσεις των άλλων ευαγγελιστών η Μαγδαληνή φθάνει εις τον τάφον εν συνοδεία μετά των άλλων μυροφόρων. Εν τούτοις αυτή η αφήγησις του Ιωάννου παρέχει σαφεστέραν ένδειξιν περί του ότι η Μαγδαληνή δεν ήλθεν εκεί μόνη. Εις τους λόγους, τους οποίους προς τον Σίμωνα Πέτρον απευθύνει, η Μαρία ομιλεί και εξ’ ονόματος των συντρόφων της. «Ήραν, λέγει, τον Κύριον εκ του μνημείου, και ουκ ο ί δ α μ ε ν πού έθηκαν αυτόν» (Ιωαν. κ” 2). Ενώ ολίγας γραμμάς κατωτέρω η αυτή Μαρία απευθυνόμενη προς τους ερωτήσαντας αυτήν αγγέλους, λέγει, «ότι ήραν τον Κύριόν μου και ουκ οίδα πού έθηκαν αυτόν» (στιχ. 13).
Ως προς την περιγραφήν της αποκυλίσεως του λίθου υπό του αγγέλου, αυτή έλαβε χώραν προ της αφίξεως των μυροφόρων εις το μνημείον. Εάν λοιπόν οι τρεις ευαγγελισταί παραλείπωσι να ομιλήσωσι περί αυτής, δεν δημιουργεί τούτο πραγματικήν αντίφασιν μεταξύ αυτών και του Ματθαίου. Ο Ματθαίος προϋποθέτει λεπτομέρειαν, εξυπηρετούσαν τον σκοπόν της αφηγήσεώς του, η οποία κατά το σημείον τούτο κατέτεινε να αναιρέση την συκοφαντίαν των Ιουδαίων, ότι έλαβε χώραν κλοπή. Οι άλλοι όμως ευαγγελισταί, οι οποίοι ουδένα λόγον ποιούνται περί της συκοφαντίας ταύτης, περιορίζονται απλώς εις το να διαπιστώσωσι τα υπό πάντων μαρτυρούμενα γεγονότα της κενότητος του τάφου και της αγγελοφανείας, ως αντελήφθησαν ταύτα αι πρότερον παντός άλλου επισκεφθειςαι τον τάφον μυροφόροι.
Διαφωνία τις παρουσιάζεται και ως προς τον αριθμόν των αγγέλων. Κατά την αφήγησιν των δύο πρώτων συνοπτικών αι μυροφόροι ευρίσκονται ενώπιον ενός αγγέλου, ενώ κατά τον Λουκάν οι άγγελοι ήσαν δύο, και κατά τον Ιωάννην η Μαγδαληνή κατά μεν την πρώτην επίσκεψιν αυτής δεν είδε άγγελον τινά , κατά δε την δευτέραν μετά την αυτοψίαν του Πέτρου και του Ιωάννου και την αποχώρησιν αυτών είδεν εις το βάθος του μνημείου δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους. Πάσαι εν τούτοις αι αφηγήσεις συμφωνούσι περί του ότι έλαβε χώραν αγγελική οπτασία και περί του ότι ο εις η οι δύο οφθέντες άγγελοι περιεβάλλοντο εσθήτα αστράπτουσαν ή στολήν λευκήν προκαλούσαν το θάμβος. Η περί τον αριθμόν των αγγέλων διαφωνία εξηγείται η εάν εκλάβωμεν μετά του Godet ([20]), ότι έλαβον χώραν δύο αγγελοφάνειαι, μια μεν πρότερον εις τας μυροφόρους υπό ενός αγγέλου, ετέρα δ” έπειτα εις την Μαγδαληνήν, κατά την παρ” Ιωάννη χρονολογικήν σειράν· ή εάν δεχθώμεν, ότι οι περί ενός αγγέλου ομιλούντες ευαγγελισταί περιορίζονται εις τον πρωταγωνιστούντα άγγελον, χωρίς ν’ αποκλείωσι και την κατά τον αυτόν χρόνον παρουσίαν και δευτέρου αγγέλου. Πάντως πρόκειται περί διαφοράς εις τας λεπτομερείας ουχί δε περί αντιφάσεως τινός.
Ετέρα πάλιν διαφορά παρουσιάζεται και ως προς τους λόγους τους απευθυνθέντας εις τας μυροφόρους υπό των αγγέλων. Το ουσιώδες μέρος της αγγελικής αναγγελίας «ηγέρθη, ο υ κ έ σ τ ι ν ώδε» είναι το αυτό παρά πάσι τοις συνοπτικοίς. Αλλ’ ο μεν Λουκάς παρουσιάζει τους αγγέλους βεβαιούντας μόνον την ανάστασιν, χωρίς να προσκαλή δια των μυροφόρων τους μαθητάς, όπως μεταβώσιν εις Γαλιλαίαν, ένθα θα συνήντων τον αναστάντα διδάσκαλον. Κατά τον Μάρκον όμως και τον Ματθαίον διαβιβάζεται και η παραγγελία αυτή εις τους μαθητάς. Τούτο εξηγείται πλήρως εκ του ότι οι δύο ούτοι συνοπτικοί αφηγούνται κυρίως τας εν Γαλιλαία εμφανίσεις, ενώ ο Λουκάς περιορίζεται εις τας εν Ιεροσολύμοις τοιαύτας. Εντεύθεν εκείνοι μεν έχουσιν ιδίους λόγους, δι” ους έπρεπε να αναφέρωσι και τα αγγελικά ταύτα ρήματα, ο Λουκάς δε ηδύνατο ν” αποσιωπήση αυτά.
Αλλά και η υπό του Ιωάννου εξιστορουμένη εμφάνισις του Χριστού εις την Μαγδαληνήν, εάν προσέξωμεν εις τα περιστατικά της, παρουσιάζεται εντελώς διακεκριμένη της εμφανίσεως της ολίγον ύστερον σημειωθειςης ενώπιον ολοκλήρου του κύκλου των Μυροφόρων συμπεριλαμβάνοντος και την Μαγδαληνήν. Η Μαγδαληνή κατάπληκτος επί τω ακούσματι της φωνής του Διδασκάλου, σπεύδει μετά της αυτής και πρότερον οικειότητος, προφέρουσα τον ανθρώπινον τίτλον ραββουνί, να κρατήση τους πόδας του Ιησού, αλλ” εκείνος την απότρέπει. Είναι αυτή η πρώτη εμφάνισις και μας βεβαιοί ρητώς περί τούτου ο Μάρκος. Μετ’ ολίγας όμως στιγμάς επαναφαίνεται ο Ιησούς εις τας μυροφόρους πάσας. Ο Ματθαίος ο αφηγούμενος τα κατά την εμφάνισιν ταύτην δεν παρουσιάζει τας μυροφόρους εκπληττομένας, ουδέ τον Ιησούν εμποδίζοντα αυτάς ίνα κρατήσωσιν αυτού τους πόδας. Εάν λάβωμεν υπ” όψει, ότι αι Μυροφόροι συναντηθειςαι εν τω μεταξύ μετά της Μαγδαληνής έμαθον παρ” αυτής, ότι είδε τον αναστάντα διδάσκαλον, κατανοούμεν πλήρως, πως αυταί δεν εκδηλούσι την τόσην κατάπληξιν, την οποίαν προ ολίγου κατά τον Ιωάννην εξεδήλωσεν η Μαγδαληνή. Επί πλέον διαγινώσκομεν, το διατί ο Ιησούς αφίνει αυτάς να κρατήσωσι τους πόδας αυτού. Διδαχθειςαι αύται από το πάθημα της Μαγδαληνής προσέρχονται προς τον Ιησούν μετά πάσης ευλαβείας, ίνα αποδώσωσιν εις Αυτόν προσκύνησιν λατρείας. Δεν τον πλησιάζουσιν ως πρόσωπον οικείον, αλλ” ως Κύριον και Δεσπότην. Και ο Ιησούς επιτρέπει εις αυτάς τούτο. Ούτω και ενταύθα αι δύο αφηγήσεις, του Ματθαίου και του Ιωάννου, συμπληρούσιν απρομελετήτως αλλήλας και προϋποθέτουσιν η μια την άλλην. Εκάτερος των ευαγγελιστών διέσωσε την απεικόνισιν τμήματος τινός της όλης σκηνής. Παρατιθέμεναι δε αι δύο αύται απεικονίσεις συγκολλώνται φυσικώς προς αλλήλας και συνδέονται αρμονικώς εις θαυμασίαν συμφωνίαν.
Το αυτό παρατηρείται και εν τη αφηγήσει του Λουκά, παρουσιάζοντος τον Πέτρον μόνον τρέχοντα επί το μνημείον (κδ” 12). Διατί σπεύδει να έλθη ο Πέτρος, δεν μας λέγει ο ευαγγελιστής. Αλλ” ο Μάρκος, καίτοι δεν μνημονεύει της εις το μνημείον επισκέψεως ταύτης του Πέτρου, αναφέρει όμως, ότι ο νεανίσκος παρήγγειλεν εις τας μυροφόρους, ίνα το περί συναντήσεως του Ιησού εις την Γαλιλαίαν μήνυμα διαβιβάσωσιν ιδιαιτέρως εις τον Πέτρον («είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω»), τουθ” όπερ πλήρως εξηγεί την σπουδήν ταύτην του Πέτρου. Εάν δε προχωρήσωμεν και στίχους τινάς κατωτέρω εν τη αφηγήσει του Λουκά, εν στίχω 24 («και απήλθον τινες των συν ημίν επί το μνημείον και εύρον ούτω»), θα’ δώμεν, ότι και ο Λουκάς αρκετά εμφανώς υπαινίττεται, ότι τον Πέτρον εις την εις το μνημείον μετάβασιν ηκολούθησε τουλάχιστον και άλλος τις, τουθ’ όπερ συμφωνεί πλήρως προς την αφήγησιν του Ιωάννου, καθ” ην την εις τον τάφον επίσκεψιν εκείνην εποιήσαντο ο τε Πέτρος και ο Ιωάννης ομού.
Αφ” ετέρου μάλιστα εν ταις αφηγήσεσι του Μάρκου και του Λουκά, πάσαι αι εμφανίσεις του αναστάντος Ιησού παρουσιάζονται γενόμεναι εν συνεχεία και κατά την αυτήν ημέραν. Ρίπτοντες όμως εν βλέμμα επί των πρώτων στίχων των Πράξεων, πειθόμεθα εκείθεν πλήρως, ότι ο Λουκάς εγνώριζε καλώς τα μεταξύ των διαφόρων εμφανίσεων του αναστάντος Κυρίου παρεμπεσόντα χρονικά διαστήματα και ότι η εν τοις τελευταίοις στίχοις του Ευαγγελίου του (50-53) ιστορουμένη εμφάνισις και ανάληψις εγένετο τεσσαράκοντα όλας ημέρας μετά την πρώτην τοιαύτην την εν στίχοις 36-49 ιστορουμένην. Μακράν λοιπόν του να μαρτυρή η εν τω Ευαγγελίω του Λουκά αφήγησις άγνοιαν και σύγχυσιν των κατά τας εμφανίσεις συμβάντων, τουναντίον παρουσιάζει αφέλειαν και απλότητα, ήτις μόνον εις τους καλή τη πίστει ομιλούντας δύναται να παρατηρηθή.
Ωσαύτως εν τη περιγραφή των αισθημάτων, τα οποία εδοκίμασαν oι Απόστολοι, όταν το πρώτον εις αυτούς συνηγμένους ενεφανίσθη ο Ιησούς, παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως ελαφρά τις διαφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών Ιωάννου και Λουκά. Διότι ο μεν Ιωάννης βέβαιοι, ότι «ε χ ά ρ η σ α ν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον», ο δε Λουκάς παρουσιάζει τούτους πτοηθέντας και εμφόβους γενομένους. Παρατιθεμένων όμως αμφοτέρων των αφηγήσεων τούτων δεν δυσκολευόμεθα να διακρίνωμεν, πως αμφότεραι συμπληρούσιν αλλήλας και περιγράφουσιν από συμφώνου ίδια εκάστη περιστατικά ενός και του αυτού συμβάντος. Ούτως ενώ ο Λουκάς περιορίζεται να μας είπη ότι οι μαθηταί εταράχθησαν και κατελήφθησαν υπό φόβου νομίσαντες ότι εθεώρουν φάντασμα τι, η λεπτομέρεια την οποίαν προσθέτει ο Ιωάννης, ότι ο Ιησούς εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων, μας διεξηγεί πλήρως το διατί οι μαθηταί τοιαύτην κατ” αρχάς εσχημάτισαν αντίληψιν και τοιούτον εδοκίμασαν αίσθημα. Επόμενον λοιπόν ήτο εν τη αρχή να ταραχθώσι. Μετά την πληροφορίαν όμως, ήτις μετεδόθη εις αυτούς, όταν ο Κύριος επέδειξεν εις αυτούς τας χείρας και τους πόδας, επόμενον ήτο να χαρώσιν. Ακριβώς δε ο Ιωάννης τότε σημειοί, ότι εχάρησαν οι μαθηταί, όταν ο Κύριος είχε δείξει προς αυτούς τας χείρας του και την πλευράν του. Ο Λουκάς αναφέρει, ότι ο Κύριος εζήτησε παρά των μαθητών βρώσιμον τι και αυτοί «επέδωκαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος». Τούτο ευρίσκεται εν πλήρει συμφωνία και προς την αφήγησιν του Μάρκου, κατά την οποίαν ο Κύριος εφανερώθη τοις ένδεκα «α ν α κ ε ι μ έ ν ο ι ς», ήτοι καθ” ον χρόνον ευρίσκοντο ανακεκλιμένοι περί τράπεζαν. Αλλά και ο Πέτρος, όταν διαβεβαιοί τον Κορνήλιον, ότι μετά των λοιπών συμμαθητών του συνέφαγον και συνέπιον μετά του Κυρίου μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών (Πράξ. ι’ 41), υπαινίττεται και το γεγονός τούτο.
Τέλος ως προς τας εμφανίσεις προεβλήθη ο ισχυρισμός, ότι υπάρχουσι δύο παραδόσεις ευαγγελικαί, εκ των οποίων η μεν μία τοποθετεί τας εμφανίσεις εις την Γαλιλαίαν, η δε άλλη τοποθετεί ταύτας εις τα Ιεροσόλυμα ([21]). Και η μεν πρώτη εκ των παραδόσεων τούτων διερμηνεύεται υπό του Μάρκου (ιδ” 28 και ιστ” 1-8) και του Ματθαίου (κστ” 32 και κη”), απαντώνται δ” ενδείξεις περί αυτής και παρά τω Ιωάννη (κα”), η δ” ετέρα διερμηνεύεται υπό του Λουκά (κδ”, Πράξ. α” 1-9) και του Ιωάννου (κ”), χρονολογεί δε τας εμφανίσεις από της τρίτης από του θανάτου του Κυρίου ημέρας μέχρι της τεσσαρακοστής. Και ότι μεν υπάρχουσι δύο παραδόσεις, εκ των οποίων η μία μεν στρέφεται κυρίως περί τας εν Γαλιλαία εμφανίσεις, η άλλη δε περί τας εν Ιεροσολύμοις τοιαύτας, δεν δυσκολευόμεθα να αποδεχθώμεν. Αλλ” ότι αύται αποκλείουσιν αλλήλας αποδεικνύεται ασύστατον ευθύς από της πρώτης εξετάσεως των ευαγγελικών κειμένων. Πράγματι∙ εάν ο Ματθαίος και ο Μάρκος αφηγούνται τας εν Γαλιλαία αφηγήσεις, είναι όμως προφανές, ότι εγνώριζον αμφότεροι, ότι ο Ιησούς ενεφανίσθη το πρώτον εις Ιεροσόλυμα. Και το μεν κατά Μάρκον υπό την σημερινήν αυτού μορφήν συνδυάζει προδήλως τας δύο παραδόσεις, μνημονεύον της τε επισκέψεως των μυροφόρων εις τον τάφον και της εμφανίσεως του Ιησού εις την Μαγδαληνήν κατ” αυτήν την πρώτην της Αναστάσεως ημέραν καθώς και της υπό του Λουκά μαρτυρουμένης εμφανίσεως εις τους δύο μαθητάς, τους εις Εμμαούς πορευομένους και της εις τους ένδεκα. Το δε κατά Ματθαίον, εκτός του ότι ομιλεί περί της εμφανίσεως του Ιησού εις τας Μυροφόρους, υπαινίττεται και άλλην τίνα , κατά την οποίαν ώρισε το όρος της Γαλιλαίας, ένθα έλαβε χώραν η κατά τον Ματθαίον τελευταία εμφάνισις του Ιησού. Αύτη κατά την αφήγησιν του Ματθαίου εγένετο «εις την Γαλιλαίαν, εις το όρος ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς» (Ματθ. κη” 16). Αλλ” ως ορθώς παρετηρήθη υπό του Jacquier ([22]), εις ούδεν χωρίον του Ευαγγελίου του Ματθαίου, ούτε εις εκείνο, καθ” ο κατά την εσπέραν του μυστικού δείπνου είπεν εις τους μαθητάς αυτού «προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν» (Ματθ. κστ” 32), ομιλεί περί του όρους και περί παραγγελίας εις τους μαθητάς όπως μεταβώσιν εις αυτό. Πιθανώς λοιπόν εις τίνα των άλλων εμφανίσεων, περί των οποίων δεν ομιλεί, αλλά προϋποθέτει ο Ματθαίος, να εγένετο ο καθορισμός και η παραγγελία αυτή. Το τέταρτον εξ άλλου Ευαγγέλιον επιμένει μεν επί των εις Ιεροσόλυμα εμφανίσεων, δεν αγνοεί όμως και τας εν Γαλιλαία τοιαύτας, αφού ομιλεί περί της εν τη Τιβεριάδι εμφανίσεως. Παρουσιάζει λοιπόν και τούτο τας δύο παραδόσεις συνδεδυασμένας. Τέλος κατά το τρίτον Ευαγγέλιον, ως τούτο συμπληρούται και ερμηνεύεται υπό των Πράξεων, παρέχεται πλαίσιον ευρύ, εντός του οποίου δύνανται ανέτως να τοποθετηθώσι και αι εν Γαλιλαία εμφανίσεις, αφού ο Κύριος παρουσιάζεται ως «δι” ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος εις τους μαθητάς και συναλιζόμενος» και συνιστών εις τους Απόστολους, ίνα μη χωρίζωνται από Ιεροσολύμων (Πράξ. α” 3-4), τουθ” όπερ συνυπονοεί, ότι μετά τον θάνατον του Ιησού οι μαθηταί δεν παρέμενον απαρεγκλίτως εις Ιεροσόλυμα, διότι κατά την τελευταίοι ταύτην περίπτωσιν δεν θα ήτο αναγκαίον να τονισθή ιδιαιτέρως εις αυτούς η εις Ιεροσόλυμα παραμονή.
Αι δύο λοιπόν παραδόσεις ου μόνον δεν αποκλείουσιν, αλλά τουναντίον και συμπληρούσιν αλλήλας, εύρηνται δε και συνδεδυασμέναι μετ” αλλήλων.
Δεν πρέπει άλλως τε να λησμονήται, ότι ουδεις των ευαγγελιστών παρέχει πλήρη αφήγησιν περί πασών των εμφανίσεων του αναστάντος διδασκάλου, αλλ” έκαστος αναφέρει εκείνας μόνας, αίτινες εξυπηρετούν τον σκοπόν, δι” ον συνέγραφε το Ευαγγέλιόν του. Ούτω ο Ματθαίος γράφων δια τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και δια τους μη πιστούς Ιουδαίους αποδεικνύει μεν την ανάστασιν αναιρών την μεταξύ των Ιουδαίων διαφημισθειςαν περί κλοπής συκοφαντίαν και τονίσας ότι είχε τεθή παρά τον τάφον φρουρά, προτιμά δε ν” αφηγηθή την εν τω όρει της Γαλιλαίας εμφάνισιν του Ιη- σού, διότι κατ” αυτήν εδόθη υπό του Ιησού εις τους Αποστόλους η εντολή ίνα μαθητεύσωσι πάντα τα έθνη. Δεν αποσκοπεί ο Ματθαίος να ομιλήση περί της εμφανίσεως ταύτης καθ” εαυτήν, διότι άλλως δεν θα ωμίλει περί ταύτης ούτω γενικώς μη κατονομάζων μηδέ το όρος όπου εσημειώθη αυτή. Ο Ματθαίος θέλει να επιθέση την αρμόζουσαν σφραγίδα εις το Ευαγγέλιον αυτού, εν τω οποίω ως σκοπόν έθετο να αποδείξη, ότι δια του Μεσσίου Ιησού η βασιλεία του θεού ήλθε και έμελλε να κηρυχθή εις όλα τα έθνη. Εάν δε αναφέρη και την εις τας μυροφόρους εμφάνισιν, πράττει τούτο ίνα επαναληφθή η προς τους Αποστόλους εντολή, όπως μεταβώσιν εις την Γαλιλαίαν.
Ο Μάρκος έγραφε δια τους Ρωμαίους και είχεν ως σκοπόν συγγραφικών ν” αποδείξη ότι ο Ιησούς ήτο υιός του θεού. Η προδηλοτέρα δ” απόδειξις τούτου ήτο η ανάστασις. Εντεύθεν ο Μάρκος σημειοί ιδιαιτέρως, ότι ο θάνατος του Ιησού εβεβαιώθη δια πληροφορίας δοθειςης υπό του κεντυρίωνος, ούτινος η μαρτυρία δια τους Ρωμαίους αναγνώστας θα παρουσιάζετο και ως μάλλον έγκυρος. Επί πλέον ενδιατρίβει υπέρ τους άλλους συνοπτικούς επί της ταφής και επί της διαπιστώσεως υπό των μυροφόρων, ότι ο τάφος ήτο κενός, ίνα επακολουθήση η περί αναστάσεως βεβαίωσις του νεανίσκου.
Ο Λουκάς έγραφε δι” Έλληνας, οι οποίοι δεν επίστευον εις ανάστασιν νεκρών. Δεν αναφέρει δια τούτο τας εις τας γυναίκας εμφανίσεις, διότι παρ” Έλλησι των γυναικών η μαρτυρία δεν ήτο έγκυρος ουδ” ελαμβάνετο υπ” όψει ενώπιον των δικαστηρίων. Επιμένει εις το ότι ο Ιησούς ενεφανίζετο εις τους μαθητάς του επί τεσσαράκοντα ημέρας. Επειδή δε οι δυσπίστως έχοντες προς την ανάστασιν Έλληνες ηδύνατο να υποθέσωσιν, ότι ο εμφανιζόμενος εις τους μαθητάς δεν ήτο ο Ιησούς αλλά φάσμα τι η ψυχή μη φέρουσα σώμα, περιγράφει την εν Ιεροσολύμοις λαβούσαν χώραν εμφάνισιν εις τους ένδεκα, καθ” ην ούτοι και δια της ψαύσεως, αλλά και δια της βρώσεως του τεμαχίου του οπτού ιχθύος επειςθησαν, ότι ο Ιησούς είχε σάρκα και οστά. Δεν αναφέρει δε ουδεμίαν των εν Γαλιλαία εμφανίσεων, διότι το γενικόν σχέδιον είναι ν” αφηγηθή την δράσιν του Κυρίου πρώτον εν Γαλιλαίοι, είτα να παρουσιάση αυτόν εις Ιεροσόλυμα πάσχοντα και ανισταμένον και ακολούθως να εμφανίση το Ευαγγέλιον αυτού από Ιεροσολύμων κομιζόμενον εις τον κόσμον ολόκληρον και εγκαθιστάμενον εν αυτή τη Ρώμη. Ότι εγνώριζε και τας εις Γαλιλαίαν εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου, δυνάμεθα να εικάσωμεν τούτο εκ του ότι ο Λουκάς ήτο μαθητής του Παύλου, ο οποίος κατά κοινήν ομολογίαν εγνώριζε την Γαλιλαϊκήν παράδοσιν. Αλλ” ο Λουκάς, εφ” όσον έφερε τον Ιησούν εις Ιεροσόλυμα, δεν θέλει να επαναφέρη αυτόν εις Γαλιλαίαν. Εντεύθεν και παραλείπει εκ των λόγων, τους οποίους ο άγγελος είπεν εις τας μυροφόρους, το παρά Μάρκω και Ματθαίω μαρτυρούμενον «προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν».
Ο Ιωάννης τέλος γράφει και αυτός προς Έλληνας. Παρουσιάζει δια τούτο την ιστορίαν της αναστάσεως καθ” όλην την εξέλιξιν αυτής. Πρωτίστως παρέχει τα πειστήρια τα πείθοντα, ότι ο Ιησούς απέθανε. Διαπιστοί ο ίδιος το κενόν του τάφου και εν ταις εμφανίσεσιν εκθέτει λεπτομερείας, εκ των οποίων βεβαιούται, ότι το σώμα του αναστάντος Κυρίου ήτο πραγματικόν και δη αυτό τούτο το επί του σταυρού.
Ούτω εσχηματίσθησαν εν ταις ευαγγελικαίς αφηγήσεσι τα διάφορα κενά και ιδιάζουσαι παρ” ενί εκάστω των ευαγγελιστών λεπτομέρειαι και διαφάραι, αι οποίαι δεν καταλήγουσιν εις αντιφάσεις η πραγματικήν ασυμφωνίαν, αλλά παρουσιάζουσι τας αφηγήσεις κεχωρισμένας και ανεξαρτήτους αλλήλων. Δεν έχομεν ενώπιον μας μάρτυρας κατά προμεμελετημένον σχέδιον και προκατηρτισμένην συμφωνίαν ομιλούντας. Έκαστος ομιλεί ανεξαρτήτως των λοιπών, χωρίς να επιζητή, όπως συμφωνήση προς τους συναδέλφους του η όπως μη φανή διαφωνών και αντιλέγων προς αυτούς. Εν άλλαις λέξεσιν οι ευαγγελισταί παρουσιάζουσιν ουχί επιτετηδευμένην τίνα συμφωνίαν, αλλά συμφωνίαν αφελεστάτην και φυσικωτάτην. «Προδήλως, λέγει ο Godet, ουδεις είχε κρατήσει πρωτόκολλον ακριβές περί παντός ό,τι είχε συμβή κατά τας μετά την ανάστασιν ημέρας. Έκαστος ευαγγελιστής ήντλησεν εκ του θησαυρού των κοινών αναμνήσεων ό,τι αυτός εθεώρει σπουδαιότερον, και ανέγραψεν ό,τι ανταπεκρίνετο καλύτερον προς τον σκοπόν του συγγράμματός του. Δεν εσκέφθη ποτέ τας αντιρρήσεις της μεταγενεστέρας κριτικής. Η απλότης είναι θυγάτηρ της καλής πίστεως»([23]).
5. Ο χαρακτήρ των εμφανίσεων του Χριστού. Το φυσικόν και ανεπιτήδευτον, αλλά και αρμονικόν συγχρόνως της συμφωνίας ταύτης καθίσταται έτι μάλλον φανερόν, εάν ηθέλομεν σπουδάσει τον χαρακτήρα των εμφανίσεων του αναστάντος Ιησού. Εις τας πρώτας εμφανίσεις του (εις τας μυροφόρους, εις τους εις Εμμαούς πορευομένους, εις τον Πέτρον, εις τους δέκα) έχει ενώπιόν του ο Χριστός καρδίας συντετριμμένας υπό το κράτος της θλίψεως, αποτεθαρρημένας τελείως, τας οποίας παρηγορεί και ενθαρρύνει. Εις τας ευθύς επομένας (εις τον θωμάν, παρά την Τιβεριάδα, εις τον Ιάκωβον, εν μέρει δε και εν τω όρει της Γαλιλαίας) στηρίζει τους μαθητάς εις τρόπον ώστε να εμμένωσιν αδιάσειστοι εις την πίστιν της αναστάσεως και αναθέτει εις αυτούς την αποστολικήν διακονίαν προσθέτων και έτερον διάσημον μέλος, τον Ιάκωβον, εις την αποστολικήν χορείαν. Τέλος δε εις τας δύο άλλας (εις το όρος της Γαλιλαίας και εις την Βηθανίαν) σκορπίζει τας ευλογίας αυτού εις τους Αποστόλους του και εις ολόκληρον την πρώτην Εκκλησίαν, ήτις ευρίσκεται συνηθροισμένη εκεί, αφίνει εις αυτούς τον τελευταίον χαιρετισμόν και τας τελευταίας παραγγελίας και επαγγελίας αυτού.
Τοιουτοτρόπως εις μεν τας πρώτας εμφανίσεις του ο Ιησούς π α ρ η γ ο ρ ε ί· εις τας ευθύς επομένας στηρίζει εις την πίστιν· εις τας τελευταίας δε προσελκύει τα βλέμματα των μαθητών εις το μέλλον και παρασκευάζει αυτούς εις το μέγα έργον, δια το οποίον τους είχε προορίσει. «Ακριβώς κατ” αυτόν τον τρόπον έπρεπεν ο Χριστός να ομιλήση και να ενεργήση, εάν πραγματικώς ενήργησε και ελάλησεν ως αναστάς», λέγει ο Godet ([24]). Ο δε Gess προσθέτει τα εξής αξιοσημείωτα: «Η πρόοδος αυτή εις τας εμφανίσεις, η τόσον σοφώς κατά βαθμούς χωρήσασα, δεν επιτρέπει να αποδώσωμεν εις τας εμφανίσεις του Ιησού αρχήν καθαρώς υποκειμενικήν. Εάν όλαι αι εμφανίσεις εξιστορούντο υπό ενός ευαγγελιστού, θα ηδύνατο τις να υπόθεση, ότι ο συγγραφεύς ομιλεί συμφώνως προς σχέδιον τόσον καλώς διατεταγμένον. Αφού όμως η βαθμιαία αυτή πρόοδος των εμφανίσεων εξάγεται εκ του συνδυασμού του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου Ευαγγελίου, τοιαύτη τις εξήγησις αποκλείεται» ([25]).
Ικανά ταύτα, ίνα παρουσιάσωσιν εις ημάς τας ευαγγελικάς αφηγήσεις ου μόνον επί της καλής πίστεως στηριζομένας, αλλά και προς αυτήν την πραγματικότητα πλήρως ανταποκρινομένας.
([1]) Das Wassen des Christentums, αγγλ. μεταφ. σελ. 153 και εξής.
([2]) Ο Ε. Reuss (Histoire evangelique… Le Nouveau Testament I, Paris 1876 σελ. 701), περί ου ουδείς θα εδικαιούτο να έπη ότι κρίνει μετά προκαταλήψεως, αναγνωρίζει την τοιαύτην σπουδαιότητα της μαρτυρίας του Παύλου παρατηρών παρά τας εμφανείς ορθολογιστικάς τάσεις αυτού τα εξής: «Και εάν ακόμη ουδέν εκ των ευαγγελίων μας δεν θα είχε δια την αφήγησίν του την εγγύησιν μαρτυρίας αυτού του αμέσου, θα έμενεν η μαρτυρία του Παύλου, ούτινος αι βεβαιώσεις δεν δύνανται να είναι παρά επανάληψις των βεβαιώσεων των προσώπων εκείνων, τα οποία ο Παύλος κατονομάζει εν τη μαρτυρία αυτού. Θα ηδυνάμεθα ν’ αναγνωρίσωμεν, ότι πολλά πράγματα εν τη εξιστορήσει ταύτη είναι δι’ ημάς ακατανόητα· ότι δεν θα επιτύχωμεν ποτέ να μας δοθή εξήγησις περί της φύσεως της υπάρξεως του αναστάντος Ιησού· ότι το λογικόν μας σταματά, οσάκις αποπειράται να εννοήση και να εναρμονίση τα στοιχεία των διαφόρων αφηγήσεων. Παρά ταύτα θ’ απέμενε πάντοτε το αδιαμφισβήτητον γεγονός, ότι η εκκλησία εθεμελιώθη επί του θεμελίου τούτου, ότι είναι λοιπόν, ίνα ούτω είπωμεν, μια ζώσα διαπίστωσις αυτού και κατά αλήθειαν εξήλθεν αυτή εκ του τάφου του Χριστού, μετά του οποίου κατά πάσαν πιθανότητα θα ήτο άλλως τεθαμμένη εκεί δια παντός.
([3]) Παρά Turton μν. έργ. σελ. 370.
([4]) Προβλ. F. H. Chase εν τοις Cambridge Theological Essays, London 1905 σελ. 392.
([5]) Το εν τη Δύσει γνωστόν υπό το όνομα αποστολικόν σύμβολον τοποθετείται υπό των κριτικών μεταξύ του 100-150. Ούτω ο μεν Kattenbusch, συγγραφεύς της αξιοθαύμαστον φιλοπονίαν ελεγχούσης μελέτης Das Apost. Symbolum (Leipzig 1894, 1898) ανάγει αυτό εις το 100, ο δε Harnack (εν άρθρω Apost. Symbol. εν τη Εγκυκλοπ. του Herzog) τοποθετεί τούτο εις το 150. Αμφότεροι οι συγγραφείς ούτοι φρονούσιν, ότι το σύμβολον τούτο εκομίσθη εις την ανατολήν περί το 270 και εξ’ αυτού προήλθον διάφορα ανατολικά σύμβολα, εν οις και το της Νικαίας. Ο Loofs όμως (εν άρθρω αυτού εν Gottingische Gelehrte Anzeigen του 1895) υποστηρίζει, ότι τα της Ανατολής σύμβολα τα ομοιάζοντα προς το λεγόμενον αποστολικόν είναι παράλληλα προελθόντα εκ συμβόλου τινός της Μ. Ασίας. Αξιοσημείωτον τυγχάνει, ότι εις τα σύμβολα ταύτα απαντάται κατά γενικόν κανόνα η φράσις «τη τρίτη ημέρα», εις τα πλείστα δε τούτων ως εις το της Νικαίας και η φράσις «κατά τας Γραφάς». Λεπτομέρεια τοιαύτη ως η εκφραζόμενη δια της φράσεως «τη τρίτη ημέρα» δεν συνέτρεχεν ουδείς λόγος να δημιουργηθεί και να διατηρηθεί μετά τόσης επιμελείας εις πάντα τα σύμβολα, ούτε πάλιν εξηγείται η στερεότυπος επανάληψις της φράσεως «κατά τα Γραφάς» εις τα πλείστα των συμβόλων, εάν αμφότεραι αι φράσεις αύται δεν είχον αποστολικήν την προέλευσιν και δεν προήρχοντο εκ του αρχεγόνου και παλαιοτάτου συμβόλου.
([6]) Η αξία της μαρτυρίας του Παύλου δεν δύναται να μειωθή, εάν το όλον τούτο τεμάχιον της Α’ προς Κορινθίους προσλαμβάνη χαρακτήρα θεολογικόν. Πλεισταχού ο Παύλος δεν ποιείται διάκρισιν των στοιχείων απολογητικής, στηριζομένης επί ιστορικών τεκμηρίων, και θεολογίας. Όπως δε δεν θα ηδύνατο τις ν’ αμφισβήτηση την μαρτυρίαν του Παύλου περί του θανάτου του Χριστού, επί τω λόγω ότι παρουσιάζεται ο θάνατος ούτος υπό του Παύλου ως απολυτρωτικός, ούτω δεν δύναται να προσβάλη και την περί αναστάσεως μαρτυρίαν, επειδή παρουσιάζει ταύτην ο Παύλος ως εγγύησιν και προοίμιον της αναστάσεως πάντων ημών.
([7]) Resurrection and Ascension Narratives εν Ε. Β. Του T. Cheyne IV στήλη 4086.
([8]) Dogme et Critique, Paris 1907 σελ. 224.
([9]) E. Renan, Histore du people d’ Israel τόμ V. Paris 1891 σελ. 421.
([10]) Εις την εν τω όρει της Γαλιλαίας σημειωθείσαν εμφάνισιν του Ιησού φαίνεται, ότι εκτός των αποστόλων ήσαν και άλλοι παρόντες. Διότι ο Ματθαίος ομιλών περί των αισθημάτων των μαθητών κατά την ώραν της εμφανίσεως λέγει «οι δε εδίστασαν». Ο δισταγμός ούτος εξηγείται φυσικώτατα, εάν ληφθεί ως δεδομένον, ότι ο κύκλος των μαθητών κατά την στιγμήν εκείνην ήτο πολυπληθής. Φυσικόν ήτο οι απώτερον και ουχί εγγύς προς τον εμφανιζόμενον διδάσκαλον ευρισκόμενοι να διστάσωσιν περί του αν ήτο αυτός. Υπερπεντακόσιοι άνθρωποι συνωθούμενοι περί πρόσωπόν τι δεν βλέπουσιν αυτό εξ ίσου πάντες. ‒ Έπειτα το ότι ως τόπος κατάλληλος δια την εμφάνισιν ταύτην εξελέγη το όρος της Γαλιλαίας, συνηγορεί και τούτο υπέρ της παραδοχής, ότι περισσότεροι των ένδεκα ευρίσκοντο εκεί. Εάν επρόκειτο μόνον δια τους ένδεκα, τόπος κατάλληλος δια την εμφάνισιν ηδύνατο να είναι ο στενός χώρος ενός δωματίου. ‒ Εις ταύτα δέον να προστεθή και το γεγονός, ότι εν τη Γαλιλαία, όπου εσημειώθη η εμφάνισις αύτη, πλείστοι υπήρξαν οι απ’ αρχής ενωτισθέντες μετ’ ένθουσιασμού των ρημάτων του διδασκάλου. Εκεί ο Ιησούς είχε πολύ περισσότερους οπαδούς ή όσους εν Ιεροσολύμοις. Δι’ αυτό τούτο παρεσκευάσθη η εμφάνισις αύτη εν τω όρει της Γαλιλαίας, ίνα παρίστανται εν αυτή και πάντες οι εκ Γαλιλαίας πιστοί (Turton μν. εργ. σελ. 371 και Godet, La resurrection de Jesus- Christ σελ. 9).
([11]) Ο Παύλος εν τη Α’ προς Κορινθίους δεν ομιλεί ως ιστορικός. Έγραφεν, ίνα αποδείξη την διδασκαλίαν της καθολικής αναστάσεως και το γεγονός της αναστάσεως του Χριστού αποτελεί εν εκ των επιχειρημάτων του. Την έκθεσιν λοιπόν των κατά την ανάστασιν του Κυρίου συνέστειλεν εις ότι ήτο αναγκαίον και επαρκές δια την απόδειξίν του. Η εν Α’ προς Κορινθίους μαρτυρία του δε είναι ούτω διατετυπωμένη, ώστε δεν αποκλείει την ύπαρξιν και άλλων εμφανίσεων του αναστάντος Κυρίου εκτός των μνημονευομένων υπ’ αυτού. Πράγματι, ως ορθώς παρατηρεί ο F. H. Chase (ενθ’ ανωτ. σελ. 396), το «έπειτα» εν τω χωρίω της Α’ προς Κορινθίους («ώφθη Κηφά, ε ί τ α τοις δώδεκα· έ π ε ι τ α ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ… έ π ε ι τ α ώφθη Ιακώβω…») σημείοι την τάξιν των εμφανίσεων, δεν αποκλείει όμως την ύπαρξιν και άλλων εμφανίσεων κατά τα παρεμπίπτοντα μεταξύ των μνημονευομένων εμφανίσεων διαστήματα. Τούτο αναγνωρίζεται και υπ’ αυτού του Loisy ομολογούντος, ότι ο απόστολος προτίθεται «να δηλώση τας κ υ ρ ί α ς εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού» (Les Evangiles synoptiques II σελ. 738). Ο Παύλος απαριθμεί μόνον τας εμφανίσεις εκείνας, αι οποίαι είχον εκλεγή ειδικώς, ίνα είναι μαρτυρία περί της αναστάσεως, επειδή τούτων θα ηδύνατο υπέρ πάσαν άλλην να γίνη επίκλησις δημοσία. Η εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, η εις τας μυροφόρους και η εις Εμμαούς δεν μνημονεύονται, διότι εκτός του ότι η μαρτυρία των γυναικών εν τω εθνικώ κόσμω δεν ελαμβάνετο σοβαρώς υπ’ όψει, αλλά και οι εις ους εγένοντο αι εμφανίσεις αύται δεν διεκρίνοντο ως αρχηγοί ή γνωστοί κήρυκες εν τη πρώτη χριστιανική γενεά.
([12]) L. de Grandmaison ένθ’ ανωτ. 1488.
([13]) Die Auferstehung Christi, Tühingen 1905 σελ. 14.
([14]) L. de Grandmaison ένθ’ αν.
([15]) DA 1489.
([16]) Ιδού πώς το κατά Πέτρον απόκρυφον ευαγγέλιον αφηγείται τα κατά την ανάστασιν του Ιησού (ε’ 35-45): «Τη δε νυκτί η επέφωσκεν η Κυριακή, φυλασσόντων των στρατιωτών ανά δυο-δυο κατά φρουράν, μεγάλη φωνή εγένετο εν τω ουρανώ και είδον ανοιχθέντας τους ουρανούς και δύο άνδρας κατελθόντας εκείθεν πολύ φέγγος έχοντας και εγγίσαντας τω τάφω. Ο δε λίθος εκείνος ο βεβλημένος επί τη θύρα αφ’ εαυτού κυλισθείς απεχώρησε παρά μέρος και ο τάφος ηνοίγη και αμφότεροι οι νεανίσκοι εισήλθον. Ιδόντες ουν οι στρατιώτσι εκείνοι εξύπνησαν τον κεντυρίωνα και τους πρεσβυτέρους· παρήσαν γαρ και αυτοί φυλάσσοντες. Και εξηγουμένων αυτών α είδον πάλιν ορώσιν εξελθόντας από του τάφου τρεις άνδρας, και τους δύο τον ένα υπορθούντας και σταυρόν ακολουθούντα αυτοίς, και των μεν δύο την κεφαλήν χωρούσαν μέχρι του ουρανού, του δε χειραγωγουμένου υπ’ αυτών υπερβαίνουσαν τους ουρανούς. Και φωνής ήκουον εκ των ουρανών λεγούσης· Εκήρυξαν τοις κοιμωμένοις· και υπακοή ηκούετο από του σταυρού, το Ναι. Συνεσκέπτοντο ουν αλλήλοις εκείνοι απελθείν και εμφανίσαι ταύτα τω Πιλάτω. Και έτι διανοουμένων αυτών φαίνονται πάλιν ανοιχθέντες οι ουρανοί και άνθρωπος τις κατελθών και εισελθών εις το μνήμα. Ταύτα ιδόντες οι περί τον κεντυρίωνα νυκτός έσπευσαν προς Πιλάτον». (Έκδοσις O. von Gebhadt, Leipzig 1893 σελ. 45-46).
([17]) Resurrection… narratives εν Encyclopaidia Biblica του Cheyne et Black τόμ. IV στηλ. 4047.
([18]) Jacquier – Bourchany ένθ’ ανωτ. σελ. 37.
([19]) Ένθ’ ανωτ. σελ. 41 (La resurrection de Jésus – Christ. Les miracles evangeliques, Jacquier- Bourchany, Paris 1911).
([20]) Commentaire sur l’ evangile de sain Jean έκδ. γ’ τόμ. III σελ. 634.
([21]) Εις την οξείαν διάκρισιν των δύο τούτων παραδόσεων προσέφυγον οι αρνηταί της αναστάσεως του Κυρίου, ίνα εξηγήσωσι πιθανοφανέστερον, πως προήλθεν ο περί της αναστάσεως μύθος. Η εν Ιεροσολύμοις ταφή του Κυρίου καθίστα δύσκολον την παραπλάνισην της φαντασίας των μαθητών, εφ’ όσον διέμενον εν τη πόλει ταύτη, διότι ήτο ευέλεγκτος η πλάνη αυτών, ευθύς ως θ’ αντίκρυζον ούτοι τον τάφον του Κυρίου. Ως εκ τούτου υπεστηρίχθη εξ ενός μεν, ότι αι περί ταφής του Κυρίου υπό του Ιωσήφ και Νικοδήμου και περί επισκέψεως του τάφου αυτού υπό των μυροφόρων, καθώς και αι περί κενού τάφου αφηγήσεις των ευαγγελιστών είναι μύθοι, ούτω δ’ εκλαμβάνουσιν αυτάς οι Schmiedel (Encyclop. Biblica εν αρθ. Resurrection… τόμ. IV στήλη 4066 και εξής), Α. Meyer (Die Auferstehung Christi σελ. 117 και εξής) και ο Loisy (Jesus et la tradition evangelique Paris 1910 σελ. 205) εξ’ ετέρου δε, ότι αι εμφανίσεις του Ιησού εσημειώθησαν εν Γαλιλαία μόνον, κατά χρόνον ακαθόριστον μετά τον θάνατον αυτού. Πρώτος ο Πέτρος είδεν ημέραν τινά περί τας πρώτας αυγάς ταύτης τον διδάσκαλόν του, καθ’ ον χρόνον ηλίευεν επί της λίμνης της Τιβεριάδος. Ο Πέτρος, όστις ήτο οπτασιαστής, έσχεν ίσως επανειλημμένας οπτασίας του Ιησού και μετέδωκε την περί αναστάσεως του Ιησού σχηματισθείσαν ούτω πίστιν του και εις τους ένδεκα. Της πρώτης ωθήσεως δοθείσης, η πίστης αύτη ηύξησεν υπ’ αυτής της ανάγκης, την οποίαν ησθάνοντο οι μαθηταί να ενισχυθώσιν εν αυτή. Υποβλεφθέντες δ’ ούτω υπό του Πέτρου και οι ένδεκα επίστευσαν, ότι είδον και αυτοί τον Ιησούν και επανήλθον εις τα Ιεροσόλυμα μετά τινα χρόνον, ίνα αναγγέλωσι την ανάστασιν του Διδασκάλου των. Τοιούτον υπήρξε το πρώτον στάδιον της μορφώσεως της περί αναστάσεως του Ιησού παραδόσεως. Αλλά μετ’ ολίγον υπό την επίδρασιν της πολεμικής προς τους Ιουδαίους, τους αμφισβητούντας την ανάστασιν, αλλά και της φαντασίας του πλήθους των πρώτων χριστιανών ανεπτύχθη διαμορφωθείσης και της Ιεροσολυμιτικής παραδόσεως, η οποία ομιλεί περί ταφής του Ιησού εις ίδιον μνημείον, περί ανευρέσεως του μνημείου τούτου κενού, περί επισκέψεως αυτού υπό των μυροφόρων, περί εμφανίσεως αγγέλων βεβαιούντων, ότι ο Ιησούς ανέστη, περί εμφανίσεως του αναστάντος κατ’ αυτήν την πρώτην ημέραν της αναστάσεως εις τας μυροφόρους και εις τους ένδεκα, περί προσκλήσεως των τελευταίων τούτων υπ’ αυτού, όπως ψαύσωσι τας χείρας του και την πλευράν του κλπ. Πάσαι αύται αι διηγήσεις δημιουργηθείσαι κατά διαφόρους εποχάς προς σκοπούς απολογητικούς είναι κατά τους τοιαύτα διατεινομένους ορδολογιστάς άνευ βάσεως ιστορικής και επενοήθησαν ινα δι’ αυτών στηριχθή επί μάλλον η πίστις εις την ανάστασιν του Ιησού. Αγνοούνται δε και υπό του Παύλου, ο οποίος ούτε τας εμφανίσεις εις τας μυροφόρους γνωρίζει, ούτε περί κενού τάφου και περί φρουράς τεθείσης εν αυτώ ομιλεί, αλλά μόνον περί των εν Γαλιλαία εμφανίσεων εις τον Πέτρον και εις τους λοιπούς αποστόλους και μαθητάς μαρτυρεί. Εις τους ασυστάτους τούτους ισχυρισμούς δίδεται μεν ανωτέρω η απάντησις, θα δοθή δε και κατωτέρω, και μόνον ως προς τον τελευταίον τούτον, τον αφορώντα εις τον Παύλον Ισχυρισμόν, θα ηρκούμεθα να σημειώσωμεν την ομολογίαν του Loisy, καθ’ ην «καίτοι ο Παύλος δεν δεικνύει ούτε τον τόπον ούτε τον χρόνον των εμφανίσεων, παρέχει επαρκώς να εννοήσει τις ότι εγένοντο αύταις εις μέρη διάφορα και κατά ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, μάλλον ή ήττον άνισα και μεμακρυσμένα» (Les Evangiles synoptiques II σελ. 739). Αλλ’ εάν αι εμφανίσεις του Ιησού εγένοντο και κατά τον Loisy εις διάφορα μέρη, διατί εκ των μερών τούτων θ’ αποκλείσωμεν τα Ιεροσόλυμα; Άλλως τε και ο Παύλος, μολονότι δεν καθορίζει τον τόπον των εμφανίσεων του Ιησού, φαίνεται, ότι δεν αγνοεί και τας εν Ιεροσολύμοις εμφανίσεις. Η εις τον Σίμωνα Πέτρον και τους ένδεκα εμφανίσεις είναι αι αυταί περί των οποίων ομιλεί ο Λουκάς, ενώ η εις τους πεντακοσίους φαίνεται να είναι η εις το όρος της Γαλιλαίας. Ο Παύλος λοιπόν είναι, όπως και ο Ιωάννης, αντιπρόσωπος αμφοτέρων των παραδόσεων.
([22]) Jncquier – Bourchany ένθ ανωτ. σελ. 116.
([23]) Gorlet, Commentaire sur l’ Evangile de Saint Jean 3erne edition t. II p. 655.
([24]) ένθ’ ανωτ.
([25]) Gess, Christi Zeugniss I σελ. 193-194. πρβλ. και Ε. Beuss, Histoire evangelique § 118.
Β) Η αξιοπιστία των μαρτύρων της Αναστάσεως.
Μολονότι δι’ όσων είπομεν αι περί της αναστάσεως μαρτυρίαι παρουσιάζονται ανώτεραι πάσης υπονοίας και αδιάσειστοι εις κύρος ιστορικόν και εις αυθεντίαν γνησιότητος, δεν θεωρούμεν περιττόν να εξετάσωμεν και τας αντιρρήσεις, τας οποίας εκάστοτε προέβαλον οι πολέμιοι του ιστορικού γεγονότος της αναστάσεως, παρέχοντες ούτω την ευκαιρίαν εις τον φίλον· αναγνώστην, ίνα κρίνη μόνος περί του ποία πλάστιγξ κρατεί της αληθείας το άσταθμον βάρος.
Δύο τίνα ενδέχεται να συμβαίνουν, καθ’ ην περίπτωσιν η μαρτυρία περί της αναστάσεως δεν είναι κατά πάντα αληθής. Οι μάρτυρες της αναστάσεως ή από σκοπού και εκ προ μελέτης λαλούσι το ψεύδος, οπότε δεν είναι παρά ελεεινοί ψεύσται, ανάξιοι όχι μόνον της εμπιστοσύνης μας, αλλά και οιασδήποτε δικαιολογίας ή επιεικείας· ή απεπλανήθησαν και αυτοί, εν χρηστώ δε συνειδότι πλέον λαλούσι περί εκείνου, το οποίον υποκειμενικώς μεν, όσον αφορά εις αυτούς, είναι αληθές, αντικειμενικώς όμως δεν είναι πραγματικόν. Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν είναι μεν ανάξιοι της εμπιστοσύνης μας, συγχρόνως όμως δεν παύουσι να είναι άξιοι των συμπαθειών μας, αυτού ακόμη του θαυμασμού μας. Εάν επλανήθησαν, η πολιτεία των όμως υπήρξε πολιτεία ανθρώπων ευσυνειδήτων.
Ας εξετάσωμεν τας υποθέσεις ταύτας και ας ίδωμεν κατά πόσον εκάστη εξ αυτών δύναται να στηριχθή επί βάσεως βεβαίας η έστω και πιθανής.
α) Οι μάρτυρες της Αναστάσεως δεν είναι ψεύσται.
Την πρώτην εκ των ανωτέρω υποθέσεων υιοθέτησαν πρώτοι οι Ιουδαίοι, οίτινες κατά τον Ματθαίον έπεισαν τους εις τον τάφον του Ιησού φρουρήσαντας στρατιώτας να είπωσιν, ότι «οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων» (Ματθ. κη” 13). Εκ των νεωτέρων ο Reimarus (εις τα Wolfenbuetteler Fragmente eines ungenanntenn), μολονότι αναγνωρίζει, ότι η υπό των μαθητών κλοπή του σώματος του Ιησού είναι όλως απίθανος ([1]), εν τούτοις διατείνεται, ότι οι μαθηταί επενόησαν τον μύθον της αναστάσεως δια να αναστηλώσωσι το οικοδόμημα των ελπίδων αυτών, τας οποίας έβλεπον κατερειπουμένας δια του θανάτου του Διδασκάλου των. Κατά τους μετέπειτα χρόνους η υπόθεσις αυτή παρουσιάσθη υπό διαφόρους μορφάς. Ούτω η υπεξαίρεσις του σώματος του Ιησού υπό μεν του Renan απεδόθη εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, υπό δε των Oskar Holtzmann ([2]), Η. Holtzmann ([3]) και W. Heitmuller ([4]) εις τον Ιωσήφ τον από Aριμαθαίας, συγκατατεθέντα μεν όπως προσωρινώς τοποθετηθή εν τω οικογενειακώ του τάφω το σώμα του Ιησού, αλλά μη θελήσαντα εν τέλει να τηρηθή εκεί διαπαντός το πτώμα ενός κατάδικου ή και επιζητήσαντα να ασφαλίση αυτό κατά πάσης βεδηλώσεως, δι’ ο και εφρόντισεν όπως μεταφερθή τούτο εις Αριμαθαίαν· και υπό του Α. Reville ([5]) εις τούς Ιουδαίους ή εις τους ανθρώπους του συνεδρίου επί τω σκοπώ όπως προληφθή να καταστή ο τάφος τόπος προσκυνήματος υπό των μαθητών και άλλων θιασωτών του Ιησού.
Αλλ’ η περί κλοπής ή υπεξαιρέσεως του σώματος θεωρία ουδ” ως αξία συζητήσεως υπόθεσις δύναται να θεωρηθή, ως άλλως τε εμφαίνεται εκ του ότι και αυτοί οι ριζοσπαστικώτεροι των νεωτέρων ορθολογιστών απεκήρυξαν ταύτην ([6]). Θα ηδύνατο εν τούτοις να παρατηρηθή κατά της υποθέσεως ταύτης, ότι:
1) Εμπεριέχει αντίφασιν.
Αφού οι στρατιώται εκοιμώντο, πώς θα ήτο δυνατόν να χρηματίσωσι μάρτυρες αξιόπιστοι, αφού ούτε είδον, ούτε ήκουσαν, ούτε άλλως πως δια των αδρανουσών υπό το κράτος του ύπνου αισθήσεων αυτών αντελήφθησαν, τι συνέβη δια να κενωθή ο τάφος; ([7]).
2) Aπoκηρύττεται από την στάσιν των αρχόντων.
Αληθώς, ούτε η φρουρά του τάφου εισήχθη εις δίκην, μολονότι οι Ρωμαϊκοί νόμοι ετιμώρουν αυστηρώς τους παραμελούντας το καθήκον αυτών φύλακας (Πράξ. ιβ” 19), ούτε κατά των μαθητών εστήθη ποτέ επισήμως κατηγορία τις, ότι διαρρήξαντες τας επί του τάφου σφραγίδας έκλεψαν το σώμα του φρουρούμενου νεκρού.
Το επιχείρημα τούτο προσλαμβάνει ιδιάζουσαν σοβαρότητα κατά της υποθέσεως, ότι η κλοπή διενηργήθη υπό ανθρώπων του συνεδρίου, ως υπεστήριξεν ο Reville. Πράγματι, καθώς παρατηρεί ο V. Rose ([8]), όταν οι Απόστολοι εκήρυττον δημοσία την ανάστασιν, ήτο όλως απίθανον, ότι τα μέλη του συνεδρίου θα εσίγων και δεν θα έσπευδον να διαψεύσωσι τους Απόστολους επιδεικνύοντες το υπό την κατοχήν των πτώμα του Ιησού. «Είναι κατανοητόν, ερωτά ο Rose, ότι έναντι του κηρύγματος τούτου του μοναδικού περί της αναστάσεως ανθρώπου, τον οποίον ηθέλησαν να εξοντώσωσι σταυρούντες αυτόν, οι άρχοντες αυτοί οι μοχθηροί και γεμάτοι από περιφρόνησιν δια τον Ιησούν θα έμενον σιωπηλοί και αδρανείς; Το πειστήριον ήτο εις τας χείρας των· ηδύναντο να καταρρίψωσι δια μιάς μόνης χειρονομίας, δι” ενός λόγου, την νέαν πίστιν, της οποίας αι ραγδαίαι πρόοδοι ανησύχουν αυτούς και αφού εφόνευσαν τον προφήτην να καταρρίψωσιν εις ερείπια το έργον του διαπαντός. Εάν τα μέλη του συνεδρίου εσιώπησαν, εάν δεν αντέταξαν την παταγώδη ταύτην διάψευσιν, έπραξαν τούτο, διότι δεν ήσαν εις θέσιν να παράσχωσιν αυτην» ([9]).
3) Καθίσταται απίθανος ένεκα του δυσκόλου της κλοπής.
Αυτός ο Reimarus ερωτά ([10]), πού θα εύρισκον το θάρρος οι μαθηταί του Ιησού δια να ενεργήσωσι τοιαύτην κλοπήν, μάλιστα κατά τας ημέρας του Πάσχα, καθ’ ας η πόλις και τα πέριξ αυτής κατεπλημμυρούντο από προσκυνητάς ([11]), των οποίων ο αριθμός υπερέβαινε κατά πολύ τα δύο εκατομμύρια; Εν μέσω τοιαύτης ανθρωποπλημμύρας πώς θα καθίστατο δυνατόν να τηρηθή μυστική η μεταφορά ενός νεκρού;
4) Εκρίθη υπό των συγχρόνων ανάξιος προσοχής.
Ο Ματθαίος αναγράφων την συκοφαντικήν μαρτυρίαν των φυλάκων του τάφου προσθέτει, ότι «διεφημίσθη ο λόγος ούτος παρ” Ιουδαίοις μ έ χ ρ ι τ η ς σ ή μ ε ρ ο ν» (Ματθ. κη” 15). Τοσούτον διεοπάρη η φήμη αυτή, ώστε μετά τριάκοντα ολόκληρα έτη από του θανάτου του Ιησού, οπότε συνεγράφη το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ο λόγος ούτος εξακολουθεί να διαφημίζεται. Και όμως κατέστη αδύνατον να κατισχύση και να γίνη πιστευτός. Εις αυτά τα Ιεροσόλυμα ολίγας μόλις μετά την σταύρωσιν εβδομάδας θεμελιούται η πρώτη εκκλησία αριθμούσα ολοκλήρους χιλιάδας μελών. Είκοσι δε μόλις έτη ύστερον ο Παύλος γράφει επιστολάς προς εκκλησίας εγκαθιδρυμένας εις αυτά τα επισημότερα κέντρα του τότε γνωστού κόσμου, εις την Κόρινθον και εις την Ρώμην. Εις τας πόλεις αυτάς ήνθει τότε ο αρχαίος πολιτισμός και το περί αναστάσεως κήρυγμα δεν ήτο δυνατόν να γίνη δεκτόν ανεξετάστως. Πάντως θα ευρίσκοντο πλείστοι, οίτινες θα εξήταζον μετ” επιμελείας την μαρτυρίαν του αποστολικού κηρύγματος, ήτις άλλως τε αφεώρα εις γεγονός υπερφυσικόν, ανθρωπίνως αδύνατον, άρα δε και ήκιστα πιθανόν. Και δεν ήτο λοιπόν δυνατόν οι απατεώνες να διαφύγωσι την έρευναν και εξέτασιν ταύτην, και να μη αποκαλυφθώσι δι’ αυτής. Παρά ταύτα εις τα κέντρα αυτά του τότε πεπολιτισμένου κόσμου, οι αποδεχθέντες το περί αναστάσεως κήρυγμα δεν παρουσιάζονται απλώς πολυάριθμοι, αλλά και πεπαιδευμένοι πολλοί εξ αυτών. Προ παντός η προς Ρωμαίους επιστολή δια του βαθέος περιεχομένου αυτής μαρτυρεί περί του ότι οι εν Ρώμη Χριστιανοί υπήρχον ουκ ολίγον ανεπτυγμένοι.
5) Καταρρίπτεται από το άσκοπον του μύθου της Αναστάσεως.
Αληθώς από τον μύθον της Αναστάσεως δεν θα περιέμενον τίποτε να κερδήσουν οι μαθηταί του Ιησού. Ήσαν μια δράξ ανθρώπων τόσον λιποψύχων, ώστε δεν είχον το σθένος να προλάβωσι τον σταυρικόν θάνατον του Διδασκάλου. Πώς λοιπόν τώρα θα επερίμεναν να πείσωσιν ολόκληρον τον κόσμον οι ολίγοι αυτοί περί του ότι ο Διδάσκαλος ανέστη; Προς τί να επιβιβασθώσιν επί μιας τοιαύτης εύθραυστου και απέλπιδος σχεδίας; ([12]).
6) Δεν εξηγεί την ψυχολογικήν μεταβολήν των Αποστολών.
Και ομολογουμένως· πώς οι τέως έμφοβοι Απόστολοι, οι διασκορπισθέντες επί τη εμφανίσει της σπείρας, οι συγκεκλεισμένοι εν τω οίκω αυτών δ ι α τ ο ν φ ό β ο ν τ ω ν Ι ο υ δ α ί ω ν, πώς δια μιας γίνονται γενναίοι και ατρόμητοι ενώπιον του λυσσώδους εκείνου όχλου των Ιουδαίων; Πώς αψηφούσι πάντα κίνδυνον και είναι έτοιμοι τα πάντα να υπομείνωσι δι” εκείνον, τον οποίον ζώντα ακόμη είχον αρνηθή; Πώς ο Ιάκωβος και ο Ιούδας, οι λεγόμενοι αδελφοί του Κυρίου, καθ’ ον χρόνον έζη ο Ιησούς, αρνούνται να πιστεύσωσιν εις αυτόν (Ιωαν. ζ” 6), τώρα δε, οπότε απέθανε, μεταβάλλονται εις ενθουσιώδεις κήρυκας της πίστεώς του; Αναμφιβόλως εσημειώθη εξαίσιον τι και θαυμάσιον γεγονός, ικανόν να συντελέση την αιφνιδίαν ταύτην και όλως απροσδόκητον μεταβολήν και αλλοίωσιν εις τα αισθήματα και τας ψυχικάς διαθέσεις των μαθητών, και το γεγονός τούτο είναι η ανάστασις του Ιησού.
7) Δεν συμβιβάζεται προς την αυταπάρνησιν τών Αποστόλων.
Ότι οι κήρυκες της αναστάσεως ήσαν εκτεθειμένοι εις πλείστους κινδύνους και εις δεινά και εις διωγμούς, είναι εκτός πάσης αμφισβητήσεως. Ο Παύλος απαριθμεί τα δεινά ταύτα επανειλημμένως εν ταις επιστολαίς του (Β” Κορινθ. ια” 23-27. Ρωμ. η” 35. Α” Κορινθ. δ” 9-13. Γαλάτ. α” 13 και στ” 17) και διακηρύττει περί εαυτού και των λοιπών συναδέλφων του, ότι θέατρον εγεγόνεισαν τω κόσμω, πάντων περίψημα εως άρτι. Αλλά και αι Πράξεις των Αποστόλων ουχί άπαξ παρουσιάζουσι τους Αποστόλους απειλούμενους και φυλακιζομένους και διωκομένους και κινδυνεύοντας. Πώς θα εξηγείτο η αυταπάρνησις και η αυτοθυσία των Αποστόλων, εάν το κήρυγμα της αναστάσεως ήτο μύθος επινοηθείς υπ’ αυτών; Αυτοθυσίαν και αυταπάρνησιν μόνον δια τας πεποιθήσεις αυτού είναι δυνατόν να επιδείξη τις. Οι μαθηταί έχουσιν απόλυτον πεποίθησιν, ότι ο διδάσκαλος ανέστη. Δεν αμφιβάλλουσι περί αυτού. Είναι ειλικρινείς και ευσυνείδητοι. Διότι άλλως θα ήτο αδύνατον να επιδείξωσι τόσον ηρωισμόν και τόσην αυταπάρνησιν. Ο Baur και ο Strauss, οι διαβόητοι ούτοι αρνηταί της Αναστάσεως, αναγνωρίζουσι τούτο. «Η ιστορία οφείλει να σημειώση, λέγει ο πρώτος, ότι δια την πίστιν των μαθητών η Ανάστασις του Ιησού Χριστού ήτο αλήθεια βέβαια και αδιάσειστος, Εις την πίστιν αυτήν ο Χριστιανισμός εύρε βάσιν στερεάν δι” όλην αυτού την Ιστορικήν εξέλιξιν» ([13]), «Ο ιστορικός οφείλει να αναγνωρίση, λέγει ο δεύτερος, ότι οι μαθηταί επίστευον αδιστάκτως ότι ο Ιησούς ανέστη και τούτο αρκεί τελείως να εξηγήση ό,τι έκαμαν και ειργάσθησαν ως Απόστολοι… Ότι ο απόστολος Παύλος ήκουσεν εκ του στόματος του Πέτρου, του Ιακώβου και άλλων ακόμη, ότι ενεφανίσθη εις αυτούς και ότι όλοι εκείνοι, καθώς και οι πεντακόσιοι αδελφοί υπήρξαν πλήρως πεπεισμένοι, ότι είχον ιδεί ζώντα τον Ιησούν, όστις είχεν αποθάνει, δεν προτιθέμεθα να το αρνηθώμεν» ([14]).
8) Δεν συμβιβάζεται προς την προφανή ειλικρίνειαν και αγιότητα των Αποστόλων.
Τον ευθύν και τίμιον μάρτυρα δεν είναι δύσκολον να διακρίνωμεν από του ανειλικρινούς και δολίου. Η ανθρώπινη ψυχή, ήτις επλάσθη δια την αλήθειαν, κατέχει και ιδιαιτέραν τινά αίσθησιν, δι” ης ουχί δυσκόλως διακρίνει τον μάρτυρα του ψεύδους από της αληθείας τον κήρυκα. Οι μάρτυρες λοιπόν της αναστάσεως, καθώς και οι κήρυκες του χυδαίου ψεύδους, το οποίον εχάλκευσαν οι γραμματείς και οι Αρχιερείς, εκρίθησαν από τους συγχρόνους. Συνέπεια δε της κρίσεως ταύτης υπήρξε να αναγνωρισθώσιν οι Απόστολοι ως ευθείς, ως ειλικρινείς, ως άγιοι άνδρες.
Φίλε αναγνώστα, δεν είναι δύσκολον και συ να σχηματίσης πεποίθησιν εξ ιδίας αντιλήψεως περί του χαρακτήρος των ανδρών τούτων, οίτινες εχρημάτισαν μάρτυρες της Αναστάσεως. Δεν είναι ανάγκη να ίδης αυτούς. Αρκεί να ανοίξης τα συγγράμματά των· αρκεί να αναγνώσης ολίγας γραμμάς από τας επιστολάς, τας οποίας έγραψαν ο Ιάκωβος, ο Πέτρος, ο Ιωάννης. Την θείαν πνοήν της αρετής των θα αντιληφθής παρευθύς και θα αισθανθής σεαυτόν εισαγόμενον δια της αναγνώσεως ταύτης εις σφαίραν τίνα ειλικρινείας και αγιότητος, από την οποίαν είναι αποκεκλεισμένη πάσα πανουργία και πας δόλος.
9) Αποκλείεται τελείως υπό της μαρτυρίας του Παύλου.
Η υπόνοια περί δολιότητος των Αποστόλων συντρίβεται κυριολεκτικώς, ευθύς ως ήθελεν αντικρύσει την μεγάλην φυσιογνωμίαν του Παύλου. Ποίος δεν αισθάνεται την υποχρέωσιν να αναγνωρίση την απόλυτον ειλικρίνειαν του μάρτυρος τούτου; Ουδείς απολύτως προηγούμενος δεσμός συνέδεεν αυτόν προς τον Εσταυρωμένον. Τουναντίον δε εν τω ου κατ” επίγνωσιν ζήλω του κατεδίωκε σφοδρώς τους οπαδούς αυτού. Προς τι λοιπόν να μας δολιευθή και ο μάρτυς ούτος; Το να κηρύττη ο Παύλος την ανάστασιν του Χριστού ισοδυναμεί προς το να καταδικάζη όλην την προγενεστέραν διαγωγήν του και προς το να απαρνηθή όλας τας τιμάς και την εν τω Ιουδαισμώ επιρροήν του, τα οποία η παίδευσίς του, η καταγωγή του, η ανατροφή του υπισχνούντο εις αυτόν. Και μόνον λοιπόν η εις Χριστόν επιστροφή ενός τοιούτου μάρτυρος, μόνη η μεταστροφή του Σαύλου εις Παύλον είναι αρκετή απόδειξις της αναστάσεως του Ιησού Χριστού ([15]). Μία τοιαύτη μεταστροφή δεν είναι δυνατόν να εξηγηθή φυσικώς. Αυτός ο πρώτος εισηγητής της φυσικής εξηγήσεως της επιστροφής του Παύλου, όστις δια να στηρίξη την εξήγησίν του ταύτην εζήτησε να παρουσιάση τον Παύλον ως φύσιν επιληπτικήν, ο Baur, εις τα τέλη της ζωής του ανεγνώρισε την πλάνην του και δεν εδυσκολεύθη να προβή εις την εξής ομολογίαν: «Δεν δυνάμεθα να ίδωμεν άλλο τι εν τη επιστροφή του Παύλου παρά εν θαύμα· ουδεμία ανάλυσις διαλεκτική η ψυχολογική δεν δύναται να διαλευκάνη το εσωτερικόν μυστήριον της πράξεως ταύτης» ([16]). Και εάν λοιπόν η επιστροφή του Παύλου αποτελή θαύμα, το θαύμα τούτο δεν δύναται άλλως να εξηγηθή παρά μόνον δια του θαύματος της αναστάσεως.
Τοιουτοτρόπως η πρώτη εκ των δύο υποθέσεων, δια των οποίων θα ηδύνατο να προσβληθή το κύρος της αναστάσεως, απεδείχθη όλως αβάσιμος. Απομένει ήδη η δευτέρα, καθ” ην οι μαθηταί απεπλανήθησαν και εδίδαξαν ως αληθές, εν χρηστώ συνειδότι πάντοτε, εκείνο, το οποίον αντικειμενικώς υπήρξε ψευδές. Η υπόθεσις αυτή διετυπώθη υπό διαφόρους μορφάς, τας οποίας ο φίλος ανογνώστης θα ίδη ευθύς κατωτέρω εκτιθεμένας και κρινομένας.
β) Οι μάρτυρες της αναστάσεως δεν απεπλανήθησαν.
 
Ι. Ο πραγματικός θάνατος του Ιησού.
Την υπόθεσιν, ότι οι κήρυκες της αναστάσεως υπήρξαν θύματα αθώας τινός πλάνης, υπεστήριξαν εκ των νεωτέρων πρώτοι οι Paulus, Herder, Schleiermacher, Hase ([17]) και άλλοι τινές, oλιγώτερον γνωστοί και διάσημοι. Ισχυρίσθησαν δε ούτοι, ότι ο Χριστός δεν είχεν αποθάνει επί του σταυρού, αλλά λιποθυμήσας περιήλθεν εις, βαθύν λήθαργον. Και όταν λοιπόν ετέθη εις τον τάφον, η δροσερότης του βράχου και των αρωμάτων η αναληπτική ευωδία επανέφερον αυτόν εις την ζωήν.
Τον ανεκάλεσαν εκ της λιποθυμίας. Και ο Χριστός ενεφανίσθη εις τους μαθητάς την τρίτην από της σταυρώσεως ημέραν, εσχημάτισαν δ” εκείνοι την πεποίθησιν, ότι ο Διδάσκαλος, τον οποίον ενόμιζον νεκρόν, ανέζησε και ανέστη. Και η υπόθεσις αύτη απεκηρύχθη ου μόνον υπό του Keim αποδείξαντος το σαθρόν ταύτης ([18]), αλλά και υπό πλείστον εκ των ριζοσπαστικωτέρων ορθολογιστών εν οίς και οι Schmiedel ([19]), Α. Meyer ([20]) και Strauss ([21]), του Αλβέρτου Reville χαρακτηρίσαντος ταύτην «πλοκήν φυσικών και ηθικών απιθανοτήτων» ([22]) (un tissu d” invraisemblances materielles et morales). Αποδεικνύεται δ” αύτη αβάσιμος όλως και αστήρικτος δια τους κάτωθι αδιασειςτους αληθώς λόγους:
1) Διότι αναιρείται από την αντίληψιν των πιστοποιησάντων τον θάνατον του Ιησού.
Είναι όλως απίθανον, ότι τόσα πρόσωπα, εχθροί και φίλοι του Ιησού, θα παρεπλανώντο εκλαμβάνοντες την λιποθυμίαν του ως θάνατον. Οι στρατιώται πρωτίστως, οι εντεταλμένοι επί της εκτελέσεως, ασφαλώς ήσαν έμπειροι περί τα τοιαύτα, διότι είχον λάβει μέρος επανειλημμένως εις τοιαύτας θανατικάς εκτελέσεις. Άλλως τε το δια της λόγχης πλήγμα το μετά δεξιότητος αναμφιβόλως διευθυνθέν επί της πλευράς του Ιησού υπό έμπειρου στρατιώτου, ήτο και μόνον ικανόν να επιφέρη τον θάνατον εις τον Ιησούν. Απετέλει τούτο το τελειωτικόν πλήγμα, την ευεργετικήν βολήν όπως θα ελέγομεν σήμερον, το οποίον εδίδετο κατ” επιταγήν του νόμου δια να επιταχύνη τον θάνατον η δια να επιβεβαιώση αυτόν, ακριβώς όπως εδίδετο τούτο και εις τους κατά τας μονομαχίας πίπτοντας ξιφομάχους ([23]).
Αλλ” εκτός των στρατιωτών και ο κεντυρίων, παρ” ου εζήτησε πληροφορίας ο Πιλάτος, και οι παραλαβόντες το σώμα του Ιησού, ίνα θάψωσιν αυτό, και οι αρχιερείς οι ζητήσαντες κουστωδίαν προς φρουράν του τάφου, πάντες ούτοι είναι πεπεισμένοι, ότι ο Ιησούς, μολονότι τόσον συντόμως παρά πάσαν προσδοκίαν, απέθανε πραγματικώς. Η Ιουδαϊκή δε παράδοσις, η διασωθείσα εις το Ταλμούδ, περί ης ωμιλήσαμεν εν τω πρώτω μέρει, δεν εκφράζει την παραμικράν αμφιβολίαν, περί του ότι ο Ιησούς εθανατώθη.
2) Διότι αντιτίθεται εις τα περιστατικά της ταφής.
Το σώμα του Χριστού πριν ή αποτεθή εις τον τάφον ηλείφθη δια μίγματος σμύρνης και αλόης εις μεγάλην μάλιστα ποσότητα («ως λίτρας εκατόν»), ακολούθως δ” ενετυλίχθη δι” οθονίων από κεφαλής μέχρι ποδών. Εάν ο Ιησούς έζη ακόμη, παρατηρεί ορθώς ο Hettinger ([24]) , ο θάνατος θα επήρχετο ωρισμένως εξ ασφυξίας.
3) Διότι προσκρούει εις φυσικάς δυσκολίας.
Ο καθηλούμενος επί του σταυρού, και εάν ακολούθως κατεβιβάζετο εκείθεν ζων, δεν ήτο εύκολον να διαφύγη τον θάνατον. Ο Ιώσηπος ([25]) αναφέρει εν σχέσει προς το ζήτημα τούτο γεγονός λίαν αξιοσημείωτον. Κατά την πολιορκίαν της Ιερουσαλήμ, επανελθών ποτε ο Ιώσηπος εκ περιπολίας, την οποίαν διηύθυνε προς αναγνώρισιν τινά, εζήτησεν από τον Τίτον να επιτρέψη εις αυτόν, όπως περιθάλψη τρεις εκ των συμπολιτών αυτού, οίτινες είχον σταυρωθή, αλλ” έζων ακόμη, καταβιβάζων αυτούς από τους σταυρούς των. Του Τίτου συγκατανεύσαντος, ο Iώσηπος έσπευσε να παράσχη εις τους από του σταυρού αποσπασθέντας πάσαν ιατρικήν περίθαλψιν, δια της οποίας όμως μετά μακράν και παρατεταμένην θεραπείαν, μόνον ένα κατώρθωσε να σώση, των άλλων δύο υποκυψάντων εις τα τραύματα αυτών. Πώς λοιπόν ο Ιησούς, όστις είχε δοκιμάσει κατά την προηγηθείσαν της σταυρώσεως αυτού νύκτα αγωνίαν φοβερωτάτην, συγκλονίσασαν ολόκληρον τον οργανισμόν του μέχρι σημείου, ώστε ο ιδρώς να ρέη απ” αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος· όστις μετά την φραγγέλωσιν, την επί του σταυρού καθήλωσιν εδέχθη τέλος και το πλήγμα της Ρωμαϊκής λόγχης, πώς εστάθη δυνατόν, χωρίς να τύχη ουδεμιάς περιθάλψεως, εις το βάθος κατάκλειστου τάφου εγκαταλελειμμένος, νήστις επί τρεις ημέρας, να συνέλθη μόνος εκ της λιποθυμίας του και να διαφύγη τον θάνατον; Πώς δε θα είχε την δύναμιν ν” αποκυλίση μόνος τον ογκώδη λίθον του τάφου και να συρθή ακολούθως εκείθεν μέχρι του οίκου, όπου ευρίσκοντο οι μαθηταί; ο Reville αναγνωρίζει τούτο παρατηρών τα εξής: «Φυσικώς δύναται τις να κατατάξη μεταξύ των αδυνάτων πραγμάτων, το ότι άνθρωπος συντετριμμένος ήδη εκ του κόπου, εξηντλημένος από τας κακομεταχειρίσεις, καθηλωμένος επί σταυρού επί πλείστας ώρας, αποσπασθείς εκείθεν, ταφείς και εγκαταλειφθείς εις τάφον κεκλεισμένον, ήτο εις κατάστασιν να εξέλθη εξ αυτού μόνος μετά τριάκοντα εξ ώρας και να κάμη αμέσως τα μικρά και μεγάλα ταξείδια, τα οποία προϋποθέτουσιν αι αφηγήσεις των Ευαγγελίων». Δια τούτο «η εξήγησις η συναγομένη εκ φυσικής επανόδου εις την ζωήν του Ιησού, καταβιβασθέντος από τον σταυρόν πριν ή ο θάνατος επιτελέση το έργον του, είναι ακριβώς η μόνη την οποίαν αντίπαλοι και φίλοι δεν εσκέφθησαν» ([26]).
4) Διότι αντιτίθεται προς το περιστατικό των εμφανίσεων.
Τας εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού χαρακτηρίζει κυρίως η ταχύτης, μεθ” ης ο αναστάς παρουσιάζεται εις τους μαθητάς του και γίνεται κατόπιν αφανής από των οφθαλμών αυτών. Η ταχύτης αύτη είναι ομολογουμένως καταπληκτική, υπερβάλλουσα και την μεγαλυτέραν ευκινησίαν παντός υγιούς και καλώς έχοντος οργανισμού. Και δια να ομιλήσωμεν συγκεκριμένως, ο αναστάς Ιησούς συνοδοιπορεί ανεμποδίστως εις Εμμαούς και διατρέχει δίωρον διάστημα μετά πάσης ελευθερίας. Εν μια στιγμή γίνεται αφανής από τους οφθαλμούς των δύο εκείνων μαθητών, οίτινες ήδη τον ανεγνώρισαν, και ενώ ούτοι σπεύδοντες και τρέχοντες επανέρχονται εις Ιεροσόλυμα δια να αναγγείλωσιν εις τους μαθητάς το χαρμόσυνον συμβάν, πληροφορούνται εκεί, ότι ο διδάσκαλος είχε παρουσιασθή εν τω μεταξύ εις τον Σίμωνα Πέτρον. Ας μας εξηγήσουν ταύτα κατά λόγους φυσικούς. Ας μας είπουν, που εύρε την αντοχήν, ο μόλις προ μικρού από βαθείας ανακύψας λιποθυμίας, ο έχων καθηλκωμένους τους πόδας, να διατρέξη το από Ιερουσαλήμ μέχρις Εμμαούς διάστημα ανεμποδίστως, να επανέλθη δ” ακολούθως εις Ιεροσόλυμα, προς συνάντησιν των μαθητών, ταχύτερον των δύο εκείνων μαθητών;
5) Διότι δεν εξηγεί την εντύπωσιν των Αποστόλων.
Η εντύπωσις, την οποίαν αποκομίζουσιν οι Απόστολοι, όταν είδον τον αναστάντα διδάσκαλον, είναι ότι ο Ιησούς απεδείχθη ο νικητής του θανάτου και του Άδου ο καθαιρέτης. Και διασαλπίζουσι λοιπόν εις τα πέρατα του κόσμου, ότι ο Χριστός, ο αρχηγός της ζωής, ανέστη. Και εγείρεται το ερώτημα· εάν ο Χριστός επανήρχετο φυσικώς εις την ζωήν, θα ήτο δυνατόν άραγε τοιαύτη να είναι η εντύπωσις των μαθητών; οι μαθηταί θα έβλεπον καθηλκωμένον τινά, παλαίοντα μεταξύ ζωής και θανάτου, μη δυνάμενον να περιπατήση, υποφέροντα πολύ από τας προσφάτους ακόμη πληγάς της φραγγελώσεως και της καθηλώσεως, έχοντα ανάγκην περιποιήσεων συντόνων, όπως διατηρηθή εις την ζωήν. Το θέαμα τούτο, το υπό πάσαν έποψιν οικτρόν, μόνον δάκρυα θα προεκάλει, ουδέποτε δε ενθουσιασμόν. Ο Strauss το ομολογεί. «Τι να σκεφθή τις περί του Μεσσίου αυτού του ημιθανοίς, όστις σύρεται έξω του τάφου του άτονος και εξηντλημένος; Τοιούτος τις άνθρωπος θα ήτο δυνατόν να προξενήση εις τους μαθητάς αυτού την εντύπωσιν του νικητού του θανάτου και του τάφου, του αρχηγού της ζωής, εντύπωσιν, ήτις είναι η βάσις όλης της δραστηριότητος, την οποίαν έπειτα ανέπτυξαν εκείνοι; Τοιαύτη φυσική επάνοδος εις την ζωήν δεν θα εχρησίμευεν ή να εξασθενίση την εντύπωσιν, την οποίαν ο Ιησούς είχε προξενήσει εις τους μαθητάς προηγουμένως δια του βίου του και δια του θανάτου του, και δεν θα ηδύνατο ποτέ, να μεταβάλη την λύπην αυτών εις ενθουσιασμόν και τον θαυμασμόν αυτών εις λατρείαν» ([27]).
6) Διότι αντιτίθεται προς την λεπτομέρειαν της εν τω τάφω καταλείψεως των οθονίων.
Περί του ότι καθίστατο αδύνατον εις τον ανακύψαντα εκ της λιποθυμίας και έχοντα καθηλκωμένας τας χείρας να αποσπάση τα εφ” ολοκλήρου του σώματος σφιγκτώς προσκεκολλημένα οθόνια δια του μίγματος της σμύρνης και της αλόης, δεν είναι ανάγκη να είπωμεν τι. Αλλά και εάν υποθέσωμεν, ότι τούτο κατέστη δυνατόν εις τον συνελθόντα εκ του ληθάργου του Ιησούν, προβάλλεται ετέρα δυσκολία, ήτις δεν αίρεται και εάν ακόμη υποθέσωμεν, ότι τα νεκρικά οθόνια δεν εγκατελείφθησαν εις τον τάφον. Διότι γεννάται αμέσως το ερώτημα: ο Ιησούς πού εύρεν ενδύματα να περιβληθή, όταν εξήλθεν από του τάφου; Ούτως η άλλως τα νεκρικά ενδύματα, και εάν δεν κατελείποντο εις τον τάφον, ήσαν ου μόνον ακατάλληλα, αλλά και ανεπαρκή δια τον Ιησούν. Παρίσταται λοιπόν ανάγκη αμεσωτάτης προμηθείας ενδυμάτων. Ποίος θα έκαμνε ταύτην; Οι εχθροί του; Αδύνατον. Οι φίλοι του; Αλλά πώς τότε αυτοί θα εσχημάτισαν εν χρηστώ συνειδότι την πεποίθησιν, ότι ο διδάσκαλος ανέστη; ([28])
7) Διότι δεν συμβιβάζεται προς το ευάριθμον των εμφανίσεων.
Εάν όντως ο Ιησούς επανήλθε φυσικώς εις την ζωήν, γεννάται αμέσως και το ερώτημα: τι εγίνετο και πού διέτριβε κατά τα διαστήματα, τα παρεμπίπτοντα μεταξύ των διαφόρων εμφανίσεων του; Πώς κατώρθωνε να μη τον βλέπη ουδείς, ούτε αυτοί οι μαθηταί Του; Τι δε απέγινε μετά την τεσσαρακοστήν ημέραν, αφ” ης πλέον δεν επαναβλέπουσιν αυτόν οι μαθηταί; Κατά τίνα τρόπον εξηφανίσθη όλως αιφνιδίως, αφήσας τους μαθητάς να πιστεύωσιν, ότι ο Διδάσκαλος ανελήφθη εις τους ουρανούς; Είμεθα ούτω ηναγκασμένοι να παραδεχθώμεν, ότι ο Ιησούς υπέθαλψε την αθώαν πλάνην των μαθητών του και μετήλθε παν μέσον δια να στηρίξη το ψεύδος της αναστάσεως εις τους αποστόλους αυτού. Με άλλας λέξεις ευρισκόμεθα ηναγκασμένοι να καταστήσωμεν τον Ιησούν υπεύθυνον δόλου και απάτης και ανειλικρινούς προς τους μαθητάς συμπεριφοράς.
«Όταν μελετήση τις εκ του σύνεγγυς πως, παρατηρεί και ο Reville, τον χαρακτήρα του Ιησού, όταν δυνηθή να εκτιμήση την ευθύτητά του, την ειλικρίνειάν του, το θάρρος του, θα θεωρήση, έστω και προς στιγμήν επιτετραμμένον να σκεφθή περί του Ιησού, ότι αφήκε τους μαθητάς του να πιστεύωσιν, ότι ανέστη, όταν αυτός εγνώριζεν, ότι δεν συνέβη τοιούτον τι;» ([29]).
ΙΙ. Οι μαθηταί δεν απεπλανήθισαν υπό της φαντασίας.
Την υπόθεσιν περί αποπλανήσεως των μαθητών εζήτησαν, υπό άλλην βεβαίως μορφήν, να υποστηρίξωσιν εκ των αρχαιοτέρων μεν ο Κέλσος (κατά τον Β” αιωνα), εκ των νεωτέρων δε ο Strauss, ο Ewald, ο Hausrath, ο Holsten, ο Pfleiderer, ο Renan και άλλοι τινές. Η θεωρία, την οποίαν υπεστήριξαν ούτοι εν σχέσει προς την ανάστασιν, δύναται να περιληφθή εις τα εξής:
Μετά την σταύρωσιν και την ταφήν του Ιησού Χριστού οι απόστολοι, οίτινες κατ” αρχάς κατεπτοήθησαν και κατήντησαν εις απόγνωσιν, δεν ήργησαν να αναλάβωσι το θάρρος των. Ενεθυμήθησαν τας υποσχέσεις, τας οποίας ο Χριστός έδωκεν εις αυτούς έτι ων εν τη ζωή, περί του ότι θα επανήρχετο να εγκαθιδρύση επί της γης την βασιλείαν αυτού, αναγινώσκοντες δε τας προφητείας εύρον πολλάς εξ αυτών, αίτινες επεβεβαίουν τας υποσχέσεις ταύτας και αίτινες δια τούτο εστήριξαν αυτούς εν τη ελπίδι επικειμένου και προσεγγίζοντος θριάμβου. Τοιουτοτρόπως η πίστις αυτών ανεζωπυρήθη. Ευρίσκοντο τότε εις Ιεροσόλυμα· αλλ’ ο φόβος των Ιουδαίων εξηνάγκασεν αυτούς να φύγωσιν από την πόλιν εκείνην, ήτις ήτο πλήρης κινδύνων τρομερών δι’ αυτούς, και να υπάγωσιν εις την προσφιλή των Γαλιλαίαν, όπου η δια- βίωσις θα ήτο ησυχωτέρα. Εκεί όμως ευρέθησαν εν μέσω τόπων, εκάστη σπιθαμή των οποίων συνεδέετο και προς ανάμνησιν τινα πράξεως ή λόγου του προσφιλούς διδασκάλου. Από της στιγμής αυτής πιστεύουσιν, ότι βλέπουν τον Χριστόν επί της θαλασσίας ακτής, επί των κορυφών των ορέων· φαντάζονται αυτόν παραγγέλλοντα εις τούτους και πάλιν, όπως κατά τας πρώτας ημέρας της γνωριμίας των, να ρίψωσι το αμφίβληστρον εις την θάλασσαν! Είναι τόσον ζωηρά η αναπαράστασις της εικόνος του Διδασκάλου, ώστε επίστευσαν, ότι έβλεπον τον ίδιον δεδοξασμένον, τοιούτον, οποίον ανέμενον να επανίδωσιν αυτόν, όταν θα επανήρχετο. Κατ” αρχάς αι εμφανίσεις αύται παρεστάθησαν εις αυτούς ως εντελώς εσωτερικαί, ως οπτασίαι τινές όμοιαι προς εκείνας, τας οποίας αναφέρει η Π. Διαθήκη. Συνάγεται δε τούτο εκ του ότι ο Παύλος κατατάσσει τας εις αυτόν εμφανίσεις του Ιησού, τας εις μεταγενεστέρους χρόνους σημειωθείσας, προς τας εμφανίσεις, αίτινες ευθύς μετά την σταύρωσιν και την ταφήν του Ιησού εσημειώθησαν εις τους αποστόλους. Αλλ” αι εμφανίσεις αύται αι προς τον Παύλον, παρατηρεί ο Strauss, υπήρξαν υποκειμενικαί και ο Παύλος ήτο άνθρωπος προδιατεθειμένος εις οπτασίας! τα εσωτερικά εν τούτοις φαινόμενα ταύτα αφηγούμενοι οι μαθηταί κατήντησαν βαθμιαίως να προσδώσωσιν εις αυτά έννοιαν τινά σωματικήν. Μετέβαλον, χωρίς να το εννοήσωσι, τας εσωτερικάς οπτασίας εις εξωτερικάς εμφανίσεις.
Ούτω πως εζήτησαν οι εν Γερμανία ορθολογισταί να εξηγήσωσι το γεγονός της αναστάσεως. Κατά την υπόθεσιν αυτήν ο Πέτρος υπήρξεν ο πρώτος δους ώθησιν εις τας παραισθήσεις ταύτας των μαθητών. Ο Renan όμως επιζητών να είναι περισσότερον σύμφωνος προς τα Ευαγγέλια, τα οποία παρουσιάζουσι τας εμφανίσεις του Ιησού γενομένας σχεδόν όλας εις τα Ιεροσόλυμα, κατ’ άλλον τρόπον εξέθηκε την υπόθεσιν ταύτην. Κατ” αυτόν ουχί ο Πέτρος αλλ” η Μαγδαληνή Μαρία είδε πρώτη τον Διδάσκαλον και παρέσυρεν εις την οδόν των παραισθήσεων την φαντασίαν των μαθητών. Απ” αυτής ο Ιησούς είχεν εκβάλει επτά δαιμόνια. Τις οίδε, μήπως ίχνη της προτέρας νευρικής ασθενείας της εναπελείφθησαν εις αυτήν! Και εν τη νευρική της εξάψει η Μαρία η Μαγδαληνή βλέπει όλως φαντασιωδώς το ίνδαλμα του διδασκάλου και νομίζει παραπλανωμένη, ότι όντως ανέστη ο προσφιλής ραββουνί ([30]).
Αυτή είναι η υπόθεσις, την οποίαν ενεκολπώθησαν μεταγενεστέρως οι σοβαρότεροι του γεγονότος της αναστάσεως πολέμιοι. Αλλά και η υπόθεσις αύτη δεν είναι περισσότερον βάσιμος των προηγουμένως κριθεισών. Ανεξαρτήτως δε των άλλων λόγων, οίτινες θα ηδύναντο να προβληθώσι κατ” αυτής, και τους οποίους θα απαριθμήσωμεν ευθύς κατωτέρω, αύτη υπέρ πάσας τας λοιπάς υποθέσεις συντρίβεται κυριολεκτικώς επί του κενού τάφου. Διότι εάν όντως η φαντασία παρέσυρε τους μαθητάς μέχρι του να νομίζωσιν, ότι έβλεπον και ήκουον ζώντα τον Διδάσκαλον, μία επίσκεψις εις τον περιέχοντα το νεκρόν του σώμα τάφον ήτο ικανή να κατάστηση εις αυτούς αμέσως αισθητήν την αδυσώπητον πραγματικότητα και να διασκεδάση οριστικώς τας πλάνας της φαντασίας των. Οι αρνούμενοι την ανάστασιν ορθολογισταί αντελήφθησαν επαρκώς την σοβαρότητα της παρατηρήσεως ταύτης. Ακριβώς δε δι” αυτό προέκριναν μεν να τοποθετήσωσι τας πρώτας εμφανίσεις του Ιησού μακράν των Ιεροσολύμων, εύρον δ” έπειτα αναγκαίον να αρνηθώσι την ταφήν του Κυρίου. Κατά τον Loisy «Η ταφή του Κυρίου υπό του Ιωσήφ και η ανακάλυψις του κενού τάφου την μεθεπομένην του παθήματος δεν παρέχουσιν ουδεμίαν εγγύησιν αυθεντίας. Έχει δια τούτο το δικαίωμα να εικάση τις, ότι την εσπέραν του πάθους το σώμα του Ιησού απεσπάσθη από τον σταυρόν υπό των στρατιωτών και ερρίφθη εις κοινή τινα τάφρον, όπου ουδείς θα ηδύνατο να σκεφθή να αναζητήση αυτό» ([31]). Ο Kirsopp Lake εξ άλλου υπεστήριξε την υπόθεσιν, ότι αι μυροφόροι γυναίκες ηπατήθησαν ως προς τον τάφον του Ιησού. «Τα περίχωρα της Ιουδαίας, παρατηρεί ούτος, είναι πλήρη τάφων διηνοιγμένων εις βράχους και δεν θα ήτο εύκολον να διακρίνη τις το εν μνημείον από το άλλο, εάν δεν υπήρχον διακριτικά σημεία επί εκάστου τούτων» ([32]). Ο δε Schmiedel προς βεβαίωσιν του ότι ο τάφος δεν ανευρέθη πράγματι κενός την τρίτην ημέραν επικαλείται την σιγήν μεν του Παύλου περί της ταφής του Ιησού ως απόδειξιν του ότι η ταφή δεν εγένετο, την σιωπήν δε των μυροφόρων («ουδενί ουδέν είπον» Μαρκ. ιστ” 8) εις απόδειξιν του ότι αύται δεν ηδυνήθησαν ν” ανεύρωσι τον πραγματικόν τάφον του Ιησού, και τέλος το ότι αι πρώται εμφανίσεις του αναστάντος εσημειώθησαν εις την Γαλιλαίαν και συνεπώς ήτο αδύνατον να διαπιστωθή η ταυτότης του σώματος λόγω της εν τω μεταξύ επελθούσης σήψεως ([33]). Και περί μεν του ότι αι πρώται εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου δεν εσημειώθησαν εις την Γαλιλαίαν, αλλ’ αι περί εμφανίσεων δύο παραδόσεις (η Ιεροσολυμιτική και η Γαλιλαική) συμπληρούσιν αλλήλας, είπομεν ήδη.
 
Η ταφή του Κυρίου και ο κενός τάφος.
Περί του ότι δε η ταφή του Ιησού είναι γεγονός μεμαρτυρημένον, όσον ελάχιστα γεγονότα, πείθεται τις, όταν λάβη υπ” όψει ότι και οι τέσσαρες ευαγγελισταί αναφέρουσι τούτο ([34]), ο δε Πέτρος ομιλεί περί αυτού κατ” αυτήν την ημέραν της Πεντηκοστής, κατά τοιούτον δε τρόπον, ώστε οι λόγοι αυτού να δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ως πρόκλησις προς τους απιστούντας Ιουδαίους, ίνα ερευνήσωσι τα κατά τον κενόν τάφον. Ο Παύλος δε όχι μόνον αναφέρει τούτο (Α” Κορινθ. ιε” 4) αλλά και στηρίζει ολόκληρον θεολογικήν θεωρίαν επί της προϋποθέσεως της ταφής του Ιησού (Ρωμ. στ” 4, Κολος. β” 12). Είπομεν δ” ήδη, ότι η περί της ταφής του Κυρίου μαρτυρία εισήχθη ενωρίτατα εις το πρωταρχικόν σύμβολον της πίστεως, ως υπαινίττεται τούτο και η μαρτυρία του Παύλου. Δικαίως δια τούτο ο Ε. von Dobschütz παρετήρησεν, ότι «το ετάφη είναι εν των αρχαιοτέρων σημείων του αποστολικού κηρύγματος, ο Παύλος δε εύρεν ήδη τούτο καθωρισμενον» ([35]). Η υπόθεσις εξ άλλου του Lake, ότι αι μυροφόροι υπέστησαν σύγχυσιν περί τον πραγματικόν τάφον του Ιησού, δεν δύναται να θεωρηθή σοβαρά, και δι’ άλλους μεν λόγους, αλλά και διότι και επί τη υποθέσει, ότι αύται επλανώντο και δεν ανεύρισκον τον πραγματικόν τάφον, ήτο αδύνατον ίνα πλανηθώσιν οι διενεργήσαντες την ταφήν Ιωσήφ και Νικόδημος. αλλά και ο περί σιγής των μυροφόρων ισχυρισμός του Schmiedel στερείται σοβαρότητας, διότι το χωρίον του Μάρκου «ουδενί ουδέν είπον» αναφέρεται εις τας πρώτας στιγμάς της επισκέψεως του τάφου, ουδαμώς δ” αποκλείει την λύσιν της σιγής, όταν αι μυροφόροι ευρεθείσαι εις oικείον περιβάλλον ανέκτησαν την ψυχραιμίαν αυτών. Τέλος η περί κοινού τάφου υπόθεσις του Loisy ορθώς εχαρακτηρίσθη υπό του Hugueny([36]) ως επινόησις καθαρώς Παρισινή, μη στηριζόμενη επί ουδεμιάς πραγματικής αποδείξεως, αλλ’ αντιλεγομένη υπό πολλών ενδείξεων σοβαρών Ιστορικώς μεμαρτυρημένων. Αληθώς· το όλως απίθανον της υποθέσεως ταύτης αποδεικνύεται εκ του ότι οι σύγχρονοι τότε Ιουδαίοι δεν αντέταξαν αυτήν η άλλην τινά παρομοίαν υπόθεσιν προς διάψευσιν του περί αναστάσεως κηρύγματος, αλλά διεφήμισαν, ότι οι μαθηταί έκλεψαν το σώμα του Ιησού (Ματθ. κη” 15). Οι μεταγενέστεροι δε Ιουδαίοι κατά τον δωδεκατον αιώνα ([37]) ομιλούσι περί κλοπής του σώματος του Ιησού και περί ταφής αυτού εν τω κήπω υπό ρυάκιόν τι, ούτινος έστρεψαν προηγουμένως το ρεύμα, ίνα επαναφέρωσιν αυτό πάλιν μετά την ταφήν, ώστε να μη δύναται ν’ ανευρεθή ο νέος τάφος, αγνοούσι δ” ολοτελώς την υπόθεσιν του κοινού τάφου. Τούτο δε διότι ο κοινός τάφος δεν ήτο εν χρήσει παρ” Ιουδαίοις. Καθώς εξακολουθεί σημειών ο Hugueny ([38]), το Δευτερονόμιον (κα” 23) παραγγέλλει ρητώς, ίνα το πτώμα του επί ξύλου κρεμασθέντος ταφή προ της νυκτός, χωρίς όμως να λέγη τι και περί του τρόπου της ταφής. Η Μίσχνα όμως καθορίζει ότι «ο τιμωρηθείς δεν θάπτεται εις τον τάφον της οικογενείας του. Το δικαστήριον είχε δύο κοιμητήρια δημόσια, εν δια τους καταδίκους τους αποκεφαλιζομένους ή σταυρουμένους και έτερον δια τους λιθοβολουμένους ή κατακαιομένους. Όταν η σαρξ διελύετο, ελαμβάνοντο τότε τα οστά ίνα ταφώσιν εις το οικογενειακόν μνημείον» ([39]). Υπήρχε λοιπόν ίδιον κοιμητήριον δια τους καταδίκους, αλλά και τάφοι ιδιαίτεροι δι” ένα έκαστον των καταδίκων, διότι άλλως θα καθίστατο αδύνατος η ανεύρεσις των οστών μετά την διάλυσιν του σώματος. Ο κοινός τάφος, ένθα φύρδην μίγδην ερρίπτοντο πολλά πτώματα, είναι άγνωστος. αλλά και προς τον Ρωμαικόν νόμον δεν συμφωνεί η περί κοινού τάφου υπόθεσις. Διότι ο Ρωμαικός νόμος ώριζε να δίδεται το πτώμα του εκτελεσθέντος εις οποιονδήποτε θα εζήτει αυτό. Και εάν δε παραθεωρήσωμεν την ευαγγελικήν μαρτυρίαν περί του Ιωσήφ και του Νικοδήμου ως αναλαβόντων να κηδεύσωσι τον Ιησούν, πάντως θα ευρίσκετο άλλος τις να ζητήση από την Ρωμαικήν αρχήν το σώμα του Ιησού. Είναι εντελώς απίθανον, ότι εις την τόσην επί του Πάσχα συρροήν κόσμου, υποδεχθέντος τον Ιησούν κατά την προ πέντε ημερών από του θανάτου του είσοδόν του εις Ιεροσόλυμα μετά τόσου ενθουσιασμού, μεταξύ του οποίου θα υπήρχον και πλείστοι ευεργετηθέντες υπό του Ιησού, δεν θα ευρίσκετο ουδέ εις φίλος, συμπαθών προς τον νεκρόν του και αναλαμβάνων την φροντίδα της ταφής αυτού. Η ταφή λοιπόν του Ιησού είναι γεγονός αδιάσειστον και η ανεύρεσις του τάφου κενού κατά την τρίτην ημέραν μαρτυρείται αυθεντικώς. Η φήμη δε της κλοπής του σώματος του Ιησού αποτελεί μίαν επί πλέον ένδειξιν, ότι ο τάφος ανευρέθη κενός.
Και ταύτα μεν περί της κενότητος του τάφου. Αλλ” η υπόθεσις της υπό της φαντασίας παραπλανήσεως των μαθητών ελέγχεται αβάσιμος και δια τους κάτωθι λόγους:
1) Αντιτίθεται εις την παράδοσιν, ότι ο Ιησούς ανέστη τη τρίτη ημέρα.
Η παράδοσις αύτη είναι αυθεντικώς μεμαρτυρημένη. Αλλ” εάν δεχθώμεν, ότι η πίστις εις την ανάστασιν υπήρξεν αποτέλεσμα παρατεταμένης τινός προσδοκίας και προόδου, η οποία απήτησεν εβδομάδας ολοκλήρους ή και μήνας να απαρτισθή, πρέπει συγχρόνως ν” απορρίψωμεν, ότι ήδη από την πρωίαν της τρίτης ημέρας εσημειώθησαν αι πρώται εμφανίσεις του αναστάντος και μέχρι της εσπέρας της αυτής ημέρας είχεν εδραιωθή ου μόνον παρά ταις μυροφόροις, αλλά και τοις μαθηταίς η πεποίθησις, ότι ο διδάσκαλος ανέστη.
2) Διαστρέφει την αφήγησιν του Παύλου.
Ο Παύλος ποιείται σαφή διάκρισιν μεταξύ των αποκαλύψεων και οπτασιών, αίτινες κατά το χωρίον Β” Κορινθ. ιβ” 1-5 (πρβλ. και Πραξ. κβ’ 17) εγένοντο εις αυτόν, και της εμφανίσεως του Ιησού Χριστού, της γενομένης προς αυτόν εν τη αρχή της αποστολικής του διακονίας παρά την Δαμασκόν (Α” Κορινθ. θ” 1), και την οποίαν εμφάνισιν ο Απόστολος προφανώς θεωρεί ως εμφάνισιν του αναστάντος εκ νεκρών Χριστού, και ουχί ως πνευματικήν τινα οπτασίαν. Ουδέ πρέπει να λησμονήται, ότι ο Παύλος εν τω χωρίω Α” Κορινθ. ιε” 12-19 παρουσιάζει την εις αυτόν εμφάνισιν του Κυρίου επί της εις Δαμασκόν αγούσης οδού ως της αυτής φύσεως προς τας ευθύς μετά την ανάστασιν εμφανίσεις εις τον Πέτρον και τους αποστόλους, δι” ο και χρησιμοποιεί τον αυτόν όρον ώ φ θ η τόσον δι’ αυτήν, όσον και δι” εκείνας. Άλλως τε την εμφάνισιν ταύτην χρησιμοποιεί και ως επιχείρημα, όπως αποδείξη, ότι είναι και αυτός απόστολος ως οι άλλοι, διότι και αυτός είδε τον Κύριον (Α” Κορινθ. θ” 1). Αλλά το επιχείρημα τούτο θα παρέμενεν άνευ βάσεως, εάν ο Παύλος κατά την εμφάνισιν ταύτην εν τη εις Δαμασκόν οδώ δεν είχεν ίδει πράγματι τον Κύριον. Διότι κατά μόνην την περίπτωσιν ταύτην είδεν ο Παύλος τον Κύριον, πρότερον δε, ότε ο Κύριος έζη επί της γης, πιθανώτατα δεν είχεν ίδει αυτόν, αλλά και εάν είχεν ίδει αυτόν ως οι πλείστοι των Ιουδαίων, τούτο δεν θ” απετέλει σοβαράν βάσιν επιχειρήματος. Εξ ετέρου προσεκτική ανάγνωσις του χωρίου, ένθα ο απόστολος αφηγείται τας εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού, πείθει, ότι τας εμφανίσεις ταύτας εξεδέχετο οωματικάς, εμφανίσεις του Ιησού μετά του αναστάντος σώματος αυτού. Διότι όταν λέγη, ότι ο Χριστός α π έ θ α ν ε και ε τ ά φ η και ε γ ή γ ε ρ τ α ι και ώ φ θ η, προφανώς θέλει να δηλώση, ότι το σώμα του Χριστού ετάφη και ανέστη, και ότι αυτός ο ταφείς Ιησούς ηγέρθη και ενεφανίσθη εις τον Κηφάν κλπ. Εξ άλλου δια να προσάγη ο Παύλος την ανάστασιν του Χριστού ως απόδειξιν της καθολικής των νεκρών αναστάσεως, προφανέστατα αποδεικνύει, ότι τας εμφανίσεις ταύτας του Χριστού δεν εξεδέχετο ως εμφανίσεις πνευματικάς, ως εμφανίσεις του πνεύματος του Ιησού, αλλ” ως εμφανίσεις του αναστάντος σώματος αυτού ([40]). Και είναι μεν αληθές, ότι ο Παύλος χαρακτηρίζει το σώμα του Ιησού Χριστού ως δεδοξασμένον (Φιλιπ. γ” 21), αλλ” όμως είναι προφανές, ως ήδη είπομεν, ότι το δεδοξασμένον σώμα του Κυρίου ήτο κατά τον Παύλον αυτό το σώμα το σταυρωθέν και ταφέν. Καίτοι δε μετεμορφώθη, δεν ήτο άϋλον. Διότι ναι μεν ομιλεί ο Παύλος περί σώματος πνευματικού, το οποίον θα προσλάβωμεν μετά την αναστασίν μας καθ” ομοίωσιν προς το σώμα του αναστάντος Κυρίου (Α” Κορινθ. ιε” 44-49), αλλά το σώμα τούτο ονομάζει πνευματικόν ουχί διότι τούτο θα είναι άϋλόν τι η αιθέριον, αλλά διότι θα είναι σώμα ζωοποιούμενον υπό του Πνεύματος. Όπως ακριβώς όταν λέγη ο Παύλος, ότι το σώμα, όπερ φέρομεν ήδη, είναι ψυχικόν, δεν εννοεί προφανώς δι’ αυτού ότι σύγκειται εκ ψυχής, αλλ” ότι ζωοποιείται και εξουσιάζεται υπό της ψυχής, ούτω και δια του όρου πνευματικόν δεν ηθέλησε να σημάνη, ότι το σώμα εκείνο θα είναι αερώδες τι και άϋλον, αλλ’ ότι δεν θα δεσπόζηται υπό φυσικών ενστίκτων και θα είναι τέλειον όργανον του Πνεύματος διατελούν υπό την πλήρη κυριαρχίαν αυτού και χωρούν πάσαν αυτού την ενέργειαν. Εάν δε αλλαχού τονίζη, ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύνανται, και εάν εκλάβωμεν τους όρους τούτους ως μη χρησιμοποιηθέντας υπό την έννοιαν των παραγόντων και οργάνων της αμαρτίας, πάντως δι’ αυτών δηλούται, ότι σώμα διατελούν υπό τους σημερινούς φυσικούς όρους και δεσποζόμενον υπό ενστίκτων φυσικών και υποκείμενον εις την φθοράν και τον θάνατον δεν δύναται να εισέλθη εις την μέλλουσαν βασιλείαν, εάν μη προηγουμενως αφθαρτισθή.
3) Δεν συμβιβάζεται προς την δυσπιστίαν των μαθητών.
Εάν επρόκειτο περί παραπλανήσεως υπό της φαντασίας, πώς θα εξηγείτο τότε η παροιμιώδης δυσπιστία, μετά της οποίας οι μαθηταί αντικρύζουσι το γεγονός της Αναστάσεως; Οι φαντασιοκόποι είναι εύπιστοι και αφίνουν εαυτούς άνευ αντιστάσεως τινός να σύρωνται υπό της νοσηράς των φαντασίας. Οι μάρτυρες όμως της αναστάσεως είναι δύσπιστοι, σκεπτικισταί, ζητούντες μετ” επίμονον έρευναν να πεισθώσι και να πληροφορηθώσιν. Ούτως όταν αι μυροφόροι αναγγέλλωσιν εις αυτούς τα κατά την οπτασίαν του τάφου, «εφάνησαν ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών και ηπίστουν αυταίς» (Λουκ. κδ” 11). Όταν δε μετ” όλίγον ενεφανίσθη και εις αυτούς ο διδάσκαλος, «εδόκουν πνεύμα θεωρείν». Και μόλις όταν εψηλάφησαν αυτόν και όταν τον είδον να συντρώγει εν τη τραπέζη των, επίστευσαν ότι όντως ο διδάσκαλος ανέστη. Την αυτήν δυσπιστίαν δεικνύει έπειτα και ο Θωμάς, μηδαμώς παρασυρόμενος από την ομόφωνον μαρτυρίαν των συμμαθητών του και την σύμφωνον βεβαίωσιν του κύκλου των μυροφόρων.
4) Δεν συμβιβάζεται προς των χαρακτήρα των εμφανίσεων.
Εάν οι Απόστολοι έβλεπον μόνον την εικόνα του Διδασκάλου, θα ηδύνατο τις να υποθέση, ότι υπήρξαν θύματα φαντασιοπληξίας τινός. Εάν διέκρινον μόνον φωτεινήν τινα και αιθερίαν μορφήν αιωρουμένην εις τον αέρα μεταξύ γης και ουρανού, η υπόθεσις του Renan και του Strauss θα είχε βάσιν τινα. Αυτοί όμως ψηλαφώσι το σώμα του Ιησού, βλέπουσιν αυτόν να παρακάθηται εις την τράπεζάν των και να συντρώγη μετ” αυτών, ακούουσιν αυτόν να δίδη διαφόρους παραγγελίας και εντολάς, τω απευθύνουσιν ερωτήσεις και ακούουσι τας απαντήσεις του. Αναπτύσσει εις αυτούς ο Χριστός την έννοιαν των Γραφών· ο Πέτρος εννοεί πολύ καλά την σημασίαν της τριπλής ερωτήσεως «φιλείς με, Πέτρε;», εννοούσιν όλοι την έννοιαν των λόγων του Ιησού περί βαπτίσματος και περί της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Τοιαύτα γεγονότα και περιστατικά δεν δύνανται να ανήκωσιν εις τους κόσμους της φαντασίας.
5) Δεν ανταποκρίνεται προς τας ψυχικάς διαθέσεις των Αποστόλων.
Αι ψυχικαί διαθέσεις, υπό τας οποίας διετέλουν οι Απόστολοι, δεν καθίστων αυτούς κατ” ουδένα λόγον επιδεκτικούς των φαντασιοπληξιών, τας οποίας τοις αποδίδουν. Το έδαφος βέβαια, επί του οποίου η φαντασία παντός φαντασιοκόπου κινείται και πλάττει, είναι οι πόθοι αυτού, αι ελπίδες του, τα σχέδιά του, οι φόβοι του· πάσαι δε αι παραισθήσεις και παρακρούσεις του δεν είναι παρά ενσάρκωσίς τις των φόβων ή των ελπίδων τούτων. Αλλ” οι Απόστολοι προφανώς παν άλλο σκέπτονται και ελπίζουσιν ή να ίδωσι τον Ιησούν ανιστάμενον εκ του τάφου. Δι’ αυτούς ο Ιησούς ήτο πλέον ο Ναζωραίος, εις τον οποίον ματαίως τόσας ελπίδας είχον στηρίξει και δια τον οποίον τόσας θυσίας είχον υποστή άνευ κέρδους τινός. Η εικών εμπόρου τινός ατυχήσαντος εις επιχείρησιν, εν τη οποία κατέθεσε και τον τελευταίον οβολόν επί τη ελπίδι αποκομίσεως κέρδους τεραστίου, το αίσθημα της πικρίας και της απογνώσεως, το οποίον εις την καρδίαν αυτού κυριαρχεί, μόλις θα ήσαν αρκετά να παραστήσωσι την ψυχολοχικήν κατάστασιν, εις ην μετά την σταύρωσιν περιήλθον οι Απόστολοι. Εάν επί τέλους τα Ευαγγέλια μας έλεγον, ότι οι μαθηταί επανείδον τον Διδάσκαλον περιβεβλημένον κοσμικήν δόξαν και καθήμενον επί θρόνου βασιλικού, θα ηδύνατό τις να ισχυρισθή, ότι αι παλαιαί περί Μεσσίου ελπίδες των μαθητών ανέζησαν και έδωκαν τροφήν εις την φαντασίαν των. Αλλά να τον βλέπωσι αναζώντα ουχί δια να συμβασιλεύση μετ” αυτών, αλλά δια να καλέση αυτούς εις νέας θυσίας και εις νέους αγώνας αιματηρούς, τούτο εξέρχεται όλως του κύκλου των προσδοκιών και των ελπίδων των μαθητών.
Επί πλέον ορθούται αδυσώπητος η μαρτυρία του Παύλου. Ο νεαρός ούτος Ταρσεύς, όστις έρχεται εις την Δαμασκόν ωθούμενος από το άσπονδον μίσος, όπερ έτρεφε κατά της χριστιανικής εκκλησίας, ηδύνατο να φαντάζηται τας διαφόρους εκκλησίας πλέουσας εις το αίμα· ήτο δυνατόν να ίδη δια της φαντασίας του τον Ιησούν ανασταυρούμενον, αλλά να φαντασθή αυτόν ομιλούντα εξ ουρανού και καλούντα αυτόν εις το αποστολικόν αξίωμα, τούτο ήτο όλως αδύνατον.
6) Δεν συμβιβάζεται προς την δράσιν των Αποστόλων.
Η φαντασιοπληξία, την οποίαν αποδίδουσιν εις τους Αποστόλους, είναι όλως ασυμβίβαστος προς την μετέπειτα δράσιν των και προς την επιτυχίαν, μεθ” ης έφερον εις πέρας το αποστολικόν αυτών έργον. Η φαντασιοπληξία είναι φαινόμενον παθολογικόν, παραισθήσεις δε και παρακρούσεις πάσχουσιν οι παράφρονες η οι ανισόρροποι.
Θα ήτο άραγε δυνατόν να κατηγορήσωμεν του Παύλου ανισορροπίαν; και θα ήτο δυνατόν εις φαντασιόπληκτος να αναπτύξη την αξιοθαύμαστον δραστηριότητα και φρόνησιν και σύνεσιν, την οποίαν προϋποθέτει η μεγαλεπήβολος δράσις του μεγάλου τούτου των εθνών Αποστόλου; Αλλά και πας όστις ήθελε ρίψει εν βλέμμα εις τας δύο καθολικάς επιστολάς του Πέτρου ή εις τα πρώτα κεφάλαια των Πράξεων, όπου ιστορείται η δράσις του κορυφαίου, δεν θα επείθετο ευθύς, ότι ο υιός του Ιωνά είναι αδύνατον να υπήρξε διάνοια ανισόρροπος και παραπαίουσα; Ή μήπως και οιαδήποτε ανάγνωσις του τετάρτου Ευαγγελίου δεν μας παρουσιάζει τον Ιωάννην διάνοιαν υψήγορον, διαυγή, φωτεινήν, ξένην όλως προς πάσαν φαντασιοπληξίαν;
7) Δεν εξηγεί την εις πολλούς συγχρόνως εμφάνισιν του Ιησού.
Το να υπόκειται πρόσωπον τι εις την φαντασιοπληξίαν, είναι και δυνατόν και εύκολον. Το να ευρίσκεται όμως και δεύτερον πρόσωπον, το οποίον να συμμερίζεται καθ” όλην την γραμμήν, μέχρι και αυτών των ασημάντων λεπτομερειών, τας φαντασιοπληξίας του πρώτου προσώπου, τούτο αποτελεί ψυχολογικόν φαινόμενον εντελώς ανεξήγητον. Θα ήτο τούτο αληθώς μυστηριώδες τι και καταπληκτικόν, όπως μυστηριώδες θα ήτο το να ίδωσι καθ” ύπνους δύο ή και περισσότερα πρόσωπα εν και το αυτό όνειρον, κατά τον αυτόν δε χρόνον και εν τη αυτή στιγμή.
Αλλ” ιδού, ότι αι εμφανίσεις του Ιησού σημειούνται συγχρόνως ενώπιον πολλών, και βλέπει ο εις ό,τι συγχρόνως έβλεπε και ο άλλος, ακούει δε ο έτερος ό,τι κατά τον αυτόν χρόνον ήκουον και πάντες οι λοιποί. Ποίαν λοιπόν σχέσιν δύνανται να έχωσιν αι εμφανίσεις αυταί προς τα φαινόμενα της φαντασιοπληξίας;
8) Δεν συμβιβάζεται προς την δράσιν της πρώτης Εκκλησίας.
Δια να παραδεχθώμεν, ότι ολόκληρος ο χορός των Αποστόλων και των πρώτων μαθητών, πάντες οι υπερπεντακόσιοι εκείνοι πιστοί παρεπλανήθησαν υπό της φαντασίας των, πρέπει συγχρόνως να ομολογήσωμεν, ότι η χριστιανική κοινότης των Ιεροσολύμων υπήρξεν άθροισμα φαντασιοπλήκτων και φαντασιοκόπων! Η ζωή εν τούτοις της πρώτης εκείνης εκκλησίας περιλαμβάνει παν ό,τι υψηλόν και αξιοθαύμαστον. Ουδεμία ανόητος υπερβολή, ουδέν άσκεπτον και παράτολμον διάβημα, ουδεμία εκδήλωσις νευρικής υπερδιεγέρσεως, ούτε κραυγαί ή φωναί υστερικαί ή στεναγμοί και οιμωγαί και λιποθυμίαι, ούτε ενθουσιασμός ακράτητος και άλογος παρατηρείται εις την κοινωνίαν των αγίων εκείνων ανθρώπων. Η αξιοθαύμαστος διαύγεια της κρίσεως, η κινούσα τους Αποστόλους, η αυτή κυριαρχεί και μεταξύ πάντων των μελών της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Η αυτή δραστηριότης, η αυτή γαλήνη και ειρήνη και πνευματική ηρεμία. Και με ποίον δικαίωμα έπειτα την ουρανίαν πολιτείαν των αξιοθαυμάστων εκείνων ανθρώπων θα εχαρακτηρίζομεν ως κοινωνίαν φαντασιοπλήκτων;
9) Δεν εξηγεί το ευάριθμον των εμφανίσεων.
Την δήθεν έξαψιν της φαντασίας των μαθητών, εξ ης προέκυψαν αι οπτασίαι του αναστάντος διδασκάλου, ο Renan χαρακτηρίζει ως παροξυσμόν ισχυρόν. Περί δε των αυτοπτών της αναστάσεως δεν διστάζει να ισχυρισθή, ότι εμεθύσκοντο οι μεν υπό των δε και εξηπάτων αλλήλους δια των φαντασιοπληξιών αυτών. Και δεν δυσκολεύεται να προσθέση, ότι «αι οπτασίαι επολλαπλασιάζοντο αδιακόπως».
Αλλά από τον ισχυρότατον τούτον ψυχικόν παροξυσμόν υπερπεντακοσίων προσώπων, πώς προήλθον τόσον ολίγαι εμφανίσεις του Ιησού; Και το πράγμα καθίσταται επί πλέον ανεξήγητον, εάν λάβωμεν υπ” όψει, ότι την τεσσαρακοστήν ημέραν από της αναστάσεως παύουσιν αποτόμως αι προς τους Αποστόλους εμφανίσεις του Χριστού. Αλλά πώς; Άπαξ η φαντασία των πρώτων Χριστιανών εισήλθεν εις την οδόν της αποπλανήσεως, κατά τίνα τρόπον θα ήτο δυνατόν αποτόμως και αμέσως να τεθή εκ νέου επί της οδού της ευθυκρισίας; δεν θα ευρίσκετο ουδείς από τους υπερπεντακοσίους εκείνους, του οποίου η φαντασία να εξακολουθή πάσχουσα και μετά την τεσσαρακοστήν ημέραν;
Τοσαύτα και περί της υποθέσεως τον δια της φαντασίας οπτασιών του Ιησού.
([1]) Fragmente σελ. 427 και εξής.
([2]) Eν τω υπ” αυτού κατά το 1901 δημοσιευθέντι βίω του Ιησού.
([3]) Eν τω Hand – Commentar αυτού εις τους συνοπτικούς τω εκδοθέντι τω 1889 και 1901.
([4]) Jesus 1913 σελ. 104.
([5]) Jesus de Nazarclh, Paris 1907 I σελ. 461 και εξής.
([6]) Ούτω το ανόητον αυτής ανεγνώρισαν oι P. W. Schiniedel (ενθ” ανωτ. Encycl. Biblica τόμ. IV στηλ. 4066-4067), Α. Meyer (Die Auferstehung Christi σελ. 117) και αυτός ο Strauss (Das Leben Jesu für das deutsche Volk bearbeitel, Leipzig 1864). ο Devivier (μν. εργ. σελ. 193) περιλαμβάνει ως έπεται τους λόγους, δι’ ους η υπόθεσις της κλοπής παρουσιάζεται ασύστατος: 1 ) Δεν είχον λόγον οι απόστολοι να προδώσιν εις την κλοπήν. Διότι ή επίστευον εις επικειμένην ανάστασιν του Διδασκάλου, οπότε έδει ν” αναμείνωσι και ουδεμία ανάγκη ήτο να προδώσιν εις κλοπήν· ή δεν επίστευον, οπότε φυσικώτερον ήτο να εγκαταλίπωσιν ολοτελώς την υπόθεσιν και την μνήμην ανθρώπου, προς τον οποίον πλέον δεν είχον την παραμικράν πίστιν· η αμφεταλαντεύοντο, οπότε η κοινή λογική θα τους ωδήγει να περιμείνωσι την έκβασιν και τας συνεπείας αυτής. 2) Τουναντίον οι απόστολοι είχον λόγους ισχυρούς, υποχρεούντας αυτούς να μη προβώσιν εις το εγχείρημα της κλοπής. Ήσαν δ” ούτοι. α) Το ότι εκυκλούντο υπό άσπονδων εχθρών του Ιησού, παρ” ων εν περιπτώσει, ανακαλύψεως θ’ ανέμενον σκληράς τιμωρίας και τον θάνατον αυτόν. Β) Το ότι θα παρημποδίζοντο υπό του φόβου του κρίματος της θείας δικαιοσύνης εφ” όσον θα απετόλμων απάτην ούτω βλάσφημον και ασεβή. γ) Το ότι δεν είχον σοβαράς ελπίδας άνθρωποι αγράμματοι, και άνευ επιρροής να επιτύχωσιν εις σχέδιον ούτω ριψοκίνδυνον και άνοπτον, κατά το οποίον απατεών τις, σταυρωθείς υπό των συμπατριωτών του, θα επεβάλλετο υπ’ αυτών εις την λατρείας των ανθρώπων ως αληθής Θεός· και δ) Το ότι, εάν ο Ιησούς δεν ανίστατο, φυσικόν ήτο να κινήση μάλλον την αγανάκτησιν των μαθητών, διότι εξηπατήθησαν ούτοι και καταισχυνθέντες εβυθίσθησαν εις την αθλιότητα. 3) Αλλά και εάν οι απόστολοι απεφάσιζαν την κλοπήν, ήτο αδύνατον να αχθή αυτή εις πέρας. Διότι εφ” όσον εφρουρείτο ο τάφος, έπρεπε να χρησιμοποιήσωσιν ή β ί α ν κατά των φυλάκων, πράγμα αδύνατον δι’ ανθρώπους δειλούς, εγκαταλείποντας τον διδάσκαλον εν Γεσθημανή, ή δ ω ρ ο δ ο κ ί α ν, πράγμα το οποίον ου μόνον απήτει χρήματα, ων εστερούντο οι απόστολοι, αλλά και δεν ήτο και ευχερής, διότι εις και μόνον εκ των φυλάκων εάν ηρνείτο, η δωροδοκία θα προεδίδετο, ή α π ά τ η ν, ήτις καθίστατο αδύνατος, διότι πώς θα επλησίαζον τον τάφον, πώς θα απεκύλιον τον τεράστιον λίθον και πώς θα υπεξήτουν το σώμα αποσπώντες μάλισπα απ’ αυτού τα οθόνια και καταλείποντες ταύτα, χωρίς να γίνωσιν αντιληπτοί;
([7]) «Α! εκοιμώντο, λέγεται, οι φύλακες! Παρατηρεί ο ιερός Αυγουστίνος. Αλλ’ όταν ομιλήτε ούτω, μήπως κοιμάται, το λογικόν σας περισσότερον παρ’ όσον οι φύλακες; Εάν εκοιμώντο, τι είδον; Και εάν δεν είδον τίποτε, τίνος είναι μάρτυρες; Τι είδους μάρτυρες είναι οι μάρτυρες οι κοιμώμενοι! Εις τι περιλαμβάνεται η μαρτυρία των; Ιδού. Είναι ως να έλεγον: Μαρτυρούμεν, ότι οι μαθηταί του Ιησού υπεξήρεσαν το σώμα του˙ και η μαρτυρία μας είναι απολύτως αδιαμφισβήτητος, διότι, όταν το σώμα υπεξηρέθη, εκοιμώμεθα ύπνον τοσούντον βαθύ, ώστε ούτε ηκούσαμε, ούτε είδομεν τίποτε!» (Tract. In Psalmos παρά Duplessy μν. εργ. σελ. 316).
([8]) Eludes sur les Εvangiles έκδ. 4, Paris 1905 σελ. 311-316.
([9]) Αυτόθ. σελ. 315.
([10]) Ένθ’ ανωτ.
([11]) Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολ. II 19.
([12]) Turton, μνημ. εργ. σελ. 388.
([13]) Drei ersteti Jahrhunderlc έκδ. β” σελ. 39.
([14]) Vie nouvelle I σελ. 382-383.
([15]) Hettinger, Apologetique σελ. 508.
([16]) Das Christentum und die Christlievhe Kirche der drei ersten Jahrhunderte έκδ. γ’ σελ. 45.
([17]) Την υπόθεσιν ταύτην ο Paulus ανέπτυξεν εν Das Leben Jesu als Grundlage einer reinen Geschichte des Urchristentums, Heidelberg 1828. Ο Hase δε υπεστήριξε ταύτην εν τω Leben Jesu (εκδοθέντι το πρώτον το 1819 και εις πέμπτην έκδοσιν τω 1865) και εν τη Gesehichte Jesu (Leipzig 1876). Κατά τον παρόντα αιώνα υποστηρίχθη η υπόθεσις αύτη υπό των W. Sand (Le vérite sur la mort de Jesus—Christ, Paris 1902), R. Calluaud (Le probleme de la resurrection de Christ, Paris 1909) και των θεοσόφον εν γένει.
([18]) Jesus von Nazara τόμ. IΙΙ σελ. 573-576.
([19]) ένθ΄ανωτ.
([20]) ένθ΄ανωτ.
([21]) Eν Streitsehriften zur Verteidung meiner Schrift über das Leben Jesu, Tubingen 1837.
([22]) Jésus de Nazareth τόμ. ΙΙ σελ. 455.
([23]) Hettinger, Apologétique σελ. 505.
([24]) ένθ’ ανωτ.
([25]) Ιωσήπου βίος 75.
([26]) ένθ’ ανωτ. τόμ. ΙΙΙ σελ. 455-456.
([27]) Vie nouvelle I σελ. 394-395.
([28]) Turton μν. εργ. σελ. 408.
([29]) A. Reville ένθ’ ανωτ. σελ. 456.
([30]) Renan, Les apotres σελ. 2-5.
([31]) Quelgues lettres sur les questions actuelles, Paris 1908 σελ. 93. Και αλλαχού ο αυτός σημειοί τα εξής: «Δύναται τις να υποθέση, ότι οι στρατιώται κατεβίβασαν το σώμα από του σταυρού προ της εσπέρας και έρριψαν αυτό εν κοινώ τινι λάκκω όπου φύρδην μίγδην ερρίπτοντο τα λείψανα των εκτελουμένων. Ο,τιδήποτε και αν είναι περί τού τελευταίου τούτου σημείου, οι όροι της ενταφιάσεως υπήρξαν τοιούτοι, ώστε μετά τινας ημέρας θά ήτο αδύνατον να αναγνωρισθή το σώμα του Σωτήρος και αν έτι ανεζητείτο» (Les Évangiles Synoptiques, Introduction κεφ. VII σελ. 223).
([32]) The historical evidence for the Resurrection of Jesus Christ, London 1907 σελ. 250.
([33]) ένθ’ ανωτ. (Encyclopaedia Biblica) IV στήλη 4066.
([34]) Ματθ. κζ” 57-61, Μαρκ. ιε” 42-47, Λουκ. κγ” 50-55, Ιωαν. ιθ” 38-42.
([35]) Osten und Plingsten, Leipzig 1903 σελ. 11.
([36]) ένθ’ ανωτ. σελ. 50.
([37]) Εν συλλογή των αντιχριστιανικών Ιουδαϊκών μυθευμάτων των προ του ιγ” αιώνος γνωστών υπό τον τίτλον Toledoth – Jeshu.
([38]) ένθ’ ανωτ. σελ. 51.
([39]) Sanhedrin VI, 4, 9, 10.
([40]) Πρβλ. Turton ένθ” άνωτ. σελ. 395.
 
ΙΙΙ. Αι εμφανίσεις του Χριστού δεν υπήρξαν φαινόμενα πνευματιστικά.
Πολύ μετριωτέρα της υποθέσεως των Strauss και Rcnan υπήρξεν άλλη τις υπόθεσις, η οποία δεν αποδίδει μεν την περί αναστάσεως πίστιν των Αποστόλων εις την φαντασιοπληξίαν αυτών, δεν αποδέχεται όμως και την εκ νεκρών ανάστασιν του Χριστού. Οι υποστηρίξαντες την υπόθεσιν ταύτην Keini, Schenkel, Schweitzer και Lotze αποδέχονται μεν, ότι όντως και αληθώς έλαβον χώραν εμφανίσεις του Ιησού εις τους μαθητάς, αλλ” ήσαν αύται καθ” ολοκληρίαν πνευματικαί. Δια να ανυψώση το καταπεπτωκός θάρρος των Αποστόλων ο θεός επέτρεψεν, ίνα ο νεκρός μεν τω σώματι, ζων δε τω πνεύματι Ιησούς, εμφανίσθη εις αυτούς δια να πληροφορήση τούτους περί της εν ουρανοίς ενδόξου του ζωής και περί του ευρυτάτου μέλλοντος της Εκκλησίας αυτού. Βεβαίως δε αι τοιαύται εμφανίσεις δεν προϋποθέτουσι το θαύμα της εκ νεκρών αναστάσεως του Ιησού. Αι πνευματικαί αύται εμφανίσεις, κατά τον Keim, υπήρξαν οιονεί τα ουράνια τηλεγραφήματα, τα οποία ο Θεός απηύθυνεν εις τους Αποστόλους ([1])
Aλλά και η υπόθεσις αύτη ελέγχεται αβάσιμος και ασύστατος:
1) Από το άσκοπον αυτής.
Και εάν αποδεχθώμεν, ότι ο Ιησούς, καίπερ μη αναστάς, έδωκεν ουρανόθεν σημεία ζωής και απέστειλεν ουράνια τινα τηλεγραφήματα προς τους Αποστόλους, πάλιν το θαύμα της υπερφυσικής επικοινωνίας του Ιησού προς τους μαθητάς μετά τον θάνατον και την ταφήν αυτού μένει. Προς τίνα λοιπόν σκοπόν να αρνηθώμεν την ανάστασιν; Εάν την αρνηθώμεν επί τω λόγω, ότι η ανάστασις ενός νεκρού είναι αδύνατος, με ποίον δικαίωμα θα διετεινόμεθα, ότι τα εξ ουρανού τηλεγραφήματα του νεκρού μεν τω σώματι, ζώντος δε τω πνεύματι Ιησού είναι δυνατά;
2) Από την ασυμφωνίαν αυτής προς τα Ευαγγελικά κείμενα.
Διά της νέας ταύτης υποθέσεως ενώ δεν κερδίζομεν τίποτε κατά των αρνουμένων το υπερφυσικόν, εξ άλλου προσκρούομεν εξ ολοκλήρου εις την αφήγησιν των Ευαγγελίων. Και αληθώς· δια της υποθέσεως ταύτης δεν εξηγείται, ούτε πώς αι εμφανίσεις παρουσιάζουσι τον Ιησούν αναστρεφόμενον και συντρώγοντα μετά των Αποστόλων του και ψηλαφώμενον υπ” αυτών, ούτε πώς ευρέθη ο τάφος κενός. Εάν επρόκειτο περί πνευματικής όλως εμφανίσεως του Ιησού, τι λοιπόν απέγινε το σώμα του;
3) Από το περιεχόμενον των ουρανίων τούτων τηλεγραφημάτων.
Εάν παραδεχθώμεν, ότι πρόκειται περί ουρανίων τηλεγραφημάτων, τότε γεννάται το ερώτημα: πώς από το περιεχόμενον των τηλεγραφημάτων τούτων επείσθησαν οι Απόστολοι, ότι ο Διδάσκαλος ανέστη; τα τηλεγραφήματα αυτά θα έπρεπε να μεταδώσωσι πραγματικάς πληροφορίας εις τους Αποστόλους και να μη έχωσι τοιούτο περιεχόμενον, ώστε αυτοί πάντοτε να ειδοποιώνται δι” αυτών, ότι ο διδάσκαλος πράγματι ανέστη. Εφ” όσον δε ο εξ ουρανού επιστέλλων αυτά έβλεπεν, ότι οι Απόστολοι παρενόουν ταύτα, θα έπρεπε να διασαφηνίση το περιεχόμενόν των, να επικοινωνήση προς αυτούς και δια φωνής ακόμη δια να εξαγάγη τούτους της πλάνης. προς τι οι Απόστολοι και δι” αυτών η Εκκλησία, του ουρανού ανεχομένου και υποθάλποντος, να πιστεύσωσιν εις εν ψεύδος; ([2])
Τοσαύτα και περί της υποθέσεως ταύτης, ήτις καταντά να μεταβιβάση την ευθύνην της αποπλανήσεως των Αποστόλων εις αυτόν τον αψευδή Θεόν, τον δια τοιούτων τηλεγραφημάτων προς αυτούς επικοινωνήσαντα.
Γ) Η υπόθεσις των εθνικών επιδράσεων.
Οι οπαδοί του συγκρητισμού εξέλαβον τας περί αναστάσεως του Ιησού Χριστού αφηγήσεις, ως μύθον προελθόντα εξ επιδράσεως και δανείων εκ των ειδωλολατρικών μυστηριακών θρησκειών. Είναι εν τούτοις αξιοσημείωτον, ότι σήμερον η υπόθεσις των αμέσων δανείων εκ των εθνικών θρησκειών θεωρείται γενικώς απαράδεκτος και τούτο διότι είναι πρόδηλος η οξεία αντίθεσις, εις την οποίαν από των πρώτων βημάτων της εμφανίσεως αυτού περιήλθεν ο Χριστιανισμός προς τον ειδωλολατρικόν κόσμον. Δέχονται δια τούτο ότι υπάρχουν έμμεσα, ούτως ειπείν, δάνεια, τα οποία δια του Ιουδαϊκού περιβάλλοντος, ως ενδιαμέσου τινός αγωγού μετεδόθησαν εις τον γεννώμενον Χριστιανισμόν. Και η περί αναστάσεως του Χριστού ιδέα είναι λοιπόν, λέγουν, δυνατόν να εδέχθη – ουδείς κατά τον L. de Grandmaison ([3]) λέγει ότι ωρισμένως και βεβαίως εδέχθη – την επίδρασιν εκ των τότε ευρύτατα διαδεδομένων ανά τον εθνικόν κόσμον ιδεών περί θεών σωτήρων αποθνησκόντων και ανισταμένων. Ο Η. Gunkel ([4]) εκθέτει την υπόθεσιν ταύτην ως εξής: ο Ιησούς δεν είναι ο μόνος ή ο πρώτος των θείων όντων, εις την ανάστασιν του οποίου επίστευσαν οι άνθρωποι. Η πίστις εις τον θάνατον θεών επακολουθούμενον υπό επανόδου τούτων εις την ζωήν, υφίστατο κυρίως μεν εν Αιγύπτω, έπειτα δε και εν Βαβυλώνι, Συρία, και Φοινίκη. Αρχεγόνως επρόκειτο περί φαινομένων φυσικών λαμβανομένων ως στιγμών θείας ζωής. Οι θεοί του ήλιου ή της βλαστήσεως αναγεννώνται την πρωΐαν ή το έαρ. Αναμφιβόλως είναι δύσκολον να υποθέσωμεν, ότι τα σύμβολα και αι ιδέαι αύται έσχον άμεσον επίδρασιν επί των μαθητών του Χριστού. Αλλ” εν τω Ιουδαϊσμώ αυτώ δεν υπήρχεν ίχνος τι ιδεών συγγενών; Βεβαίως ο επίσημος Ιουδαϊσμός της εποχής του Ιησού ηγνόει πάντα ταύτα. Αλλά ποίος θα είπη, ότι η ιδέα αύτη δεν κατέστη δυνατόν να σχηματισθή εις ιδιαιτέρους τινάς κύκλους απομεμακρυσμένους; Τοσούτω δε μάλλον, όσω ο χρόνος, καθ” ον τοποθετείται η ανάστασις του Χριστού, καθιστά την υπόθεσιν πιθανωτέραν. Η ανάστασις του Χριστού λέγεται, ότι έλαβε χώραν την πρωΐαν της Κυριακής του Πάσχα κατά την ανατολήν του ήλιου. Τυχαία είναι η σύμπτωσις αυτή; ο νεκρός θεός εις τας ανατολικάς θρησκείας ανεγεννάτο την πρωΐαν μετά του ηλίου, του οποίου ήτο η προσωποποίησις, και κατά το έαρ. Ας προχωρήσωμεν έτι πλέον. Ο Χριστός ανέστη την τρίτην ημέραν ή κατά την τρίτην ημέραν. Διατί; οι πρώτοι Χριστιανοί έλεγον: Διότι τούτο είχε προφητευθή. Αλλ” εάν θέλη τις να εξηγήση πόθεν προέρχεται η ιδέα αύτη της τρίτης ημέρας και η σπουδαιότης, η αποδιδομένη εις αυτήν, πρέπει να ανατρέξωμεν εις τας ξένας θρησκείας. Ο αριθμός τρία είναι πράγματι ιερός αριθμός εις πολλάς ανατολικάς θρησκείας. Και εν τη Ιουδαϊκή παραδόσει παίζει εξ ίσου ρόλον τινά… Εν δε τη Ελληνική μυθολογία ο Απόλλων την τετάρτην ημέραν μετά την γέννησίν του μεταβαίνει εις τον Παρνασσόν· και φονεύει τον όφιν Πύθωνα. Εν συνόλω και κατά την Γραφήν τρείς ή τρείς και ήμισυς είναι ο χρόνος του κακού θριαμβεύοντος, του χάους, της κακοποιού δυνάμεως, τον οποίον διαδέχεται η νίκη του αγαθού, του φωτός, της αγαθοποιού δυνάμεως. Ο χειμών, τον οποίον διαδέχεται το έαρ, και η αναγέννησις του ηλίου διαρκεί τρεις μήνας ή τι πλέον. Εκ τούτου συνάγεται λοιπόν εξήγησίς τις του θαυμασίου αριθμού τρία εφαρμοζομένου εις την ανάστασιν του Ιησού και η εξήγησις αύτη είναι, ότι πριν ή ο Ιησούς υπάρξη, υφίστατο εις τα περιβάλλοντα τα Ιουδαϊκοσυγκρητιστικά πίστις εις τον θάνατον και την ανάστασιν του Χριστού ([5]). Και με ολίγας λέξεις ο θάνατος και η ανάστασις του Ιησού Χριστού αποτελούσιν είτε κατά το σύνολον είτε κατά μέγα μέρος μύθον αντιγραφέντα εκ των νεκραναστάσεων των μυστηριακών θεών, αι οποίαι απαντούν εις τας ειδωλολατρικάς μυστηριακάς θρησκείας.
Αλλά και η υπόθεσις αύτη ελέγχεται ασύστατος δια τους κάτωθι λόγους:
1) Εκ της ανεπαρκείας των πηγών της επιδράσεως.
Ομολογείται, ως είπομεν ήδη, ότι η άμεσος εκ των εθνικών θρησκειών επίδρασις είναι απίθανος και τουτ” αυτό αδύνατος. Ομολογείται ωσαύτως ότι και η έμμεσος επίδρασις δεν εγένετο δια του επισήμου Ιουδαϊσμού, αλλ” εξ ιδιαιτέρων τινών κύκλων μεμακρυσμένων. Ο επίσημος Ιουδαϊσμός δηλαδή έμεινεν ανεπηρέαστος και θα επηρεάζετο ο Χριστιανισμός, ο οποίος ευθύς εξ αρχής προς τα ειδωλολατρικά στοιχεία έλαβε θέσιν εχθρικωτέραν και αυτού του Ιουδαϊσμού;
2) Εκ της βεβιασμένης συμφωνίας των αριθμών.
Η Γραφή ομιλεί περί τριών και ημίσεος καιρών. Και υποστηρίζεται, ότι τρεις και ήμισυς καιροί εκπροσωπούσι την χρονικήν περίοδον της κυριαρχίας του κακού. Ποία συμφωνία δύναται πράγματι να υπάρξη μεταξύ τριών και ημίσεος καιρών αφ” ενός και τριών ημερών ουχί πλήρων αφ” ετέρου; Ή, πώς δύναται να ταυτισθή ο αριθμός των τεσσάρων ημερών του Απόλλωνος προς τας τρεις μη πλήρεις ημέρας της ταφής και αναστάσεως του Κυρίου;
3) Εκ της αοριστίας και αισχρότητος των ειδωλολατρικών μύθων.
Περί των σωτήρων των αρχαίων εθνικών μυστηριακών θρησκειών, εάν περιορισθώμεν να συμβουλευθώμεν ένα μόνον συγγραφέα της αρχαιότητος, ενδέχεται να πλανηθώμεν και να νομίσωμεν, ότι αι περί αυτών πληροφορίαι είναι ωρισμέναι και συγκεκριμέναι. Όταν όμως ερωτήσωμεν πλείονας του ενός εκ των αρχαίων συγγραφέων, τότε, καθώς παρατηρεί ο Η. Pinard de la Boullay ([6]), διαπιστούμεν μεταξύ των πληροφοριών των διαφοράς σχεδόν απελπιστικάς. Εάν δε συγκρίνωμεν και εγγράφους μαρτυρίας διαφόρων εποχών, η ασυμφωνία οξύνεται. Όπως εις τα νέφη η πραγματική πνοή του ανέμου προσδίδει διαφόρους μορφάς, Ούτω και εις τας περί των θεών τούτων μυθολογικάς παραδόσεις κρατεί η αυτή αστάθεια και ρευστότης.
Η ιστορία ενός εκάστου των μυθικών τούτων θεών χάνεται εις την αοριστίαν των μύθων. Ο θάνατος δε και η αναβίωσίς του έχουν την πλαστικότητα των συμβόλων και την αισχρότητα των φυσικών μύθων. Υπό τα διάφορα ονόματα των θεών τούτων συμβολίζονται αι αφανείς και ανώνυμοι της φύσεως δυνάμεις, αι στερούμεναι ηθικής τινος αξίας, αι οποίαι καθορίζουσι τας κυρίας φάσεις του δράματος κατά το οποίον εκτυλίσσονται τα παθήματα και ο θρίαμβος του μυστηριακού θεού. Εις τα δράματα ταύτα περιγράφονται περιπέτειαι φανταστικαί, και, εκλαμβανόμενα ταύτα αλληγορικώς, εκφράζουσιν ή την αρχήν του κόσμου ή τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα ή τας μεταβολάς της βλαστήσεως και καρποφορίας της γης.
Πρέπει, όμως, να ληφθή επί πλέον υπ” όψει και τούτο: εις την αρχήν όλων τούτων των μύθων δεν είναι εν μόνον πρόσωπον, αλλά ζεύγος τι θεού και θεάς, η πρώτη δε θέσις ανήκει εις την γυναίκα και η περί αυτήν υφανθείσα εν τη αρχή απεχθής και μυσαρά ιστορία δεν κατέστη δυνατόν να εξαλειφθή δια των στοιχείων της αλληγορίας, τα οποία μεταγενεστέρως συνυφάνθησαν. Όλως τουναντίον εν τη ιστορία των παθημάτων και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού έχομεν το συγκεκριμένον και σαφώς καθωρισμένον, το οποίον παρουσιάζουν μόνον τα αυθεντικά ιστορικά γεγονότα. Έχομεν· ενταύθα αληθή άνθρωπον, πρόσωπον ιστορικόν, εις επακριβώς ωρισμένην εποχήν γεννώμενον και θνήσκον, διωκόμενον υπό των εχθρών του, ιστορικών και τούτων προσώπων, και σταυρούμενον υπό τα όμματα των μαθητών του και υπό την έγκρισιν της Ρωμαϊκής εξουσίας. Τίποτε το αόριστον, το αλληγορικόν, το αναφερόμενον εις συμβολισμόν τινα. Ο Ιησούς Χριστός, πρόσωπον ιστορικόν, είναι Θεός ενανθρωπήσας, ο οποίος αποθνήσκει και ανίσταται δια να οδηγήση τους πιστούς του εις νέαν εσωτερικήν ηθικήν ζωήν και μετά θάνατον εξασφαλίση εις αυτούς την αιώνιον βασιλείαν. Τοιαύτην ιδέαν και τοιούτον απολυτρωτικόν θάνατον και ανάστασιν του Σωτήρος Θεού εις ουδεμίαν των μυστηριακών θρησκειών ανευρίσκομεν. Και αυτό ακόμη το επίθετον Σωτήρ δεν αποτελεί τον χαρακτηρισμόν των μυστηριακών τούτων θεοτήτων και δεν αποδίδεται εις αυτάς προ της εποχής του Χριστιανισμού ([7]). Εις ουδεμίαν δε των μυστηριακών τούτων θρησκειών δυνάμεθα ν’ ανακαλύψωμεν θεόν ενδιαφερόμενον να εξιλεώση την αμαρτωλόν ανθρωπότητα. Η σωτηρία, την οποίαν υπόσχονται αι μυστηριακαί θρησκείαι του ειδωλολατρικού κόσμου, είναι όλως εξωτερική και πρόσκαιρος, αναφερομένη εις τας καταδρομάς της ειμαρμένης, και δεν είναι συνδεδεμένη προς πνευματικήν αναγέννησιν του μύστου, ουδέ προς εσωτερικήν επιστροφήν αυτού.
4) Στηρίζεται επί αναχρονισμού.
Αι μεγάλαι επιστολαί του Παύλου, αι οποίαι αποτελούν τα πρώτα γραπτά μνημεία, εις τα οποία επιβεβαιούται ρητώς το πάθος και η ανάστασις του Ιησού Χριστού και αναπτύσσεται η απολυτρωτική και κοσμοσωτήριος σημασία τούτων, εδημοσιεύθησαν κατ” αυτό το πρώτον ήμισυ του πρώτου χριστιανικού αιώνος. Αλλά κατά την εποχήν ταύτην όχι μόνον αι λατρείαι των Ινδιών και της Βαβυλώνος ήσαν ελάχιστα γνωσταί εις τον Ελληνορρωμαικόν κόσμον, αλλά και αυταί αι ανατολικαί λατρείαι του Διονύσου, του Μίθρα, της Ίσιδος και της Κυβέλης, ήσαν ελάχιστα διαδεδομέναι. Η ανά τον εθνικόν κόσμον διάδοσις των θρησκειών τούτων συνετελέσθη μεταγενέστερον. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να δεχθώμεν την επίδρασιν τούτων επί του Χριστιανισμού κατά χρόνον, καθ” ον ουδ” αυτός ακόμη ο εθνικός κόσμος είχεν υποκύψει υπό την επίδρασιν ταύτην; ([8])
5) Εκ της επί μέρους συγκρίσεως του αναστάντος Ιησού, προς τους πάτρωνας των εθνικών θρησκειών.
Απλή αντιπαραβολή μεταξύ των λεπτομερειών του θανάτου και της αναστάσεως του Κυρίου αφ” ενός, και του δράματος των παθημάτων και του θριάμβου ενός εκάστου εκ των πατρώνων των μυστηριακών θρησκειών αφ” ετέρου, πείθει ότι ουδέ σύγκρισις δύναται να χωρήση μεταξύ τούτων και ουδεμία ουδέ πόρρωθεν δύναται να σημειωθή πραγματική αναλογία μεταξύ αυτών.
Ούτως, εξ όλων των θεών των θανόντων, ο Όσιρις είναι ο περισσότερον μαρτυρούμενος, είτε δια την αφθονίαν των εγγράφων πηγών των αφορωσών εις την Αιγυπτιακήν θρησκείαν είτε διότι ο Πλούταρχος αφιέρωσεν ιδίαν πραγματείαν περί αυτού. Ο Όσιρις είναι η προσωποποίησις της βλαστήσεως, της εύφορου φύσεως της Αιγύπτου και του ζωοπαρόχου ύδατος του Νείλου. Αυτός τακτοποιεί το χάος βοηθούμενος υπό της αδελφής άμα και συζύγου αυτού Ίσιδος, αλλ” ο αδελφός αυτού Σήθ ή Τυφών, όστις είναι η προσωποποίησις της καυστικής ερήμου, τον επιβουλεύεται και δι” απάτης κατορθώνει να εγκλείση αυτόν εις κιβώτιον, όπερ ερρίφθη εις τον Νείλον, και να σφετερισθή τον θρόνον αυτού. Ολίγον έπειτα ο Σήθ κατακόπτει εις τεμάχια το πτώμα του Οσίριδος και διασκορπίζει αυτά. Τούτο δε αποτελεί το πάθος του Οσίριδος. Ποίαν σχέσιν δύναται να έχη τούτο προς το πάθος του Κυρίου;
Αλλά και τα επακολουθήσαντα το πάθος του Οσίριδος ουδεμίαν σχέσιν η ομοιότητα παρουσιάζουσι προς τα μετά το πάθος του Κυρίου. Διότι κατά την αιγυπτιακήν μυθολογίαν, η Ίσις, ανευρούσα εις το Δέλτα του Νείλου πάντα τα τεμάχια του πτώματος του Οσίριδος, χάρις εις την μαγικήν αυτής δεξιότητα, δεν επιτυγχάνει μεν παρά τας αποπείρας αυτής όπως ζωοποιήση το ανασυσταθέν πτώμα, ανασυνθέτει όμως αυτό και επιτυγχάνει να γονιμοποιηθή υπ’ αυτού και να γεννήση υιόν αυτού τον Ώρον, όστις έμελλε να εκδικήση τον πατέρα αυτού. Πράγματι ο Ώρος ως πρώτην φροντίδα αυτού εκδηλοί ν” αποδώση τας οφειλομένας επικηδείους τιμάς εις τον νεκρόν του πατρός του, χάρις δε εις την ταρίχευσιν και τας τιμάς ταύτας, ο Όσιρις δύναται να θεοποιηθή και να ζήση νέαν τινα ζωήν εις άλλον κόσμον. Τα μυστήρια ούτω του Οσίριδος εξετυλίσσοντο εις τρία δράματα ή τρεις κυρίας αναπαραστάσεις· τας αναπαραστάσεις του θανάτου, της ταφής και του θριάμβου του Οσίριδος. Περί αναστάσεως όμως του Οσίριδος δεν γίνεται λόγος, αλλά μόνον περί θεοποιήσεως αυτού. Ο Όσιρις ανίστατο εις το πρόσωπον του υιού αυτού Ώρου ([9]).
Δ ι ό ν υ σ ο ς ο Ζ α γ ρ ε ύ ς είναι ο πάτρων των Ορφικών μυστηρίων. Εγεννήθη εκ του Διός βιάσαντος την θυγατέρα αυτού Περσεφόνην και παρίσταται κερασφόρος. Ο Ζεύς, φοβούμενος τας παγίδας της ζηλοτύπου Ήρας, ενεπιστεύθη την ασφάλειαν του μικρού Διονύσου εις τους εν Κρήτη Κουρήτας. Παρά ταύτα όμως ο μικρός Διόνυσος κατεσπαράχθη υπό των Τιτάνων και κατετεμαχίσθη υπ” αυτών. Και άλλα μεν εκ των τεμαχίων τούτων κατεβροχθίσθησαν υπό των Τιτάνων, άλλα δε ετάφησαν κατά διαταγήν του Διός υπό του Απόλλωνος. Μόνη δε η καρδία του μικρού Διονύσου παρέμεινε πάλλουσα και μετεφέρθη υπό της Αθηνάς εις τον Δία. Και κατά μίαν μεν έκδοσιν κατεβροχθίσθη αύτη υπ” αυτού του Διός, κατ” άλλην δε υπό της Σεμέλης και εδόθη ούτω γέννησις εις δεύτερον Διόνυσον. Ιδού, τί θέλουν να παρουσιάσωσιν ως πάθος και ανάστασιν του Διονύσου, παρατηρεί ο de la Boullaye ([10]). Καταδιωχθείς υπό της δικαίας οργής μιας θεάς ο μικρός ούτος θεός, ο Διόνυσος, αποθνήσκει χωρίς να σκέπτεται τι περί των ανθρώπων, οι οποίοι ακόμη δεν έχουν δημιουργηθή, αναγεννάται δε ως άλλος Διόνυσος εις άλλην προσωπικότητα ([11]).
Ο Ά δ ω ν ι ς, θεός Σύρος, προερχόμενος εκ Μεσοποταμίας, όπου υπό το όνομα Θαμμούζ κατείχε σπουδαίαν θέσιν εις το πάνθεον του Σουμερίων, υπήρξε νέος ωραίος αγαπώμενος συγχρόνως υπό τε της Αφροδίτης και της Περσεφόνης. Φονευθείς δε υπό αγριοχοίρου τινός διεκδικείται υπ” αμφοτέρων των θεών, έως ου ο Ζεύς αποφασίζει να διέρχεται ο Άδωνις τέσσαρας μήνας μετά της μιας θεάς και τέσσαρας μετά της ετέρας, τους δε λοιπούς τέσσαρας να διαθέτη κατά την αρέσκειάν του. Κατά τας τελετάς του Θαμμούζ – Αδώνιδος επειδή ούτος καθ” έκαστον έτος έπρεπε ν” αποθάνη καταβαίνων εις τον Άδην και τιθέμενος εις την διάθεσιν της Περσεφόνης, εγίνετο κλαυθμός και κοπετός επί του ερωμένου της Αφροδίτης (της άλλως γνωστής εν Συρία υπό το όνομα Αστάρτη και εν Βαβυλώνι υπό το όνομα Ιστάρ), ήτις ήτο η προσωποποίησις της γενετηρίου δυνάμεως και η οποία καθ” έκαστον έτος μετέβαινεν εις τον Άδην προς αναζήτησιν του ερωμένου αυτής. Κατά την διάρκειαν της απουσίας της Αφροδίτης εγίνοντο θρήνοι επικήδειοι μετά πενθίμων ωδών περί το άγαλμα του θεού. Η όλη τελετή μετά των ηρώων αυτής εξεικόνιζε την φύσιν μετά της βλαστήσεως και γονιμοποιήσεως της γης, η οποία υπό τον καύσωνα του θέρους κάμπτεται και θερίζεται, ίνα ταφή κατά τον χειμώνα ουχί όμως και άνευ ελπίδος τινός επανόδου ([12]).
Ο Ά τ τ ι ς και η Κ υ β έ λ η είναι θεότητες Φρυγικαί, εκ των οποίων κυρίως η Κυβέλη λατρεύεται, γνωστή από των μέσων του πρώτου μ. Χ. αιώνος μέχρι του τετάρτου ως θεά υπό το όνομα «μεγάλη μήτηρ θεά», ή «η μήτηρ των θεών και των ανθρώπων». Ο Άττις παραμένει και ζη εν τη σκιά της Κυβέλης, αντικείμενον και θύμα άμα της αγάπης της. Υπάρχουσι διάφοροι εκδόσεις του περί Άττεως και Κυβέλης μύθου. Κατά την παρ” Οβιδίου, Ιουλιανού του παραβάτου και Σαλλουστίου προτιμωμένην, ο Άττις, εκτεθείς άμα τη γεννήσει του εις τους καλαμώνας του ποταμού Γάλλου, εσώθη υπό της Κυβέλης, η οποία εράται τούτου και αποσπά απ” αυτού την υπόσχεσιν, ότι δεν θα ηγάπα ποτέ άλλην γυναίκα. Αλλ” ο νεαρός ποιμήν, συναρπαγείς υπό του κάλλους της νύμφης Σαγγαρίας, δείκνυται άπιστος προς την θεάν. Η Κυβέλη όμως ειδοποιηθείσα υπό λέοντος, εν εκρήξει ζηλοτυπίας, συντελεί τον όλεθρον της αντιζήλου και οδηγεί εις παραφροσύνην τον Άττιν, όστις εις τας πρώτας στιγμάς της απελπισίας αυτού ακρωτηριάζει εαυτόν. Η Κυβέλη τότε αναλαμβάνει αυτόν αχώριστον σύντροφόν της. Κατ” άλλους όμως ο Άττις υπέκυψεν υπό το τραύμα αυτού, αλλ” η Κυβέλη επέτυχε να παραμείνη το σώμα του αδιάφθορον παραχωρήσαντος επί πλέον του Διός, ίνα η κόμη του Άττεως εξακολουθή αυξάνουσα, ο δε μικρός δάκτυλός του κιήται πάντοτε.
Πάντως αι παλαιότεραι εκδόσεις του περί Άττεως μύθου δεν ομιλούσι περί θανάτου και αναστάσεως αυτού. Τα χαρακτηριστικά τα παρουσιάζοντα τον Άττιν θνήσκοντα και ανιστάμενον είναι πολύ μεταγενέστεραι προσθήκαι. Τα περί αναστάσεως μάλιστα του Άττεως δεν απαντώσιν εις ουδεμίαν των ειδωλολατρικών εκδόσεων του μύθου, αλλά μνημονεύονται το πρώτον υπό του Firmicus Maternus εις το μεταξύ του 346 και 350 συγγραφέν έργον αυτού De errore profanarum religionum. Μεταξύ των κυρίων τελετών των μυστηρίων της Κυβέλης, κατά τα οποία εξετυλίσσοντο θεάματα αιματηρά και αυτοακρωτηριασμοί εις τιμήν της θεάς, ήτο και το κριοβόλιον ή το ταυροβόλιον, ούτινος όμως «ουδέν ίχνος απαντάται προ του β” αιώνος μετά Χριστόν» ([13]).
Τέλος ως προς τον Μίθραν θα έπρεπε να σημειωθή, ότι κατά τους περί αυτόν μύθους ο θεός ούτος, όστις είναι η προσωποποίησις του ήλιου, φονεύει τον ταύρον, του οποίου το αίμα γονιμοποιεί την γην και προκαλεί την γέννησιν των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων. Δεν γίνεται όμως ουδείς λόγος περί πάθους η αναστάσεως του Μίθρα. Και μόνον κατά την ερμηνείαν την υπό του Loisy διδομένην ο Μίθρας είναι συγχρόνως ο θύτης και το θύμα, ο θεός ο θύων και ο ταύρος ο θυόμενος ([14]).
Εκ της ανωτέρω συντόμου επισκοπήσεως γίνεται φανερόν ότι ουδεμία αναλογία ή ομοιότης πραγματική υφίσταται μεταξύ του πάθους και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού και των εις τας μυστηριακάς θρησκείας του εθνισμού μυθολογουμένων περί των πατρώνων ή των σωτήρων θεών. Τοιαύτη δε είναι η απόστασις η χωρίζουσα τους μύθους τούτους από των περιστατικών της ταφής και αναστάσεως του Κυρίου, ώστε, ως ορθώς παρατηρεί ο de la Boullaye ([15]), ουδ’ αυτός ο Κέλσος εις την κατά του Χριστιανισμού εμπαθή συγγραφήν αυτού δεν έσχε την σκέψιν να παρομοιάση την αναστάσιν του Κυρίου προς τους μύθους τούτους των μυστηριακών θρησκειών, εις τους οποίους συγγραφείς σύγχρονοι προς ημάς διατείνονται, ότι οφείλει την αρχήν αυτής. Ευρίσκει ο Κέλσος ανάλογα προς την ανάστασιν του Κυρίου τους μύθους του Ορφέως, του Ηρακλέους, του Θησέως ([16]), ουχί όμως και τους μύθους, εις τους oποίους ανατρέχουσι σήμερον οι ορθολογισταί.
Συμπέρασμα. Πάσαι λοιπόν αι αντιρρήσεις και υποθέσεις αι διατυπωθείσαι κατά του γεγονότος της αναστάσεως απεδείχθησαν αβάσιμοι και αστήρικτοι. Οι μάρτυρες αυτού κατ” ουδένα λόγον δύνανται να κατηγορηθώσιν επί ανειλικρινεία και δολιότητι, όπως δεν δύναται να υποστηριχθή δι” αυτούς ότι υπήρξαν θύματα αθώας τινός πλάνης ή παρανοήσεως. Τοιουτοτρόπως το γεγονός της αναστάσεως παραμένει απρόσβλητον και αδιάσειστον. Μαρτυρούμενον από ολόκληρον λεγεώνα μαρτύρων, επιβεβαιούμενον από την συμμαρτυρίαν ολοκλήρου της πρώτης χριστιανικής γενεάς, ήτις ήκουσε τους αυτόπτας και αυτηκόους του γεγονότος τούτου και έκρινεν αυτούς, επισφραγισθέν δι’ αυτού του αίματος των μαρτύρων αυτού, αποτελεί γεγονός, όμοιον του οποίου, υπό την έποψιν των ιστορικών μαρτυριών των κατοχυρουσών το κύρος αυτού, δεν έχει να παρουσίαση άλλο η ιστορία. Ποία ήδη τυγχάνει η σημασία του γεγονότος τούτου εννοεί τις, όταν ενθυμηθή, ότι, όταν εκ των Γραμματέων και Φαρισαίων τινές εζήτησαν από τον Ιησούν Χριστόν να δείξη εις αυτούς σημείον, ικανόν να βεβαιώση την θείαν προέλευσιν και αποστολήν Αυτού, ο Κύριος αποκριθείς είπε· «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί· και σημείον ου δοθήσεται αυτή, ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου» (Ματθ. ιβ” 39). Δεν ανεφέρθη ο Χριστός εις τόσα άλλα σημεία, τα οποία καθημερινώς ενήργει μεταξύ των Ιουδαίων. Σημείον έκτακτον, μοναδικόν, υπεροχώτατον μεταξύ των πολυαρίθμων θαυμάτων του, όσον ουδέν άλλο μαρτυρούν την θείαν προέλευσιν και καταγωγήν αυτού, προεκήρυξε την ανάστασίν Του, την οποίαν εξεικόνισεν η επί τριήμερον παραμονή του Ιωνά εν τη κοιλία του κήτους.
Και αληθώς. Εάν η Γραφή ιστορή και περί άλλων τινών, ότι εγκατέλιπον τον τάφον και επανήλθον εις την ζωήν, νεκρός όμως αναστάς εκ του τάφου δια μόνης της εν εαυτώ εγκρυπτομένης δυνάμεως, νεκρός κατ’ ευθείαν υπό του Θεού αυτού ανακληθείς εις την ζωήν, εις και μόνος υπήρξεν, ο Ιησούς Χριστός. Δεν ανέστη δια προσταγής προφήτου ή άλλου τινός απεσταλμένου του Θεού. Δεν ανέστη δια δεήσεως, την οποίαν προ του τάφου αυτού ανέπεμψε θεοφιλής τις και υπό του Θεού κεχαριτωμένος άνθρωπος. Ανέστη δια της ιδίας δυνάμεως. Ανέστη υπό της αοράτου και πανσθενούς δεξιάς του Πατρός Του. Ακριβώς δε δια τούτο η ανάστασίς Του αύτη αποτελεί την επισημοτέραν μαρτυρίαν περί της θείας προελεύσεως και αποστολής αυτού. Είναι η θεία σφραγίς, την οποίαν αυτή η δεξιά του Υψίστου επέθεσεν, επικυρούσα επισημότατα και των άλλων θαυμάτων του Ιησού τον υπερφυσικόν χαρακτήρα. Αυτός ο Πατήρ μαρτυρεί δι” αυτής περί της θείας φύσεως και της απείρου μεγαλειότητος του Υιού Του. Δι” αυτό δε και ο Απόστολος Παύλος δεν διστάζει να διακηρύξη περί εαυτού και των άλλων Αποστόλων, ότι «ευρισκόμεθα και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού, ότι ήγειρε τον Χριστόν, ον ουκ ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται» (Α” Κορ. ιε” 15).
Και δεν μαρτυρείται μόνον η θεότης του Ιησού κατά τρόπον έξοχον, υπ” αυτού του Πατρός μαρτυρουμένη, δια της αναστάσεως. Επιβεβαιούται και η δια του Χριστού απολύτρωσις και σωτηρία των ανθρώπων. Ο Ιησούς αποδεικνύεται δια της αναστάσεώς Του και Σωτήρ και Λυτρωτής του κόσμου. Εάν όσοι προ αυτού ανέστησαν, προς καιρόν μόνον απεσπάσθησαν της κυριαρχίας του θανάτου, μετ” ολίγα δε έτη ο τάφος ανήρπασεν εκ νέου τα θύματά του εκείνα, περί του Ιησού Χριστού όμως δεν δύναται να λεχθή το αυτό. Το πλήγμα, όπερ δια της αναστάσεως αυτού κατήνεγκε κατά του θανάτου, υπήρξε θανάσιμον και η νίκη οριστική. Η δύναμις του Άδου παρέλυσεν ολοσχερώς και απεδείχθη ακαταγώνιστος και ανυπέρβλητος η δύναμις, η ενοίκουσα εν τω ταπεινώ και αδυνάτω σχήματι του Εσταυρωμένου μας, όστις ούτως ανεδείχθη εν ταυτώ καταπαλαιστής του θανάτου ένδοξος και της ανθρωπότητος ο αναμενόμενος Σωτήρ.
Εντεύθεν εξηγείται, διατί η πληροφορία περί του ότι ο Ιησούς ανέστη, μετατρέπει ένα διώκτην αδιάλλακτον της Εκκλησίας του εις κήρυκα ενθουσιώδη της θεότητός του, αποσπά δε από το στόμα ενός δυσπιστούντος μαθητού την αιωνίαν και ακατάλυτον ομολογίαν της πίστεως: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ό,τι δε εσημειώθη εις τα βάθη της καρδίας των δύο εκείνων Αποστόλων, τούτο ακριβώς επανελήφθη και εξακολουθητικώς επαναλαμβάνεται εις τα βάθη της καρδίας πάντων των πιστών. Το γεγονός της αναστάσεως υπήρξεν η θεμελιώδης αλήθεια της πίστεως, εφ” ης ως επί βράχου αρραγούς και αδιασείστου εθεμελιώθη η την θεότητα του Ιησού λατρεύουσα Εκκλησία, και η πίστις εις την αλήθειαν ταύτην καταλαμβάνουσα μέχρι σήμερον την καρδίαν παντός ανθρώπου, φέρει εις τα χείλη αυτού και την σωτήριον ομολογίαν: ο Κύριός μου και ο Σωτήρ μου.
([1]) Keim, Geschichte Jesu von Nazara III, 605.
([2]) Αι αυταί παρουσιάζονται δυσκολίαι και εάν παραδεχθώμεν, ότι αι εμφανίσεις του Ιησού αποτελούσιν υλοποίησιν τινα πνευματικήν, καθώς λέγουν οι πνευματισταί, ήτις παρηρμηνεύθη υπό των μαθητών ως σωματική ανάστασις. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρέπει να παραδεχθή τις 1) ότι ψ ε ύ δ ε τ α ι ο εμφανιζόμενος εις τους μαθητάς διδάσκαλος και ότι το πνεύμα του Ιησού δολιεύεται τους αποστόλους, όταν ζητή να πείση τούτους δια της αφής, ότι φέρει το αυτό σώμα, όπερ και επί του Σταυρού· 2) ότι ψεύδεται και το παρά τον τάφον του Ιησού εμφανισθέν πνεύμα, το διαβεβαιούν τας μυροφόρους, ότι ο Ιησούς «ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν»· και 3) πάλιν γεννάται το πρόβλημα του κενού τάφου. Τι έγινε λοιπόν το σώμα του Ιησού, αφού ο Ιησούς πράγματι δεν ανέστη;
Νεωτέρα τις υπόθεσις, την οποίαν υπηνίξατο μεν ο Weizsacker (εν τω συγγράμματι αυτού Das Apostolische Zeitaller σελ. 5), υιοθέτησε δε και υπεστήριξεν ο Martineau (The Seat of Authority in Religion σελ. 363-377), παρουσιάζει τας περι εμφανίσεων αφηγήσεις των Ευαγγελίων ως θρύλον μεταγενέστερον βασισθέντα επί παρεξηγήσεως του κηρύγματος των αποστόλων. Οι Απόστολοι επίστευον απλώς, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς «ζη ακόμη και αναμένει τον υπό του Πατρός ωρισμένον χρόνον δια να πληρώση τας επαγγελίας»· ζη, ουχί όπως πάντες οι κοινοί θνητοί, οίτινες μετά τον θάνατον αυτών κατέχονται εν τω Άδη, αλλά ζη μετά των εξαιρετικών εκείνων πνευμάτων, οποία υπήρξαν ο Ενώχ, ο Μωϋσής, ο Ηλίας, εν τω κόσμω των αγγέλων. Η πίστις αύτη ανεπτύχθη παρ” αυτοίς ευθύς ως συνήλθον από την βαθείαν θλίψιν και απόγνωσιν, ήτις κατέλαβεν αυτούς μετά την σταύρωσιν του Ιησού. Ανεπτύχθη δε τοσούτω μάλλον ενωρίτερον, όσω περισσότερον επιβλητική υπήρξεν η προσωπικότης του Ιησού. Ποτέ δεν θα επίστευον, ότι ο θάνατος θα εξήλειφε μίαν τοιαύτην υπέροχον φυσιογνωμίαν. Η πίστις αύτη, ότι ο Ιησούς εξηκολούθει να ζη, εδημιούργησε την πίστιν εις την ανάστασιν του Χριστού. Πράγματι οι πρώτοι μαθηταί είπον, ότι είχον ίδει τον Ιησούν. Διότι μόνον ούτω θα ηδύναντο να μεταδώσουν και εις τους άλλους την πίστιν, ότι ο Ιησούς εξηκολούθει να ζη εν τω ουρανώ. Λέγοντες όμως οι πρώτοι μαθηταί, ότι είδον τον Ιησούν ενόουν ό,τι και ο Παύλος, όστις μετά 25 έτη γράφων διετείνετο, ότι είδε τον Κύριον κατά τον χρόνον της επιστροφής και της αποστολικής κλήσεώς του. Η οπτασία αύτη του Παύλου υπήρξε καθ” ολοκληρίαν πνευματική. Επειδή δε ο Παύλος θεωρεί και τας λοιπάς εις τους Αποστόλους εμφανίσεις του Ιησού ως συγγενείς και όμοιας προς την ιδικήν του, έπεται λοιπόν ότι και αι υπό των λοιπών αποστόλων οπτασίαι του Ιησού υπήρξαν πνευματικαί και όλως υποκειμενικαί. Πώς όμως από τας τοιαύτας πνευματικάς οπτασίας προήλθεν ο θρύλος της πραγματικής εμφανίσεως του Ιησού εις τους αποστόλους; Προήλθεν από την αξίωσιν των εις την πίστιν ελκυομένων Εθνικών ή Ιουδαίων δια κάτι ισχυρότερον των υποκειμενικών οπτασιών εις απόδειξιν, ότι ο Ιησούς έζη ακόμη. Υπό την επίδρασιν της αξιώσεως ταύτης ουχί αυτοί οι απόστολοι, αλλ” οι ακροαταί αυτών μετέβαλον τας πνευμοπικάς οπτασίας εις πραγματικάς, οι απόστολοι δε κατόπιν δεν εφρόντισαν να επανορθώσωσι την παρανόησιν ταύτην (πρβλ. Bruce μν. εργ. σελ. 314).
Αλλ” η νεωτάτη αύτη θεωρία διαστρέφει προφανώς την αφήγησιν του Παύλου. Ότι ο Παύλος λέγων εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάστασιν εννοεί πραγματικάς τοιαύτας, απεδείξαμεν ήδη. Προσθέτομεν δε μόνον ενταύθα, ότι εν εκ των κυριωτέρων επιχειρημάτων, τα οποία οι ψευδάδελφοι προέβαλλον δια να καταρρίψωσι το κύρος του απαστολικού αξιώματος του Παύλου, ήτο, ότι ο Παύλος δεν είχεν ίδει τον Κύριον. Όταν λοιπόν ο Παύλος αναιρών ως ασύστατον τον ισχυρισμόν τούτον των ψευδαδέλφων ηρώτα προκλητικώς «ουχί Ιησούν τον Κύριον εώρακα της δόξης;», δεν ηδύνατο ποτέ να εννοή οπτασίας πνευματικάς, εσωτερικάς, υποκειμενικάς. Εάν δεν είχεν ίδει πραγματικώς τον Ιησούν, το επιχείρημα των ψευδαδέλφων παραμένει αδιάσειστον και απρόσβλητον. – Έπειτα η αφήγησις του Παύλου καθορίζει σαφώς, ότι ο Κύριος ηγέρθη τ η τ ρ ί τ η η μ έ ρ α. Πολύ ορθώς δε παρατηρεί ο Menegoz, ότι «η μνεία της τρίτης ημέρας δεν θα είχεν ουδεμίαν σημασίαν, εάν ο Παύλος δεν είχεν αποδεχθή την πίστιν της κοινότητος των Ιεροσολύμων, ότι ο Ιησούς τη τρίτη ημέρα εξήλθε ζων εκ του τάφου» (Le peche et la redemption d’ apres Saint Paul σελ. 261).
Δοθέντος, ότι ο Παύλος εννοεί πραγματικάς εμφανίσεις, ανατρέπεται λοιπόν εξ ολοκλήρου η νεωτάτη αύτη θεωρία του Martineau, διότι, καθώς ήδη ανεπτύξαμεν, ο Παύλος αναφέρων ότι ο Ιησούς ώφθη Κηφά και Ιακώβω, ασφαλώς εξ αυτών των ιδίων αυτοπτών επληροφορήθη τούτο. Άλλως τε διαβεβαιών ο Παύλος, ότι το Ευαγγέλιον αυτού ήτο κατά πάντα όμοιον προς το των λοιπών αποστόλων, εννοεί προφανώς, ότι και η ανάστασις του Χριστού, ήτις απετέλει ουσιώδες στοιχείον του Ευαγγελίου του Παύλου, αναμφιβόλως απετέλει την βάσιν του κηρύγματος και των λοιπών αποστόλων. Ούτω δεν καταλείπεται η παραμικρά αμφιβολία, ότι τόσον ο Παύλος, όσον και οι λοιποί απόστολοι, αυτοί και ουχί οι μαθηταί αυτών, εκήρυξαν εξ αρχής και ενωρίτατα την πίστιν εις την πραγματικήν του Ιησού ανάστασιν.
Επι πλέον μόλις είναι ανάγκη και να είπωμεν, ότι η θεωρία αύτη του Martineau επαναφέρει ημάς κατ” ευθείαν εις την περί δόλου θεωρίαν του Reimarus, περί ης εγένετο ήδη λόγος και ήτις σήμερον ουδεμιάς αξιούται προσοχής. Διότι ου μόνον οι πρώτοι μαθηταί, οι εν γνώσει μετατρέψαντες τας υποκειμενικάς οπτασίας εις αντικειμενικάς, και πραγματικάς, αλλά και οι απόστολοι, οι μη λαβόντες φροντίδα να επανορθώσωσι την παρανόησιν, αποδεικνύονται ένοχοι δόλου. Οσονδήποτε ευσεβή και αν υπήρξαν τα ελατήρια, άτινα ώθησαν τους πρώτους των αποστόλων μαθητάς εις το να τολμήσωσι την παραχάραξιν του αποστολικού κηρύγματος, η απάτη δεν παύει ποτέ να μένη τοιαύτη.
Τοσαύτα και περί της θεωρίας ταύτης, την οποίαν εθεωρήσαμεν αξίαν λόγου τινός, μόνον και μόνον διότι πρόσφατος και νεωτάτη ούσα αποδεικνύει την απορίαν επιχειρημάτων, εις ην καταντώσιν οι την αλήθειαν της αναστάσεως αρνούμενοι.
([3]) Άρθρον εν Α. D” Ales, Dictionnaire apologetique de la foi catholique, τόμ. ΙΙ στήλ. 1504.
([4]) Zum religionsgeschirhtlichen Verstaendnis des Ν. Τ. σελ.76-82.
([5]) Πρβλ. και L. de Grandmaison ένθ” ανωτ.
([6]) Jesus Messie, Paris 1930 σελ. 46.
([7]) L. de Grandmaison, Jesus-Christ τόμ. Σελ. 531.
([8]) Προβλ. Pinard de la Boullaye ένθ’ ανωτ. Σελ. 17.
([9]) Προβλ. Léon. De Drandmaison, Jesus-Christ II σελ. 511 και εξής˙ Pinard de la Boullaye ένθ’ ανωτ. Σελ. 53-54.
([10]) ένθ’ ανωτ. σελ. 53.
([11]) Πλείονα περί των Ορφικών μυστηρίων και του Διονύσου ίδε Π. Τρεμπέλα, Μυστηριακαί Θρησκείαι και Χριστιανισμός, Αθήναι 1932 σελ. 104 και εξής.
([12]) L. de Grandmaison ένθ” ανωτ. σελ. 520 και εξής· Pnard de la Boullaye ένθ” ανωτ. σελ. 53.
([13]) L. Tourtain, Les cultes paiens dans l’ Empire romain τόμ. Ι2 σελ. 88. Περί ταυροβολίου ίδε και Π. Τρεμπέλα ένθ’ ανωτ. σελ. 51 και εξής. Περί των μυστηρίων της Κυβέλη πρβλ. και L. de Grandmaison ένθ’ ανωτ. σελ. 524 και εξής και La Boullaye ένθ’ ανωτ. σελ. 53-54.
([14]) De la Boullaye μν. εργ. σελ. 54, 11, 884.
([15]) ένθ’ ανωτ. σελ. 55.
([16]) Ωριγένους κατά Κέλσου βιβλ. ΙΙ 55 Migne.
(Από το βιβλίο: Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα σελ. 548-617)