xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)


Το Σύμβολο της Πίστεως με αναφορές στην Καινή Διαθήκη!  

1. Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν (Α' Κορ 8,6 - Εφεσ 4,6 - Α' Τιμ 2,5), Πατέρα, παντοκράτορα (Γεν 17,1, 35,11 - Β' Κορ 6,18 - Αποκ 16,7), ποιητήν οὐρανού καί γῆς (Γεν 1,1 - Πραξ 4,24), ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων (Α'Κορ 8,6 - Κολ 1,16).

2. Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν (Α΄Κορ 8,6), τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ (Ματθ 16,16 - Ιωαν 1,14-18 - Ιωαν 3,16), τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα (Α' Ιωαν 5,1-5) πρό πάντων τῶν αἰώνων (Ιωαν 17,5 - Κολ 1,17 – Εβρ 1,1-2 - Εβρ 7,3), Φῶς ἐκ φωτός (Ιωαν 1,9 – 8,12 - Α'Ιωαν 1,5 - Α' Τιμ 6,16), Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ (Α' Ιωαν ε,20 - Ιωαν 1,1), γεννηθέντα (Κολ 1,15) οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί (Φιλιπ 2,5-7 - Εβρ 1,3), δι’ οὖ τά πάντα ἐγένετο (Κολ 1,16 - Α΄Κορ 8,6 - Εφεσ 3,9 - Εβρ 2,10).


3. Τόν δι' ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν (Ιωαν 3,14-17 - Πραξ 4,12) κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν (Ιωαν 3,13 - Εφεσ 4,9) καί σαρκωθέντα (Ιωαν 1,14 - Α΄Κορ 8,6 - Εφεσ 3,9 - Εβρ 2,10) ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου (Λουκ 1 ως 26,35 - Ματθ 1,18) καί ἐνανθρωπήσαντα (Ιωαν 1,14 - Φιλιπ 2,7-8).

4. Σταυρωθέντα τε (Λουκ 23,33 - Ιωαν 19,16-18) ὑπέρ ἡμῶν (Ιωαν 11,49-52 - Β' Κορ 5,14-15) ἐπί Ποντίου Πιλάτου (Ματθ 27,2-24) καί παθόντα (Ματθ 27,33 - Ιωαν 19,16-18) καί ταφέντα (Ιωαν 19, 38-42 - Α' Κορ 15,4).

5. Καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατά τάς Γραφάς (Α' Κορ 15,4 - Πραξ 10,40).

6. Καί ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς (Μαρκ 16,19 - Λουκ 24,51 - Πραξ 1,9 - Α' Τιμ 3,16), καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός (Ματθ 26,14 - Κολ 3,1 - Εβρ 1,3 - Α' Πετρ 3,22).

7. Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης (Ματθ 24,30, 16,27 - Μαρκ 13,16) κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς (Πραξ 10,42 - Β΄Τιμ 4,1), οὖ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος (Λουκ 1,33 - Αποκ 22,5).

8. Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν (Ρωμ 8,11 - Ιωαν 6,63), τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον (Ιωαν 15,26), τό σύν Πατρί καί Υἱῶ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον (Ματθ 28,19 - Β' Κορ 13,13), το λαλῆσαν διά τῶν Προφητῶν (Β' Πετρ 1,21).

9. Εἰς μίαν, ἁγίαν (Α' Κορ 1,2 - Β' Κορ 1,1), καθολικήν (Εφ 2,17-18 - Ιωαν 10,16), καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν (Πραξ 2,42,47).

10. Ὁμολογῶ ἕν Βάπτισμα (Εφεσ 4,5) εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν (Πραξ 2,38 - Κολ 2,12-14).

11. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν (Ιωαν 5,25-29 6,39-40, 44-54 11,24 - Α' Κορ 15,50-53 - Β΄Κορ 4,14 - Α΄Θεσ 4,13-17).

12. Καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος (Ματθ 25,46 - Ιωαν 5,29 - Ιωαν 5,29 - Ρωμ 2,7 - Αποκ 21 & 22) Ἀμήν.



Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ




Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ


 
Αρχιμ. Επιφανίου Χατζηγιάγκου
Φυσικού



Το πιο σημαντικό ερώτημα

Υπάρχει Θεός; Ένα ερώτημα που απασχόλησε τον άνθρωπο από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα. Η ύπαρξι του Θεού είναι το πιο βασικό θέμα της ζωής μας. Αν υπάρχει Θεός και μεταφυσικός κόσμος, η ζωή μας έχει νόημα και περιεχόμενο. Αν δεν υπάρχει Θεός, η ζωή μας είναι μια πορεία που ξεκινά από το μηδέν και καταλήγει στο μηδέν.

Διάλογος αμαρτωλού μετά της Θεοτόκου .


Διάλογος αμαρτωλού μετά της Θεοτόκου .

ΔΙΑΛΟΓΟΣ κατ’ ἀλφαβητικήν σειράν.


ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΤΕΛΩΝΙΑ
ΔΙΗΓΗΣΙΣ

τῆς θεωρίας τὴν ὁποίαν ἔγραψα ἐγὼ ὁ ταπεινὸς Γρηγόριος καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Νέου.

Ὁ ἁγιώτατος Πατὴρ ἠμῶν Βασίλειος ἦτον εἰς τὸν καιρὸν τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Σοφοῦ καὶ ἐκατοικοῦσε πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπειδὴ δὲ εἶχεν ἀποθάνει ὁ Γέροντάς μου, ἐζήτουν πνευμα-τικὸν πατέρα νὰ μὲ ὁδηγᾷ εἰς τὰ οὐράνια. Ὁ δὲ Θεός, ποὺ κάμνει τὸ θέλημα τῶν φοβούμενων Αὐτόν, μοῦ ἐφανέρωσε τὸν ἁγιώτατον τοῦτον Γέροντα καὶ ἐσύχναζα, καθὼς καὶ ἄλλοι πολλοί, καὶ μᾶς ἐδίδα-σκεν. Ἦτον δὲ καὶ κάποια γραῖα καλόγνω­μος καὶ ἔκαμνε πολλὴν διακονίαν εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ ὁ Ἅγιος εἶχε πολλὴν συμπάθειαν εἰς τὴν γραῖαν, διότι ἦτον εὐλαβὴς καὶ ἐθυσιάζετο διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὴ λέγω, ἡ τίμια γερόντισσα Θεοδώρα, ἀπέθανε μετὰ ὀλίγα ἔτη, καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἁγίου τὴν ἐλυπήθησαν, μάλιστα δὲ ἐγὼ ὁ Γρηγόριος· διότι πολὺ μὲ ἀγαποῦσεν. Ἐγὼ δὲ ἐνοχλούμενος ἀπὸ τὸν λογισμὸν πολλάκις ἔλεγα· ἆρά γε νὰ ἐσώθῃ ἡ Θεοδώρα; Ἐρωτοῦσα δὲ τὸν Γέροντα πολλὰς φορὰς νὰ μάθω τίποτε περὶ τῆς Θεοδώρας, καὶ δὲν μοῦ ἀπεκρίνετο. Ἀλλ’ ἐγὼ ἐνοχλούμενος ὑπὸ τοιούτων λογισμῶν δὲν ἔπαυα ἀπὸ τοῦ νὰ ἐρωτῶ καὶ νὰ ἐνοχλῶ αὐτὸν περὶ τῆς Θεοδώρας.
Μίαν λοιπὸν τῶν ἡμερῶν, χαμογελώντας μου λέγει· θέλεις, τέκνον, νὰ ἰδῇς τὴν Θεοδώραν; Ἐγὼ τοῦ εἴπα καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, Πάτερ μου, νὰ ἰδῶ τὴν Θεοδώραν, ἡ ὁποία πρὸ πολλοῦ ἀπέθανε καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν; Ὁ δὲ Ἅγιος μοὶ εἶπε· ταύτην τὴν ἕσπεραν θέλεις ἰδεῖ τὴν Θεοδώραν. Ἐγὼ δὲ ἀποροῦσα, συλλογιζόμενος ποὺ καὶ πῶς ἔχω νὰ τὴν ἰδῶ, καὶ βαλὼν μετάνοιαν ἠσπάσθην τὴν δεξιὰν του καὶ ἀνεχώρησα, συλλογιζὸμενος τοὺς λόγους τοῦ Γέροντος.
Τὴν νύκτα, λοιπόν, κοιμώμενος βλέπω ἕνα νέον καὶ μοῦ λέγει· σηκώσου καὶ ἐλθὲ ὅπου ὁ Γέροντας σου θὰ ὑπάγῃ τώρα, εἰς τὴν Θεοδώραν· ἐλθὲ νὰ ὑπάγης μαζί του νὰ τὴν ἴδῃς. Ἐγὼ δὲ ἀκούσας τοῦτο, ἐνόμισα πὼς παρευθὺς ἐσηκώθην καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου καὶ δὲν τὸν εὗρον. Ἠρώτησα καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι ὑπάγει νὰ ἴδῃ τὴν ὑποτακτικὴν του Θεοδώραν. Ἀκούσας δὲ ἐγὼ ἐλυπήθην, πῶς δὲν τὸν ἐπρό-φθασα. Ἀλλ’ ἕνας ἄνθρωπος μου ἔδειξε τὸν δρόμον καὶ μοῦ εἶπε· τρέχα καὶ θέλεις φθάσει τὸν Γέροντά σου. Ἐγὼ δὲ ἔτρεχα καὶ μοῦ ἐφαίνετο πῶς πηγαίνω εἰς τὸν ναὸν τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν.
Καὶ αἴφνης εὑρέθηκα εἰς ἕνα πολὺ στενὸν καὶ ἀνηφορικὸν μέρος, καὶ ἀναβαίνων αὐτὸ μὲ πολὺν κόπον καὶ φόβον, ἔφθασα εἰς μίαν ὡραίαν θύραν κεκλεισμένην. Θεωρήσας δὲ ἀπὸ μίαν θυρίδα μήπως ἰδῶ κανέναν καὶ τοῦ εἰπῶ καὶ μοῦ ἀνοίξῃ, βλέπω δύο γυναίκας καὶ ἐκάθηντο καὶ ἐσυνωμιλοῦσαν. Ἐγὼ δὲ εἶπα εἰς τὴν μίαν· κυρά, τίνος εἶναι αὐτὸ τὸ ὡραίον παλάτιον; Καὶ αὐτὴ μοῦ εἶπεν· τοῦ Ὁσίου Πατρός μας Βασιλείου, ὅτι ὀλίγην ὥραν ἦτον ὀποῦ ἦλθεν καὶ ἐπεσκέφθη τὰ πνευματικά του τέκνα. Ἐγὼ δὲ ἀκούσας ἐτοῦτο ἐχάρην μεγάλως καὶ τὴν παρεκάλουν νὰ μοῦ ἀνοίξῃ νὰ εἰσέλθω· διότι καὶ ἐγὼ τέκνον του εἶμαι, τῆς εἶπα, καὶ πολλάκις ἦλθον ἐδῶ μὲ τὸν Γέροντά μας. Καὶ ἐκείνη μοῦ εἶπεν ἐσὺ δὲν ἐξαναῆλθες ἐδῶ καὶ οὔτε σὲ γνωρίζομεν καὶ διὰ τοῦτο φεῦγα ἀπὸ ἐδῶ διότι χωρὶς τῆς κυρίας Θεοδώρας τὴν ἄδειαν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθη κανεὶς ἐδῶ.
Αὐτὰ τὰ παλάτια εἶναι τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἠμῶν Βασιλείου καὶ τὰ ἐχάρισεν εἰς τὴν ὑποτακτικήν του Θεοδώραν, καὶ χωρὶς τὴν ἄδειαν αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ εἰσέλθη τὶς ἐδῶ. Ἐγὼ δὲ ἀκούσας διὰ τὴν Θεοδώραν, ἔλαβον θάρρος καὶ ἤρχισα νὰ κτυπῶ καὶ νὰ φωνάζω. Ἀκούσασα δὲ ἡ Θεοδώρα, ἐπλησίασεν εἰς τὴν θυρίδα νὰ ἰδῇ τὶς ἦτο ὁποῦ ἐκτύπα καὶ ἐφώναζε, βλέπουσά με δὲ λέγει ἀμέσως πρὸς τὰς γυναίκας· ἀνοίξατε γρήγορα, διότι αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος Γρηγόριος, ὁ ἠγαπημένος υἱὸς τοῦ Πατρός μας. Καὶ ἅμα αὐταὶ ἤνοιξαν καὶ εἰσῆλθον, ἔτρεξεν ἡ Θεοδώρα καὶ μὲ ἐνηγκαλίσθη περιχαρῶς λέγουσά μου· κύριε Γρηγόριε, τὶς σὲ ἔφερεν ἐδῶ; Ἄρά γε ἀπέθανες καὶ ἠξιώθης νὰ ἔλθης εἰς τὸ μακάριον τοῦτο μέρος καὶ τὴν αἰώνιον ζωήν; Ἐγὼ δὲ ἀποροῦσα καὶ δὲν ἤξευρα τὶ νὰ εἰπῶ, διότι δὲν μοῦ ἐφαίνετο ὅραμα, ἀλλ’ ὡς πραγματικά.
Ὅθεν τῆς εἶπα· κυρία καὶ μήτηρ μου, δὲν ἀπέθανα, ἀλλ’ εὐρίσκομαι ἀκόμα εἰς τὴν πρόσκαιρον ζωήν, πλὴν μὲ τὴν εὐχὴν καὶ βοήθειαν τοῦ Πατρός μας ἔφθασα ἐδῶ νὰ σὲ ἰδῶ καὶ νὰ μάθω εἰς ποὶαν κατάσταση καὶ μέρος εὑρίσκεσαι· καὶ πῶς ὑπέμεινας τοῦ θανάτου, τὴν βίαν, καὶ πῶς ἐπέρασες τὰ πονηρὰ δαιμόνια τοῦ ἀέρος, πῶς διέφυγες τὰς πανουργίας αὐτῶν διότι ἠξεύρω καλῶς ὅτι ἐντὸς ὀλίγου εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου θὰ διέλθω καὶ ἐγὼ ταῦτα.
Ἐκείνη δέ μου ἀπεκρίθη λέγουσα· ὦ τέκνον μου ἠγαπημένον Γρηγόριε, πῶς νὰ σοῦ διηγηθῶ τὸν κίνδυνον καὶ φόβον ὅπου ὐπέμεινα, ὅτε ἦτο διὰ νὰ χωρισθῆ ἡ ψυχῇ μου τοῦ σώματος; Πῶς νὰ ἐξηγήσω τοὺς πόνους καὶ τὰς στενοχώριας ὅπου ὑπέφερα ἕως ὅτου νὰ χωρισθῆ ἡ ψυχῇ μου ἀπὸ τὸ σῶμα;
Τοὺς πόνους τούτους παρομοιάζω ὡς ὁ ζωντανὸς νὰ ριφθῇ μέσα εἰς τὴν φωτιὰν γυμνός, καὶ νὰ κατα-καίεται καὶ νὰ σπαράττῃ ἀπὸ τοὺς πόνους, καὶ ὀλίγον κατ’τ ὀλίγον νὰ ἀναλύῃ, ἕως ὅτου νὰ ἀναχώρησῃ ἡ ψυχῇ ἐκ τοῦ σώματος. Τόσον πικρός, τέκνον μου, εἶναι ὁ θάνατος. Πολὺ δὲ περισσότερον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς ἐγώ. Διὰ δὲ τοὺς Δικαίους δὲν ἠξευρω, τέκνον μου, ὁποίου εἴδους εἶναι, διότι ἐγὼ ἡ ταλαίπωρος ἤμουν ἁμαρτωλή.
Ὅταν δὲ ἐψυχομάχουν, ἔβλεπον γύρωθεν τῆς κλίνης μου στεκομένους πολλοὺς μαύρους καὶ ἀσχήμους, οἱ ὁποίοι ἀνεκατεύοντο καὶ ἐταράσσοντο καὶ ἔτριζαν τὰ δόντια τους κατ’ ἐμοῦ· καὶ ἐγαύγιζαν ὡς σκύλοι καὶ λύκοι, καὶ ἔκαμναν διαφόρων ζώων λαλιάς, βροντῶντες, λυσσῶντες καί μουγκρίζοντες ὡς βώδια, στρέφοντας τὰ ἄγρια βλέμματα καὶ σκοτεινὰ πρόσωπά των καὶ μὲ ἐφοβέριζαν, τῶν ὁποίων καὶ μόνον ἡ θεωρία εἶναι ἀνωτέρα πάσης κολάσεως. Καὶ ὄχι μόνον ἐτοῦτα, ἀλλὰ τὸ χειρότερον ἦτο ὀποῦ δὲν ἠμπόρουν νὰ στερηθῶ τῆς θεωρίας τῶν. Διότι γυρίζοντας τὰ ὀμμάτιά μου ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, διὰ νὰ μὴ τοὺς βλέπω, ἦτον ὅμως ἀδύνατον νὰ φύγω τὴν θεωρίαν καὶ τὰς φωνάς των. Διότι, ἀπ’ ὅπου ἤθελα στρέψει τοὺς ὀφθαλμούς μου, τοὺς ἔβλεπα.
Καὶ ἐνῷ ταῦτα ἔπασχα καὶ ἐστενοχωρούμην, βλέπω αἴφνης δύο λαμπροτάτους νέους χαρούμενους, μὲ χρυσὰ μαλλιά, ποὺ ἔλαμπαν ὡς ὁ ἥλιος, ἐνδεδυμένοι φορέματα ἀστράπτοντα. Οἱ νέοι οὗτοι ἐστάθησαν πρὸς δεξιάν τῆς κλίνης μου, ὁμιλοῦντες μυστικῶς, ὁ ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὡραίους νέους ἀρχίνησε νὰ φοβερίζῃ μὲ αὐστηράν, ἀλλὰ καὶ γλυκυτάτην φωνὴν ἐκείνους τοὺς μαύρους, λέγων πρὸς αὐτούς· ἄδικοι καὶ παμμίαροι πονηροὶ δαίμονες, τίνος ἕνεκεν προφθάνετε εἰς τὸν θάνατον τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς ταράσσετε καὶ τοὺς συγχύζετε μὲ τὰς φλυαρίας καὶ ἀγρίας φωνᾶς σας; Ὦ κακοὶ καὶ ἀγριοπρόσω-ποι, μὴ πολὺ χαίρεσθε, διότι δὲν ἔχετε ἀπόλαυσιν καμμίαν, μόνον καθὼς ἤλθετε, οὕτω καὶ θὰ ἀναχωρήσετε κατησχυμμενοι. Ταῦτα καὶ ἄλλα ὅμοια ἔλεγεν ἐκεῖνος ὁ λαμπρότατος νέος μὲ γλυκυτάτην φωνήν.
Ἐκεῖνοι δὲ ἔφερον ἐν τῷ μέσῳ τὰς ἐκ νεότητός μου κακὰς πράξεις, εἴτε ἐν λόγῳ εἴτε ἐν ἔργῳ, φλυαροῦντες καὶ φωνάζοντες ὅλα μου τὰ ἁμαρτήματα καὶ ἄλλα περισσότερα, καὶ ἐγὼ ἔτρεμον καὶ ἐπρόσμενον τὸν θάνατον. Τότε ἦλθε καὶ ἕνας νέος χονδρός, βάρβαρος, τοῦ ὁποίου ἡ μορφὴ ἦτον ὡς τοῦ ὠργισμένου λέοντος, καὶ ἦτο φορτωμένος διάφορα σιδηρᾶ ἐργαλεῖα καὶ ὁ ὁποῖος δίδει τὸν θάνατον κάθε ἀνθρώπου. Βλέπουσα δὲ ἡ ταπεινή μου ψυχὴ ἐκεῖνον τὸν τύραννον, ἐκυριεύθη ἀπὸ φόβον καὶ τρόμον.
Τότε οἱ δύο νέοι λέγουν πρὸς τὸν τύραννον ἐκεῖνον τί στέκεις; λῦσον τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος καὶ μὴ τῆς δώσης πολὺν πόνον, διότι δὲν ἔχει πολλὰ καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα. Γεμίσας, λοιπόν, ἕνα ποτήριον ἐκείνος ὁ τύραννος μοῦ τὸ ἔδωσε νὰ τὸ πίω, καὶ ἐγὼ μὴ θέλοντας τὸ ἔπιον καὶ εὐθὺς ἐξήλθεν ἡ ψυχῇ μου ἐκ τοῦ σώματος, μὲ τρομερωτάτην βίαν. Ἦτον δὲ τόσον πικρὸν καὶ ἄνοστον τὸ ποτόν, ὅπου μὴ ὑποφέροντας τὴν πικράδα, ἐξήλθεν ἡ ψυχῇ ἐκ τοῦ σώματος μου. Ἐξερχόμενην τὴν ψυχήν, τὴν ἔλαβον οἱ νέοι ἐκεῖνοι, περιτυλίξαντες διὰ τῶν ἐπανοφωρίων των, ἐγὼ δὲ ἐπαρατήρουν τὸ σῶμα μου ὀποῦ ἐκείτετο νεκρὸν καὶ ἐθαύμαζα. Διότι μου ἐφαίνετο ὡσὰν ὀποῦ ρίπτει τὶς τὸ ροῦχον τοῦ κατὰ γῆς καὶ στέκει καὶ κυττάζει, ἔτσι μου ἐφαίνετο. Καὶ ἐθαύμαζα, διότι δὲν ἤξευρα ὅτι συμβαίνουν ταῦτα πάντα ἐν καιρῷ θανάτου εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον. Ἐνῷ δὲ μὲ ἐκράτουν οἰ Ἄγγελοι, τοὺς ἐπεριεκύκλωσαν οἱ ἄγριοι καὶ ἀνελεήμονες δαίμονες, καὶ μεγαλοφῶνως ἐλεγον· αὐτὴ ἔχει πολλὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὅποια ἔχομεν γραμμένα, καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ μᾶς ἀποκριθῆτε διὰ ὅλα αὐτά.
Καὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἐξήταξον τὶ καλὸν ἒκάμα ἐν τῇ ζωῇ μου καὶ τὸ ἐπαρουσίαζον, διότι καὶ ἐγὼ ἡ πτωχὴ θὰ εἶχον κάμῃ τὸ κατὰ δύναμιν διὰ τὴν ψυχήν μου. Καὶ ἐὰν ἔδωσα εἰς κανένα πεινώντα ἄρτον ἢ διψώντα ἐπότισα ἢ ἐπεσκέφθην ἀσθενῇ ἢ φυλακωμένον ἢ ἐδέχθην ξένον καὶ τὸν ἀνέπαυσα· ἢ ἐὰν ἐπήγαινα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐστεκόμουν μὲ φόβον Θεοῦ καὶ εὐλάβειαν ἢ ἐὰν ἔβαλα ἔλαιον εἰς κανδήλια Εἰκόνος ἢ ἐφίλιωσα κανέναν ὄπου εἶχεν ἔχθραν μὲ τὸν πλησίον του ἢ ἂν ἔκλαυσα διὰ τὰς ἁμαρτίας μου ἢ μὲ ὕβρισε τινὰς καὶ ὑπέμεινα· ἢ ἂν ἔδωκα καλὸν παράδειγμα εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ κάμουν τὸ καλὸν ἢ ἐὰν ἐπαρηγόρησα ἀπηλπισμένον, διὰ νὰ ἔχῃ ὑπομονὴν καὶ νὰ ἐλπίζῃ εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ κάμῃ ἔργα θεάρεστα· ἂν ἐνήστευσα διὰ τὴν ἄγαπήν του Θεοῦ, ἂν ἐγκρατεύθην ἀπὸ ψεύδη καὶ ὅρκους καὶ λόγια ὑβριστικά καὶ ἐν γένει πάντα τὰ καλὰ ὀποῦ ἔκαμα ἐν τῷ κοσμῷ τὰ ἐζύγισαν μετὰ τῶν ἁμαρτημάτων καὶ ἐδιώρθωνον αὐτά. Διὰ ὅλα ταῦτα ἐδυσαρεστοῦντο οἱ δαίμονες ἐξαγριώνοντες ἐναντίον μου, καὶ ἐμάχοντο μετὰ τῶν Ἀγγέλων, δοκιμάζοντες πάντοτε νὰ μὲ ἀρπάσουν ἐκ τῶν χειρῶν των καὶ νὰ μὲ ρίψουν εἰς τὸν ἄχαρον Ἅδην.
Μετὰ δὲ ταῦτα βλέπω τὸν ἁγιώτατον Γέροντά μας Βασίλειον, μετὰ τῆς θεοχαρίστου δυνάμεώς του καὶ λέγει πρὸς τοὺς Ἀγγέλους· κύριοί μου, αὐτὴ ἡ ψυχῇ μου ἔκαμε πολλὰς ὑπηρεσίας καὶ μὲ ἀνέπαυσεν εἰς τὰ γηρατειά μου. Διὰ τοῦτο ἐπαρακάλεσα τὸν Θεὸν δι' αὐτὴν καὶ μοῦ τὴν ἐχάρισεν ἠ εὐσπλαχνία Του.
Μ’ ὅλον τοῦτο δεχθῆτε καὶ αὐτά, διὰ νὰ πληρώσετε βαίνοντες τὰ ἐναέρια τελώνια τὰ χρέη της, νὰ τὴν ἐξαγοράσητε ἐκ τῶν δαιμόνων. Διότι ἐγὼ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ εἶμαι πολὺ πλούσιος εἰς τὰ οὐράνια καὶ θεϊκὰ χαρίσματα, ταῦτα δὲ τὰ ἐσύναξα ἐκ τῶν πολλῶν κόπων καὶ ἱδρωτῶν καὶ τῆς τὰ χαρίζω νὰ ἐξαγορασθῆ. Μοῦ ἐφάνη δὲ πῶς ἦτον μία σακκούλα γεμάτη φλουριά· δίδοντας δὲ ταῦτα τῶν Ἀγγέλων ἔγινεν ἄφαντος.
Ὡς εἶδον δὲ ταῦτα ἐκεῖνοι οἱ μαύροι ἔμειναν ἄφωνοι, μὴ δυνάμενοι νὰ στερεώσουσιν τὴν κακίαν τῶν· καὶ εὐρισκόμενοι πολλὴν ὥραν εἰς σύγχυσιν καὶ ἀπελπισθέντες καὶ μουγκρίζοντες ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἠμᾶς. Μετὰ δὲ ταῦτα ἦλθεν πάλιν ὁ Ἅγιος Γέροντάς μας, φέρων πολλὰ ἀγγεῖα γεμάτα ἀπὸ ἅγιον ἔλαιον, τὰ ὅποια ἐκράτουν εὐμορφότατοι νέοι μὲ χρυσὰ μαλλιά, καὶ διέταξε νὰ τὰ ἀνοίξουν καὶ νὰ τὰ ρίψουν ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα ἐπάνω μου. Χύνοντες δὲ ταῦτα, ἐγέμισα θαυμαστῆς καὶ οὐρανίας εὐωδίας, καὶ καθαρισθεῖσα, ἔγινε τὸ πρόσωπό μου λαμπρὸν καὶ εὐγενές, ἐθεώρουν δὲ ἐαυτὴν καὶ ἤμουν εὔμορφη καὶ ἄσπρη ὡς τὸ χιόνι καὶ ἐγέμισα ἀπὸ θεϊκῆς εὐφροσύνης. Τότε εἶπεν ὁ Ἅγιος Γέροντάς μας πρὸς τοὺς νέους· κύριοί μου, ἀφοῦ τελέσητε ὅσα χρήσιμα ἀνήκουν εἰς τὴν ψυχὴν ταύτην, φέρετέ την εἰς τὴν οὐράνιον κατοικίαν, τὴν ὁποίαν μου ἔχει ἑτοίμην ὁ Θεὸς διὰ νὰ κατοικῶ μὲ τὰ πνευματικά μου τέκνα. Καὶ οὕτως ἄνεχώρησεν ἀπὸ ἠμᾶς. Ὑψώσαντες δὲ οἱ Ἄγγελοι τὰς χρυσοειδεῖς πτέρυγάς των, ἐπέταξαν εἰς τὸν ἀέρα ὡς τὰ σύννεφα, ὅταν τὰ διώκῃ ὁ ἄνεμος, καὶ κρατοῦντες με ἀνεβαίναμεν κατὰ ἀνατολάς.
1. Τὸ τελώνιον τῆς καταλαλιᾶς.

Ἐκεῖ ἐσυναντήσαμεν τὸ τελώνιον τῆς καταλαλιᾶς, δηλαδὴ τῆς κατακρίσεως, ὅπου ἦτον μία σύναξις μαύρων, εἰς τὸ μέσον δὲ ἐκάθητο ὁ πρῶτος των μὲ πολλὴν πονηρίαν, καὶ εὐθὺς ἐστάθημεν. Μάρτυς μου δὲ ὁ Κύριος, τέκνον μου Γρηγόριε, πῶς ὅσους ἐκατέκρινα ἐν τῇ ζωῇ μου, μοῦ εἶπαν ὅλων τὰ ὀνόματα καὶ τὴν ὥραν, ὡς καὶ μίαν λέξιν μου ἐφανέρωσαν, καὶ ἐζήτουν δίκην.
Καὶ ὄχι μόνον τὸ ἀληθές, ἀλλὰ καὶ εἰς πολλὰ μὲ ἐσυκοφάντουν ἐκ πονηρίας των. Καὶ ἐὰν εἴπα λόγον μὲ ἄλλον σκοπὸν, καὶ αὐτὸν ὡς κατάκρισιν, ἐξεζήτουν λογαριασμὸν. Χάριν λόγου, ἐὰν εἶπα τίποτε ἀπὸ ἀγάπην ἢ μὲ σκοπὸν διὰ νὰ διορθωθῇ ὁ πταίστης, εἰς ὅλα λέγω ταῦτα ἐρωτοῦσαν τοὺς Ἀγγέλους νὰ τοὺς ἀποκριθώσι. Οἱ δὲ Ἄγγελοι τοὺς ἀπεκρίθησαν εἰς τὰ ἀληθῆ καὶ τοὺς τὰ ἐπλήρωσαν ἀπὸ ἐκεῖνα ὀποῦ μου εἶχε χαρίσει ὁ Γέροντάς μας καὶ ἔτσι ἀνεχωρήσαμεν εὐθὺς ἀπὸ αὐτούς.
2. Τὸ τελώνιον τῆς ὕβρεως.

Καὶ ἀναβαίνοντες ὀλίγον τί μᾶς ἐσυναπάντηαεν τὸ τελώνιον τῆς ὕβρεως. Καὶ ἐξοδεύσαντες καὶ εἰς ἐκεῖνο, ὡς καὶ εἰς τὸ πρώτον, ἀνεχωρήσαμεν ἀνενόχλητοι δι’ εὐχῶν τοῦ Πατρὸς μας. Καὶ ἀνάβαίνοντες συνωμίλουν οἱ Ἄγγελοι, λέγοντες ἀληθῶς μεγάλην ὠφέλειαν καὶ χάριν εὖρεν ἐτούτη ἠ ψυχῇ ἀπὸ τὸν ἡγαπημένον δοῦλον τοῦ θεοῦ Βασίλειον ἄλλως ἠθέλομεν στενοχωρηθῆ πολὺ ἐκ τούτων τῶν τελωνίων.

3. Τὸ τελώνιον τοῦ φθόνου.

Ἐνῷ ἔλεγον ταῦτα οἰ Ἄγγελοι, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τελώνιον τοῦ φθόνου, καὶ μὴ ἔχοντες χάριτι θεία, ἐκεῖνοι οἱ ἁγριοπρόσωποι μαῦροι κατηγορίαν νὰ μοῦ εἰποῦν, ἀνεχωρήσαμεν χαρούμενοι. Μ' ὅλον τοῦτο ἔτριζον τὰ δόντια τοὺς μετὰ πολλῆς κακίας καὶ θύμου κατ' ἐμοῦ καὶ ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ μᾶς καταπιοῦν.

4. Τὸ τελώνιον τοῦ ψεύδους.

Καὶ ἀναβαίνοντας εἰς πολὺ ὕψος, ἐσυναντήσαμεν τὸ τελώνιον τοῦ ψευδοῦς, εἰς τὸ ὁποῖον ἥσαν πολὺ πλῆθος μαῦροι, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν πολὺ ἄσχημα καὶ μισητά. Ὁ πρῶτος αὐτῶν ἐκάθητο μετὰ πολλῆς ἀλαζονείας καὶ ὡς μᾶς εἶδαν, ἤρχοντο ὡς λησται πρὸς ἠμᾶς, τρέχοντες μετὰ κραυγῆς καὶ ταραχῆς, καὶ ἔφερναν πολλὰς ἀποδείξεις καὶ πολλὰ ψεύματα, τὰ ὁποία ὡς ἀνόητος πολλάκις ὡμίλησα, κρύψασα τὴν ἀλήθειαν εἰς τὴν παιδικήν μου ἡλικίαν. Πλὴν αὐτοὶ παρουσιάζοντες ταῦτα, τὸν καιρὸν ὀποῦ τὰ εἶπα, τὴν θέσιν, τὴν ὑπόθεσιν, καὶ τὰ πρόσωπα ὅπου εἶπα τὸ κάθε ψεύδος, ἐζήτουν δίκην, ἀλλ’ οἱ Ἄγγελοι πράξαντες ὡς καὶ εἰς τὰ ἄλλα, καὶ διὰ τῆς πρὸς ἔμε ἐλεημοσύνης τοῦ Πατρός μας. ἤλευθερώθημεν καὶ ἀπὸ αὐτά.
5. Τὸ τελώνιον τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς.

Καὶ ἀναβαίνοντας ὀλίγον τι, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τελώνιον τοῦ θύμου καὶ τῆς ὀργῆς. Ἐδῶ εὔρομεν σύναξιν πολλῶν μαύρων, καὶ ὁ πρῶτος αὐτῶν ἐκάθητο ὡς εἴδωλον, πολὺ ἐξηγριώμενος καὶ ἐπρόσταξε μετ' ὀργῆς καὶ φωνῆς τόσον ἀγρίας, ὀποῦ δὲν ἠδυνήθημεν νὰ διακρίνωμεν τὶ ἔλεγεν εἰς τοὺς παραστεκομένους δαίμονας, Αὐτοὶ δὲ πλήρεις κακίας, ἐδαγκάνοντο καὶ ἐτρώγοντο μεταξὺ των, ὡς οἱ σκύλοι οἱ λυσσασμένοι, καὶ φωνάζοντας ὡς ἄγρια θηρία, μᾶς ἔβλεπον μετὰ μεγίστης κακίας, καὶ μὲ ἐξήταζον, ὄχι μόνον εἰς ὅσα ἀληθῶς μὲ ὀργὴν καὶ θυμὸν ἐφιλονείκουν μὲ κανένα ἢ μὲ ἄγριον βλέμμα τὸν ἐθεώρουν, ἀλλὰ καὶ ὅσα ὡμίλουν μὲ ἀγάπην καὶ ἐσυμβούλευα τὰ τέκνα μου ἢ τὰ ἐτιμώρουν καὶ ὠργιζόμην ἐναντίον των. Ὅλα ταῦτα, λέγω, ἕνα πρὸς ἕνα μου τὰ ἐφώναζαν, καὶ ἢ εἶχα φοβερίσει κανένα καὶ ἀνεχώρουν δυσαρεστημένη, ἢ εἶχα ἔχθραν καὶ ἐμνησικάκουν ἐναντίον τινός.
Ὅ,τι φέρσιμον καὶ κίνημα ἔκαμνα, τὰ αὐτὰ σχήματα καὶ κινήματα ἔκαμναν αὐτοὶ· τρέχοντες ἐναντίον μας, ἀναφερόντες τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώ-πων, τὴν ἐποχὴν καὶ τὰς αὐτὰς λέξεις καθαρῶς, καθὼς τὰς ἔλεγα ἐγὼ ὅταν ἐθύμωνα. Πληρώσαντες δὲ καὶ ἐκεῖ τὸ χρέος, ἀνεχωρήσαμεν.
6. Τὸ τελώνιον τῆς ὑπερηφανείας.

Ἀναβαίνοντας δὲ ὀλίγον τί,  μᾶς ἐσυνάντησε  τὸ τελώνιον τῆς ὑπερηφανείας. Καὶ ψάχνοντας οἱ δαίμονες μήπως εὔρουν τίποτε διὰ νὰ μὲ κατηγορήσουν, ὅμως δὲν εὗρον, ἐπειδὴ ἤμουν πτωχὴ καὶ δὲν ἠμπόρουν νὰ ὑπερηφανευθῶ. Ὅθεν ἐπεράσαμεν ἀνεξόδως.
7. Τὸ τελώνιον τῆς βλασφημίας.

Καὶ ἀναβαίνοντες ἐφθάσαμεν τὸ τελώνιον τῆς βλασφημίας. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν δαιμόνων τοῦ τελωνίου τούτου ἐκάθητο μὲ πολλὴν ἀγριότητα καὶ παρ’ εὐθὺς ὅπου μᾶς εἶδαν, ἔτρεξαν πρὸς ἠμᾶς ἐξαγριωμένοι, τρίζοντες τοὺς ὀδόντας, σκληρίζο-ντες καὶ βλασφημοῦντες καὶ κάμνοντας διάφορα σχήματα. Μὲ ἐφοβέριζαν καὶ ἐγὼ ἔτρεμον, αὐτοὶ δὲ ἐβεβαίωσαν ὅτι εἶχον βλασφημήσει τρεῖς φορὰς εἰς τὴν νεότητά μου. Ἀλλ’ οἱ Ἄγγελοι ἔφεραν ἀπόδειξιν τὴν μετάνοιαν καὶ ἐξομολόγησιν, καὶ πληρώσαντες τὸ ἱκανὸν, ἀνεχωρήσαμεν.

8. Τὸ τελώνιον τῆς μωρολογίας καὶ τῆς φλυαρίας.

Καὶ πηγαίνοντες, ἐσυναντήσαμεν τὸ τελώνιον τῆς μωρολογίας καὶ φλυαρίας, καὶ μᾶς ἐζήτουν οἱ δαίμονες νὰ ἀνταποκριθῶμεν εἰς τὰς φλυαρίας καὶ αἰσχρὰς μωρολογίας μου τὰς ὁποίας εἶπα ἐκ νεότητός μου.
Ἀλλὰ καὶ τὰ σατανικὰ τραγούδια ἐβεβαίωσαν ὡς ἀληθῆ. Καὶ νὰ ἀποκριθῶ δὲν ἤξευρα, ἀλλὰ ἀποροῦσα πὼς τὰ ἐνθυμοῦνται, ἐνῷ ἐγὼ ἐκ τῆς πολυκαιρίας τὰ εἶχα ἀλησμονήσει. Δίδοντες ὅμως καὶ ἐκεῖ τὸ ἀνάλογον, ἀνεχωρήσαμεν.

9. Τὸ τελώνιον τοῦ τόκου καὶ τοῦ δόλου.

Καὶ ἀναβαίνοντες τὴν ἄγνωστον καὶ σκοτεινὴν φοβερὰν στράταν ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τελώνιον τοῦ τόκου καὶ τοῦ δόλου, τὸ ὁποῖον ἐξετάζει τοὺς τοκογλύφους καὶ ἐκείνους ὀποῦ γελοῦν τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς παίρνουν τὴν περιουσίαν των. Ἀρχίνησαν, λοιπόν, καὶ μὲ ἐξήταζον, ἐὰν ἠπάτησα κανέναν καὶ τοῦ ἐπῆρα τὸ πρᾶγμα του. Ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἐδύναντο νὰ τὸ ἀποδείξουν, ἔτριζον τοὺς ὀδόντας των καὶ ἐφοβέριζον.

10. Τὸ τελώνιον τῆς ὀκνηρίας καὶ τοῦ ὕπνου.

Ἀναχωρήσαντες δὲ ἐκεῖθεν καὶ ἀναβαίνοντες ἐκεινην τὴν στράταν, τῆς ὁποίας τὸ μάκρος νοῦς ἀνθρώπινος δὲν δύναται νὰ μετρήση, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τελώνιον τῆς ὀκνηρίας καὶ τοῦ ὕπνου. Ἐξήταζον δὲ ἐδῶ ἐὰν ἐκοιμόμουν καὶ ὤκνεσα νὰ σηκωθῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἢ ἂν ἀπὸ τὴν ὁκνηρίαν καὶ ἀμέλειαν δὲν ἔκαμα τὸ καλὸν ὅπου ἐδυνάμην νὰ κάμω. Ἀλλὰ χάριτι θεῖα, μὴ ἔχουσα ἐνοχὴν εἰς ταῦτα, διέβημεν ἐκεῖθεν ἐλευθέρως.

11. Τὸ τελώνιον τῆς φιλαργυρίας.

Καὶ ἀναβαίνοντες ἀπαντήσαμεν τὸ τελώνιον τῆς φιλαργυρίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο πολὺ ὁμίχλη καὶ σκότος. Καὶ ἐξετάζοντές με οὗτοι οἱ μαῦροι καὶ μὴ εὐρίσκοντες ἔνοχον, ἐπειδὴ καὶ ἤμουν εἰς ὅλην τὴν ζωὴν μου πτωχή, ἐφύγαμεν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀνενόχλητοι.
12. Τὸ τελώνιον τῆς μέθης.

Καὶ ἀναβαίνοντες ἐφθάσαμεν εἰς τοὺς δαίμονας τῆς μέθης, οἱ ὅποιοι ἐπρόσμενον ὡς ἅρπαγες λύκοι, ζητοῦντες νὰ καταπίωσιν τίνα. Ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ἐξουσίαν παρὰ Θεοῦ νὰ ἐξετάζουν ὅλας τὰς ψυχάς, ἦλθον οἱ συνοδεύοντές με Ἄγγελοι καὶ ἐξήταζον τὸ κρασὶ ὅπου ἔπιον εἰς ὅλην μου τὴν ζωήν.
Οἱ δὲ δαίμονες ἐφώναζον δὲν ἔπιες τόσα ποτήρια κρασὶ εἰς τὴν δεῖνα ἑορτήν; καὶ ἦτον παρούσαι ἡ δεῖνα καὶ ἡ δεῖνα; δὲν ἐμέθυσες τὴν δεῖνα ἡμέραν; δὲν ἔπιες ὄτε ἐπῆγες εἰς τὸν δεῖνα ἄνθρωπον καὶ τὴν δεῖνα γυναίκα ἕτερα τόσα ποτήρια κρασὶ καὶ ἤσαν παρόντες οἱ δεῖνα ἄνθρωποι; Ταῦτα καὶ ἑτέρα ὅμοια ἔλεγον καὶ ἐδοκίμαζον νὰ μὲ ἀρπάσουν ὡς ἄγρια θηρία. Πάντα δὲ ὅσα μου εἶπαν ἤσαν ἀληθινά.
Οἱ δὲ Ἄγγελοι ἔφερναν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸ μέσον τὰ κατορθώματα καὶ καλά μου ἔργα, δίνοντες δὲ καὶ ἐκεῖ μερικὴν πληρωμὴν ἀπὸ ἐκεῖνα ὅπου μοῦ ἐχάρισεν ὁ Γέροντάς μας, τοὺς ἀφήσαμεν. Ἀναβαίνοντες δὲ μοῦ ἔλεγαν οἱ συνοδεύοντές με Ἄγγελοι· βλέπεις πόσον κίνδυνον ἔχει ἡ ψυχῇ ἕως ὅτου νὰ περάση τὰ ἀκάθαρτα τελώνια καὶ ἐναέρια δαιμόνια; Ἐγὼ δὲ τοὺς ἀπεκρίθην ναί, κύριοί μου, μέγας κίνδυνος εἰς τὰς ἐλεεινὰς ψυχὰς καὶ πιστεύω ὅτι δὲν δύναται νὰ περάση κανεὶς ἀταράχως· νομίζω ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ζώντας ἀνθρώπους δὲν γνωρίζει ταῦτα ὅπου συμβαίνουν εἰς τὴν ψυχήν. Ἀλλοίμονον! Τὶ ἀναμένει τὴν ψυχὴν τοῦ καθενὸς μετὰ τὸν θάνατον, καὶ ἠμεῖς ἀμελοῦμεν καὶ δὲν φροντίζομεν οἱ ἀνόητοι. Ἀπεκρίθησαν δὲ οἱ Ἄγγελοι, ὅτι αἱ Γραφαὶ διαλαμβάνουν ταῦτα πάντα, ἀλλ’ ἡ πολυτέλεια, αἱ τροφαί, αἱ ἡδοναὶ καὶ ἀναπαύσεις τοῦ κόσμου τυφλώνουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τὰ βλέπουν, οὔτε τὰ συλλογίζονται, ἀλλὰ ζοῦν ὠσὰ νὰ μὴ ἔχουν νὰ ἀποθάνουν καὶ ἀμελοῦν τὰ καλὰ ἔργα, μάλιστα δὲ τὴν ἀγάπην καὶ ἐλεημοσύνην, ἡ ὁποία δύναται νὰ βοηθήση τὴν ψυχὴν περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔργα, καὶ νὰ πέραση τὰ τελώνια χωρὶς ἐνόχλησιν. Ἀλλ’ οἱ τοιοῦτοι εἶναι ὀλίγοι. Ἀλλοίμονον εἰς τοὺς μὴ ἔχοντας καλὰ ἔργα! Διότι ἔρχεται ἔξαφνα ὁ θάνατος καὶ τοὺς ἀρπάζει, καὶ δικαίως θέλοντας νὰ περάσουν ἀπὸ ἐδῶ τοὺς ἁρπάζουν οἱ δαίμονες καὶ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ τοὺς κατεβάζουν εἰς τοὺς σκοτεινοὺς καὶ βρωμεροὺς τόπους τοῦ Ἅδου, φυλάττοντες αὐτοὺς μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας καὶ φοβέρας Κρίσεως. Ταῦτα βεβαίως ἤθελες πάθει καὶ σύ, ἐὰν ἔλειπεν ἡ εὐσπλαχνία τοῦ θεοῦ καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ δούλου Αὐτοῦ Βασιλείου.
13. Τὸ τελώνιον τῆς μνησικακίας.

Λέγοντες δὲ ταῦτα καὶ ἀναβαίνοντες, ἀπαντήσαμεν τὸ τελώνιον τῆς μνησικακίας, τὸ ὁποῖον ἐξετάζει ἐκείνους ὀποῦ ἔχουν ἐχθραν μὲ τὸν γείτονά τους καὶ δὲν θέλουν νὰ συγχωρήσουν κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνον ὀποῦ τοὺς ἒπταισεν. Πλησιάζοντες δὲ πρὸς ἐκεῖνο τὸ κατηραμένον, ἐπήδησαν οἱ δαίμονες ὡς λησταὶ ἀπάνω μου, ζητοῦντες εἰς τὰ κατάστιχα αὐτῶν νὰ εὕρουν κανένα πταίσιμον, ἀλλὰ χάριτι θεία δὲν εὗρον τίποτε, καὶ καταντροπιασθέντες ἐφώναζαν ἐλησμονήσαμεν νὰ τὰ γράψωμεν, καὶ ἄλλα τοιαῦτα ψεύματα, καὶ οὕτως ἀνεχωρήσαμεν ἀπὸ ἐκεῖ, χωρὶς νὰ πληρώσωμεν τίποτε. Καὶ ἐπειδὴ εἶχα λάβει θάρρος, ἡρώτησα τοὺς Ἀγγέλους· ποὺ τὰ ἠξεύρουν ἐτοῦτοι οἱ ἄδικοι τὰ πταίσματα τοῦ κάθε ἀνθρώπου; Καὶ μοῦ ἀπεκρίθη ὁ ἕνας δὲν γνωρίζεις ὅτι μετὰ τὸ Βάπτισμα κάθε Χριστιανὸς λαμβάνει ἕναν Ἄγγελον μαζί του, ὡς φύλακα, χωρὶς νὰ τὸν βλέπῃ, διὰ νὰ τὸν ὁδηγῇ εἰς τὸ καλόν, νὰ γράφῃ δὲ ὅλα τὰ καλὰ του ἔργα; Ὁμοίως δὲ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ἕνας διάβολος καὶ γράφει τὰς κακὰς του πράξεις.
Ἅμα λοιπὸν ἁμαρτήση ὁ ἄνθρωπος, εὐθὺς μηνᾷ εἰς τὸ τελώνιον ὀποῦ ἀνήκει ἡ ἁμαρτία, λόγου χάριν, ὅταν κλέψῃ εἰς τὸ τελώνιον τῆς κλεψιᾶς, ὅταν βλασφημήση, εἰς τὸ τελώνιον τῆς βλασφημίας, ὅταν πορνεύση εἰς τὸ τελώνιον τῆς πορνείας. Καὶ λοιπὸν κάθε τελώνιον γράφει, καὶ ἅμα θὰ πέραση ἡ ψυχῇ ἐκεῖ, ἐμποδίζεται ἀπὸ αὐτὸ καὶ ρίπτεται εἰς τὸν Ἅδην, καὶ κατοικεῖ ἐκεῖ ἕως νὰ ἔλθῃ ἡ φοβερὰ ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Πλὴν ἐὰν εἶναι περισσότερα τὰ καλὰ ἔργα τῆς ψυχῆς, τὰ ὁποῖα θὰ παρουσίαση ὁ φύλακάς τῆς Ἄγγελος, περνᾷ ἐλεύθερα, καὶ πάλιν τὴν συναντᾷ ἄλλο τελώνιον. Ταῦτα δὲ πάντα γίνονται εἰς τοὺς ὀρθόδοξους Χριστιανούς, τῶν ὁποίων ὁ δρόμος των εἶναι εἰς τὸν Χριστόν, εἰς δὲ τοὺς ἀσεβεῖς δὲν βαστοῦν κατάστιχα, οὔτε τοὺς μέλει, οὔτε τοὺς βιάζουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν.

14. Τὸ τελώνιον τῆς μαγείας καὶ γοητείας.

Ἀφήσαντες τὸ τελώνιον τῆς μνησικακίας, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τελώνιον  τῆς  μαγείας  καὶ  τῆς  γοητείας,  τὸ ὁποίον ἐξετάζει τοὺς μάγους καὶ γόητας. Ἐτοῦτα δὲ τὰ δαιμόνια εἴχον μορφὰς ὡσὰν θηρία, ὡσὰν φίδια, ὡσὰν σκύλοι, καὶ βώδια ἄγρια καὶ ἄλλα ζῶα μὲ τὴν πλέον ἄσχημον θεωρίαν. Ἀλλὰ χάριτι θεία, μὴ ἔχοντα περὶ τούτων τίποτε νὰ μὲ ἐξετάσουν, οὔτε κὰν λόγον νὰ μᾶς εἴπουν, ἀνεχωρήσαμεν.
Καὶ ἔτσι ἀναβαίνοντες, πάλιν ἠρώτησα τοὺς Ἀγγέλους λέγουσα· μὲ τὶ τρόπον δύνανται ἐν τῷ κοσμῷ νὰ συγχωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐξαλειφθοῦν ἀπὸ τὰς βίβλους τῶν ἐναέριων δαιμονίων. Καὶ μοῦ ἀπεκρίθησαν ταῦτα πάντα δύνανται νὰ ἐξαλειφθοῦν καὶ νὰ συγχωρηθοῦν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήση καὶ ἐξομολογηθῆ τὰς ἁμαρτίας του καὶ πληρώση τὸν κανόνα τοῦ Πνευματικοῦ του καὶ λάβῃ τὴν συγχώρησιν. Εἰ δὲ κάμῃ κανείς, καθὼς ἐσὺ ἔκαμες, καὶ ἐντραπῇ νὰ ἐξομολογηθῆ τὰς ἁμαρτίας του καὶ νομίσῃ ὅτι τὸν φθάνει μόνον ἡ ἀποχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ἐξομολόγησις μόνον εἰς τὸν Θεόν, ἐὰν λέγω ἔτσι κάμῃ, δὲν συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι του. Διότι ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν χάριν εἰς τοὺς Ἀποστόλους νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν ἐπὶ τῆς γῆς, οἱ δὲ Ἀπόστολοι ἔδωσαν τὴν χάριν καὶ τὴν ἰδὶαν ἐξουσίαν εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Πνευματικούς, καὶ θέλει ὁ Κύριος νὰ φυλάγεται τὸ Μυστήριον.
Αὐτὸς γὰρ εἶπεν «ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα». Διὰ τοῦτο λοιπὸν πρέπει νὰ ἐξομολογηθῆ ὁ ἄνθρωπος εἰς Πνευματικὸν καὶ νὰ πληρώση τὸν κανόνα καὶ ἔτσι νὰ ἐξαλειφθοῦν αἱ ἁμαρτίαι του ἀπὸ τὰς βίβλους τῶν δαιμόνων. Καὶ ἅμα ἰδοῦν οἱ δαίμονες πὼς ἐξαλείφθησαν ἀπὸ τὰς βίβλους των αἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων, συγχύζονται καὶ τα­ράσσονται καὶ βάζουν τὰ δυνατὰ τοὺς νὰ τοὺς ρίξουν εἰς ἄλλα μεγαλύτερα ἁμαρτήματα. Ὅθεν ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ μετάνοια εἶναι αἰτίαι νὰ νικήσουν οἱ ἄνθρωποι τὰ ἐναέρια τελώνια καὶ νὰ περάσουν ἐλευθέρως ὅλα τὰ ἐνάντια. Οἱ πολλοὶ ὅμως φοβοῦνται τὸν βαρὺν κανόνα τῶν αὐστηρῶν Πνευματικῶν καὶ διαμοιράζουν τὰ ἁμαρτήματα τῶν καὶ ἐξομολογοῦνται ὀλίγα εἰς τὸν κάθε ἕνα Πνευματικόν, διὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν κανόνα. Οἱ τοιοῦτοι εἶναι ἀπατημένοι, διότι αὐτὴ δὲν εἶναι μετάνοια, ἀλλὰ πονηρία. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ διαλέγουν τὸν καλὸν Πνευματικὸν καὶ εἰς ὅλην τους τὴν ζωὴν νὰ μὴν τὸν ἀλλάσσουν χωρὶς ἀνάγκην. Ἀλλέως δὲν ἠμποροῦν νὰ φύγουν τὰ ἐναέρια ταῦτα τελώνια.

15. Τὸ τελώνιον τῆς γαστριμαργίας καὶ πολυφαγίας.

Ἀναβαίνοντας δὲ καὶ ὁμιλοῦντες ταῦτα καὶ ἄλλα ὅμοια, ἐσυναντήσαμεν τὸ τελώνιον τῆς πολυφαγίας. Οὗτοι οἱ δαίμονες ἦσαν παχεῖς ὡσὰν τοὺς χοίρους, ἄγριοι καὶ δυνατοὶ περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ ἅμα μὲ εἶδον ἔτρεχαν καταπάνω μου γαυγίζοντες, σκληρίζοντες, καὶ ἐφανέρωσαν τὰς κρυφο-φαγίας καὶ πολυφαγίας μου, τὰς ὁποίας ἀπὸ παιδικήν μου ἡλικίαν ἔκαμα, τρώγοντας ἀπὸ τὴν αὐγὴν ἕως τὸ βράδυ χορταστικά, καθὼς καὶ ἐὰν εἰς τὰς ἁγίας Τεσσαρακοστὰς ἔτρωγα ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας χωρὶς προσευχήν. Ταῦτα καὶ ἄλλα ὅμοια, λέγοντες μὲ ἐκατηγόρουν πῶς δὲν ἔπραξα τὰς ὑποσχέσεις ὀποῦ ἔδωσα εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα· ὑπεσχέθην νὰ τοὺς ἀρνηθῶ καὶ τὰ ἔργα αὐτῶν, ἀλλ’ ἐγὼ πάλιν τοὺς ἔκαμνα τὰ θελήματά τους. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ Ἄγγελοι ἐμάχοντο καὶ ἔφερναν πρὸς βοήθειάν μου τὰ καλὰ ἔργα μου, καὶ οὕτως ἀνεχωρήσαμεν ἀπὸ αὐτούς.

16. Τὸ τελώνιον τῆς εἰδωλολατρίας.

Καὶ σύντομα ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τελώνιον τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῶν διαφόρων αἱρέσεων. Ἀλλ’ οὐδὲ λέξιν μας εἶπαν, καὶ ἀνεχωρήσαμεν εὐθύς.

17. Τὸ τελώνιον τῆς ἀρσενοκοιτίας.

Καὶ ἀναβαίνοντες ὀλίγον, ἀπαντήσαμεν τὸ τελώνιον τῆς ἀρσενοκοιτίας, τὸ ὁποῖον ἐξετάζει τοὺς ἀρσενοκοίτας. Ὁ πρῶτος αὐτῶν ἐκάθητο ὑψηλὰ ὡς φοβερὸς δράκων μὲ ἄσχημον πρόσωπον, ἔχων ὑπὸ τὰς διαταγὰς του χίλια δαιμόνια, ἄλλαζε δὲ χιλιάδας μορφάς, πότε μὲν ἐφαίνετο ὡς δράκων, πότε δὲ ὡς ποντικός, καὶ πότε ὡς ἀγριόχοιρος ἐξαγριωμένος, πότε ὡς θηριόψαρον τῆς θαλάσσης. Τριγύρω δὲ αὐτοῦ ἤσαν ἀκαθαρσία καὶ βρῶμα ἀνυπόφορος, καὶ ὡς ἐπὶ τραπέζης ἐκοίτετο καὶ ἀνεπαύετο, οἱ δὲ ὑπηρέται αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐξήταξον τὰ ἁμαρτήματα, ἦσαν ὡς ἀγάλματα καὶ ἐξαγριωμένοι κατὰ πάνω μου. Ἀλλὰ βλέποντας ὅτι ἦμουν γυναῖκα, δὲν εἶχον τίποτε νὰ κατηγορήσουν, οὔτε πῶς ἐκοιμήθην μὲ ἄλλην γυναῖκα καὶ ἤμαρτησα. Καὶ χάριτι θείᾳ ἠλευθερώθημεν ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτῶν καὶ ἐπλησι-άσαμεν εἰς τὴν θύραν τοῦ οὐρανοῦ. Ἀναβαίνοντες δὲ μου ἔλεγον οἱ Ἄγγελοι ὅτι πολλαὶ ψυχαὶ φθάνουν ἕως ἐκεῖ ἀνεμποδίστως ἐκ τῶν ἄλλων τελωνίων, διὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἅγιον θρόνον τοῦ θεοῦ, καὶ αὐτὸ τὸ τελώνιον τῆς ἀρσενοκοιτίας τοὺς γκρεμίζει εἰς τὸν ἄχαρον Ἅδην, διὰ τὴν αἰχρὰν πράξιν τῆς ἀρσενοκοιτίας, διότι ἐτούτη ἡ κατηραμένη ἀρσενοκοιτία παροργίζει τὸν Θεὸν περισσότερον ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ἁμαρτίας.

18. Τὸ τελώνιον τῶν χρωματοπροσώπων.

Ὁμιλοῦντες διὰ ταῦτα, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τελώνιον ὀποῦ ἐξετάζει τὰς γυναίκας καὶ τοὺς ἄνδρας ὀποῦ βάζουν φτιασίδια καὶ στολίζουν τὰ πρόσωπά τους μὲ διαφόρων χρωμάτων εὐωδίας, ἐπειδὴ τὴν μορφὴν ὀποῦ τοὺς ἔδωσεν ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἄρεσεν, ἀλλὰ τὴν ἐκαταφρόνησαν καὶ τὴν ἀπέβαλον θεληματικῶς καὶ ἐδέχθησαν τὴν ἰδικὴν τους μορφήν. Καὶ ἐτούτη, ἔλεγον, τὸ ἔκαμε δυὸ φοράς, δι’ αὐτὸ εἶναι δίκαιον νὰ τὴν πάρωμεν ἠμεῖς. Οἱ δὲ Ἄγγελοι ἔφερναν τὰς καλὰς μου πράξεις εἰς τὸ μέσον καὶ μὲ πολὺν κόπον πληρώσαντες ἱκανά, ἀνεχωρήσαμεν.

19. Τὸ τελώνιον τῆς μοιχείας.

Καὶ ἀναβαίνοντες, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τελώνιον τῆς μοιχείας, τὸ ὁποῖον ἐξετάζει τοὺς μοιχοὺς καὶ τὰς μοιχαλίδας, ἐκείνους δηλαδὴ ὅπου, ἐνῷ εἶναι ὑπανδρευμένοι, πηγαίνουν μὲ ξένους συζύγους καὶ μολύνουν τὸ στεφάνι των. Καὶ μαζὶ μὲ τούτους ἐξετάζει καὶ τοὺς παραφύσιν ἁμαρτάνοντας ἄνδρας εἰς τὰς γυναίκας των καὶ ὅλους τοὺς μιαροὺς ποὺ μολύνουν τὰ στεφάνια των. Ἀλλ’ ἐπειδὴ χάριτι θεία δὲν εἶχον εἰς ταῦτα νὰ μὲ κατηγορήσουν τὰ δαιμόνια, ἀνεχωρήσαμεν καὶ ἐντεῦθεν.

20. Τὸ τελώνιον τοῦ φόνου.

Καὶ ἀναβαίνοντες ὀλίγον τι, ἐφάνη τὸ τελώνιον τοῦ φόνου, τὸ ὁποῖον ἐξετάζει τοὺς φονεῖς καὶ ὅσους ἀπὸ θυμὸν ἐκτύπησαν κανένα, καὶ ἐν συντόμῳ νὰ εἴπῃ τις ζυγίζουν πᾶσαν ἀδικίαν. Ὅθεν ἐξωδεύσαμεν καὶ ἐκεῖ ἕνα τι καὶ ἀνεχωρήσαμεν.

21. Τὸ τελώνιον τῆς κλοπῆς.

Ἀναβαίνοντες δέ, ἐσυναντήσαμεν τὸ τελώνιον τῆς κλοπῆς. Καὶ ἐξήταζον ἐκεῖνοι οἱ τύραννοι τῆς ζωῆς μου ὅλας τὰς κακὰς πράξεις, ἐπληρώσαμεν δὲ καὶ ἐκεῖ μικρὸν καὶ ἀνεχωρησαμεν.
22. Τὸ τελώνιον τῆς πορνείας.

Καὶ ἀναβαίνοντες μακρὰν ἐπάνω, ἐπλησιάσαμεν εἰς τὴν θύραν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τελώνιον τῆς πορνείας. Ὁ μεγάλος αὐτῶν ἐφόρει ἕνα φόρεμα ραντισμένον μὲ ἀφροὺς καὶ αἵματα καὶ ἐχαίρετο ὡς νὰ ἦτο λαμπροστολισμένος μὲ βασιλικὸν φόρεμα. Μοῦ εἶπαν δὲ οἱ Ἄγγελοι ὅτι τοῦτο ἔγινεν ἀπὸ τὰς πολλὰς ἀκαθαρσίας καὶ πορνείας τῶν ἀνθρώπων. Ἅμα δὲ μᾶς εἶδαν, ἐπήδησαν ἐπάνω μας καὶ ἐθαύμαζον πῶς ἠδυνήθημεν καὶ ἐπεράσαμεν τόσα τελώνια καὶ ἐφθάσαμεν πρὸς αὐτούς, καὶ ἔτσι ἀρχίνησαν νὰ ἐξετάζουν ἕνα καθένα. Καὶ οὐχὶ μόνον τὰ ἀληθὴ μου ἔργα ἔλεγον καὶ μὲ ἐκατηγόρουν, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ψεύματα, φέροντες τὰ ὀνόματα τῶν ἐραστῶν μου. Καὶ ταῦτα λέγοντες, ἐδοκίμαζαν νὰ μὲ ἀρπάσουν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Ἀγγέλων καὶ νὰ μὲ ρίψουν εἰς τὸν ἄχαρον Ἅδην.
Καὶ οἱ Ἄγγελοι ἔλεγαν ταῦτα πάντα πρὸ πολλοῦ τὰ ἐπαραίτησεν ἀλλ’ ἐκεῖνοι τοὺς ἀντέλεγον, λέγοντες· καὶ ἠμεῖς γνωρίζομεν ὅτι τὰ εἶχε παραιτήσει, ἀλλὰ μᾶς ἠγάπα καὶ διὰ τοῦτο ποτὲ δὲν μᾶς ἀπηρνεῖτο, ἀλλὰ τὰ εἶχεν εἰς τὴν καρδίαν της κρυμμένα καὶ δὲν τὰ ἐξωμολογήθη ποτὲ εἰς τὸν Πνευματικόν, οὔτε ἐτράβηξε κανόνα, οὔτε συγχώρησιν ἔλαβεν ἀπὸ Πνευματικόν, καὶ πόθεν αὐτὴ ἔλαβε τὴν τόσην πολλὴν χάριν καὶ λάμπει ὡσὰν τὸν ἥλιον; Καὶ ἀποροῦσαν καὶ ἐζητοῦσαν νὰ μὲ κρατήσουν ἢ νὰ ζυγίσουν τὰ καλά μου ἔργα μὲ τὰ δικαιώματα των, διὰ νὰ μὲ ἐξαγοράσουν. Οἱ δὲ Ἄγγελοι μὲ ὑπερασπίζοντο καὶ δίδοντες κατὰ τὸ ζήτημά των καὶ λαμβάνοντάς με ἐπορευόμεθα καὶ ἔτριζαν τοὺς ὀδόντας των ἐκεῖνοι οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες, διότι ἀνελπίστως ἀπὸ αὐτοὺς ἐγλύτωσα.
Μοῦ ἔλεγαν δὲ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι· ἤξευρε ὅτι ἀπὸ ἐτοῦτο τὸ τελώνιον ὀλιγοστὲς ψυχὲς δύνανται νὰ περάσουν χωρὶς μεγάλην ζημίαν των. Διότι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν πολυφαγίαν καὶ ἀπὸ τὴν κακὴν ἐπιθυμίαν τῆς πορνείας, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ὀποῦ δὲν γνωρίζουν τὰς Γραφὰς καὶ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν των καὶ τὴν κρίσιν καὶ τιμωρίαν ὅπου κάμνει ὁ Θεὸς εἰς αὐτούς, καὶ οἱ περισσότεροι τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ ἐτοῦτο τὸ τελώνιον πίπτουν εἰς τὸν σκοτεινὸν καὶ ἄχαρον Ἅδην. Ἐσὺ ὅμως μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Γέροντός σου ἐγλύτωσες ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ τούτου τοῦ τελωνίου· καὶ φόβον πλέον δὲν ἔχεις ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐπάνω, μὲ τὴν χάριν καὶ εὐσπλαγχνίαν του Θεοῦ, διότι χάριν τοῦ δούλου Τοῦ Βασιλείου σὲ ἠλέησεν.

23. Τὸ τελώνιον τῆς ἀσπλαγχνίας.

Καὶ λέγοντάς μου ταῦτα, ἐσυναντήσαμεν τὸ τελώνιον τῆς ἀσπλαγχνίας καὶ σκληροκαρδίας, τὸ ὁποῖον ἐξετάζει μετὰ μεγάλης κακίας καὶ ἀκριβείας τοὺς ἀνελεήμονας καὶ μισαδέλφους καὶ ἀσπλάγχνους. Ὁ πρῶτος των ἐφαίνετο πῶς ἦτον ἀπὸ μεγάλης ἀσθενείας, καὶ ἔκλαιε τὸν ἑαυτὸν του, ἐβόγγα ὡς ἀσθενής, καὶ ἔκαμνεν ὅλα τὰ σχήματα ἐκεῖνα ὀποῦ κάμνουν ἐκεῖνοι ὀποῦ πάσχουν ἀπὸ πτωχείαν καὶ ἀσθένειαν καὶ κάθε ἀνάγκην, μὲ τὰ ὁποῖα ζητοῦν ἐλεημοσύνην πότε δὲ πάλιν ἐξαγριώνονταν κατεπάνω μας μὲ ὅλον του τὸ τάγμα. Ἐξετάζοντες δὲ καὶ μὴ εὐρόντες με ἄσπλαγχνον, ἀλλὰ ἐλεήμονα, διότι ἔδιδα τῶν πτωχῶν κατὰ τὴν δύναμίν μου ἐλεημοσύνην, καὶ καταντροπιασθέντες ἐσιώπων καὶ ἔτσι ἀνεχωρήσαμεν ἀπ’ αὐτῶν. Καὶ μοῦ ἔλεγον οἱ Ἀγγελοι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἐφύλαξαν τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ νὰ μὴ ἔχουν εὐσπλαγχνίαν νὰ ἐλεοῦν τοὺς πτωχούς, ἐπέρασαν ὅλα τὰ τελώνια καὶ ἔφθασαν ἕως ἐδῶ, καὶ ἀπὸ ἐτοῦτο τὸ τελώνιον ἐμποδισθέντες, ἐκρημνίσθησαν εἰς τὸν Ἅδην.

Ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ.

Καὶ ἀναβαίνοντας χαίροντες εἴδομεν τὴν θύραν τοῦ οὐρανοῦ, ἡ ὁποία ἀκτινοβολοῦσεν ὡς κρύσταλλον φωτεινόν. Καὶ ἡ κατασκευὴ της ἦτον θαυμαστὴ καὶ οὐράνιος, φεγγοβολοῦσα ἀπὸ ἄστρα μὲ χρῶμα ὡς τοῦ καθαροῦ χρυσοῦ, μὲ ὑπερθαύμαστον καὶ οὐράνιον ὡραιότητα, τὴν ὁποίαν νοῦς ἀνθρώπινος δὲν δύναται νὰ φαντασθῇ, οὔτε γλῶσσα ἀνθρώπινος νὰ διηγηθῇ, διότι εἶναι πράγματα οὐράνια καὶ ἀνερμήνευτα.
Ὁ θυρωρὸς ἦταν ἕνας νέος ἀστραπόμορφος, μὲ ζώνην καὶ μαλλιὰ χρυσᾶ καὶ μᾶς ἐδέχθη μετὰ μεγάλης χαρᾶς καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεὸν ὀποῦ ἐπερασεν ἡ ψυχῇ μου ἐλευθέρως ἀπὸ τὸν κίνδυνον καὶ τὰ σκοτεινὰ ἐναέρια δαιμόνια. Καὶ ἐμβαίνοντες εἰς τὸν οὐρανόν, ἐσχίζετο καὶ ἔφευγον ἀπὸ ἐμπροσθέν μας τὸ νερὸν ὀποῦ εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἅμα ἠθέλαμεν περάσει, ἐγύριζε πάλιν εἰς τὸν τόπον του τὸ νερόν.
Περάσαντες δὲ τὸ ὕδωρ τοῦτο, ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα τρομερὸν καὶ ἀκατανόητον ἀέρα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἦτο ἐξαπλωμένον ἕνα σκέπασμα χρυσοΰφαντον καὶ ἐσκέπαζεν ἐκεῖνο τὸ φοβερὸν πλάτος τοῦ ἀέρος. Κάτωθεν δὲ αὐτοῦ ἦτο πλῆθος ἀστραπόμορφων ὡραιοτάτων νέων, οἱ ὁποῖοι ἐφοροῦσαν στολὴν πυρίνην καὶ ἠκτινοβόλουν ὡς ὁ ἥλιος, αἱ δὲ τρίχες τῶν ἦτον ὡς ἀστραπὴ καὶ οἱ πόδες τῶν ἄσπροι ὑπὲρ τὸ χιόνι, λάμπουσαι φῶς οὐράνιον. Βλέποντές μας δὲ διέτρεχον ὅλοι καὶ μὲ συνέχαιρον καὶ εὐφραίνοντο διὰ τὴν σωτηρίαν μου ψάλοντες μὲ φωνὴν λυγηρὰν καὶ χαρμόσυνον μελωδίαν, τὴν ὁποίαν οὐ δύναται γλῶσσα διηγήσασθαι! Ἐγὼ λοιπὸν ἤμουν ὅλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις καὶ ἐπορευόμεθα πρὸς προσκύνησιν τοῦ ἀστραπομόρφου θρόνου τοῦ φοβεροῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διαβαίνοντας δὲ εἴδομεν σύννεφα, ὄχι ὡς τὰ συνηθισμένα, ὀποῦ φαίνονται κάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ ὡς ἄνθος ἐκατονταπλασίως ὑπερβαῖνον πᾶν ἄνθος εἰς τὴν θεωρίαν καὶ εὐωδίαν, τὰ ὁποία σύννεφα διεχωρίσθησαν διὰ νὰ περάσωμεν. Τότε πάλιν εἴδομεν ἕτερον ἐξηπλωμένον λευκὸν ὡς τὸ φῶς καὶ αὐτὸ ἔκαμεν ὡς τὸ πρῶτον, μετὰ δὲ τοῦτο ἐφάνη ἕνα ἄλλο σύννεφον χρυσόμορφον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξήρχοντο ἀστραπαὶ καὶ πῦρ, καὶ τοῦτο ἔκαμεν ὡσὰν καὶ τὰ ἄλλα. Καὶ πηγαίνοντες ὀλίγον, εἴδομεν αὐλὴν σκεπασμένην μὲ χρυσοΰφαντα καὶ ἄλλα εἴδη, τὰ ὁποῖα δὲν δύναμαι νὰ διηγοῦμαι, ἄνθη εὐωδέστατα οὐράνια καὶ ἄλλα ἀνεκδιήγητα, ἐστέκετο δὲ ἐκεῖ καὶ ἕνας ἄνθρωπος ἀστραπόμορφος, ἐξήρχετο δὲ τόση γλυκύτατη εὐωδία ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ὀποῦ δὲν δύναται γλῶσσα νὰ διηγηθῆ.
Μετὰ δὲ ταῦτα, ἐπορεύθην ὀλίγον τι καὶ εἴδομεν εἰς ἄμετρον ὑψος τὸν θρόνον τοῦ θεοῦ μυριοβαφῆ, ἀστραποβολοῦντα καὶ φωτίζοντα ἅπαντα. Ἐκεῖ εἶναι ἡ χαρὰ τῶν Δικαίων καὶ ἡ εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίασις τῶν ἀγαπησάντων Αὐτόν, γύρωθεν δὲ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ ἔστεκε πλῆθος ἄπειρον ὡραιοτάτων καὶ ἀστραπομόρφων νέων, φοροῦντων πολύτιμα φορέματα καὶ χρυσᾶς ζώνας. Τὰ ὅσα εἶδα ἐκεῖ, τέκνον Γρηγόριε, δὲν δύναται νὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ, ἀλλ’ οὔτε ὁ ἰδικός σου νοῦς ἠμπορεῖ νὰ τὰ κατανόηση. Ἐφθάσαμεν, τέλος, ἀντίκρυ τοῦ φοβεροῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο στολισμένος μὲ ἀλήθεια, καλωσύνην καὶ δικαιοσύνην, καὶ εἴδαμεν θαυμαστὴν καὶ ἀπερίγραπτὸν δόξαν.
Τότε οἱ Ἀγγελοί, ὀποῦ μὲ ὡδηγοῦσαν, ἔψαλαν τρὶς εἰς τὸν φοβερὸν ἐκεῖνον θρόνον, δοξάζοντες μετὰ φόβου τὸν ἀόρατον Θεόν, Ὁστις ἀναπαύεται ἐπ’ αὐτοῦ, προσκύνησαντες δὲ πάλιν τρὶς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἔπειτα μαζὶ μὲ ἠμᾶς ὅλον τὸ πλῆθος ὀποῦ ἐστέκετο γύρωθεν τοῦ θρόνου, καὶ ὅλοι ἐδόξασαν Τὸν καθήμενον ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἐχαίροντο διὰ τὴν σωτηρίαν μου.
Τότε δὲ ἠκούσαμεν φωνὴν σιγανὴν ἐξ ἐκείνου τοῦ ὕψους, γεμάτην ἀπὸ γλυκύτητα καὶ εὐφρόσυνην, λέγουσαν πρὸς τοὺς ὀδηγοῦντάς με Ἀγγέλους ὁδηγήσατέ την εἰς ὅλας τὰς κατοικίας καὶ εἰς τὸν παρά-δεισον καὶ εἰς τὰ καταχθόνια, καθὼς κάμνετε εἰς ὅλας τὰς ψυχάς, καὶ ἀκολούθως ἀναπαύσατέ την εἰς τὸν τόπον καὶ τὴν κατοικίαν τοῦ δούλου μου Βασιλείου, διότι ἐκεῖ μὲ παρεκάλεσε νὰ τὴν ἀναπαύσω.
Ἀναχωρήσαντες δὲ ἀπὸ ἐκεῖ χαρούμενοι, ἐπισκέφθημεν τὰς κατοικίας τῶν Ἁγίων, αἱ ὁποῖαι ἦσαν ἄμετροι καὶ ἔλαμπον ὡς αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ τὰ ἄλλα μυριόστομα καὶ φωτεινὰ χρώ­ματα, ἦτον δὲ ἐκεῖ καὶ ἕνας κάμπος ἀθεώρητος εἰς τὸ μάκρος καὶ φάρδος, στολισμένος μὲ διάφορα ἄνθη καὶ εὐωδίας. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀναβρύει βρύσις τῆς ἀθανάτου ζωῆς, ἐκεῖ εἶναι αἱ θεόκτιστοι, ὡς πυραμίδες, κατοικίαι τῶν Ἅγιων, μέσα εἰς τὰς ὁποίας ἀναπαύονται, ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐξέρχονται φοβεραὶ ἀκτῖνες.
Εἶναι αὐταὶ αἱ κατοικίαι ὡς τὰ βασιλικὰ παλάτια καὶ ἀκόμη ἀσυγκρίτως εὐμορφότεραι, μὲ ἀνάγλυφα διάφορα εἰς θεωρίαν, δόξαν καὶ λαμπρότητα στολισμένα. Ἑκάστου δὲ τάγματος αἱ κατοικίαι εἶναι χωρισταὶ καὶ πλέον δοξασμένοι, καθὼς τῶν Ἀποστόλων Προφητῶν, Μαρτύρων, Ἰεραρχῶν, Ἀσκητῶν καὶ Δικαίων, τοῦ καθ' ἑνὸς ἡ κατοικία ἐχεῖ ὡραιότητα θαυμαστὴν κατὰ τὰ ἔργα τοῦ καθ’ ἑνός, ὅλοι δὲ ἔβγαιναν καὶ μᾶς ἐπροϋπαντοῦσαν καὶ μὲ κατεφίλουν καὶ εὐφραίνοντο διὰ τὴν σωτηρίαν μου.
Εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ (δηλ. εἰς τὴν κατοικίαν του), εἴδομεν αὐτὸν μὲ δόξαν ἀπερίγραπτον, γεμάτην ἀπὸ εὐφρόσυνην οὐράνιον, ἄνθη πολυειδή, ἀέρος ὑγιέστερου καὶ κάλλους ἀμιμήτου, ὥστε ὀποῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐκστατικός. Ἐκεῖ εἶναι τὰ παλάτια τοῦ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἀκτινοβολοῦντα καὶ λάμποντα ἀπὸ τὴν θείαν χάριν. Ἐκεῖ ἀναπαύονται τὰ τέκνα τῶν Χριστιανῶν, ὅσα ἔζησαν εἰς τὸν κόσμον ἀναμάρτητα. Τριγύρω των εἶναι δόξα καὶ χαρὰ ἀνερμήνευτος, δόξα αἰώνιος.
Ἐκεῖ ἦσαν ἀναπαυόμενοι ἐπὶ δώδεκα λαμπρῶν θρόνων μὲ λάμψιν ὡς τὴν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου οἱ δώδεκα Πατριάρχαι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατάγονται αἰ δώδεκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ, ὁμοίως δὲ καὶ αἱ ἄυλοι ψυχαὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Αἱ ψυχαὶ τῶν Ἁγίων φαίνονται ὡς νὰ ἦσαν μὲ σώματα, ἀλλὰ χέρι ἀνθρώπου νὰ τὰς πιάση δὲν εἶναι δυνατόν, καθὼς καὶ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου. Ἐνῷ λοιπὸν ἐπισκέφθημεν ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἅγια μέρη, ἐστράφημεν εἰς τὸ μέρος τῆς δύσεως, ὅπου εἶναι αἱ σκληραὶ κολάσεις, εἰς τὰς ὁποίας κατοικοῦν αἱ ψυχαὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Μοῦ ἔδειξαν δὲ οἱ ὁδηγοῦντές με Ἄγγελοι τὰς κολάσεις, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἐγλύτωσα χάριν τοῦ Πατρός μας Βασιλείου. Διότι εἶδον, τέκνον μου Γρηγόριε, τὰς σκοτεινὰς φυλακὰς εἰς τὰς ὁποίας εἶναι κλεισμένοι ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης τῶν ἁμαρτωλῶν αἱ ψυχαὶ ἀπὸ καταβολὴς κόσμου, σκεπασμένοι μὲ τὴν μαύρην ὁμίχλην τοῦ θανάτου, καὶ νὰ ἴδουν ποτὲ τὸ γλυκύτατον φῶς δὲν εἶναι δυνατὸν, ἀλλὰ γυμναὶ τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ κλαίουν καὶ θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα.
Δὲν ἀκούεται, τέκνον μου Γρηγόριε, ἄλλο τι ἐκεῖ, παρὰ τὸ οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον, τοὺς κατατρώγει ὁ μολυσμὸς καὶ ἡ δυσωδία καὶ θρηνοῦν ἀκαταπαύστως ἀπαρηγόρητα. Ὅταν δὲ εἰσήλθομεν εἰς τὰ σκοτεινότατα ἐκεῖνα μέρη, εὐθὺς ἐφωτίσθησαν ἀπὸ τὴν λάμψιν τῶν ὁδηγούντων με Ἀγγέλων καὶ εἶδα ἐκεῖνα τὰ ὑπόγεια σπήλαια, ὅπου φόβος καὶ τρόμος μὲ πε­ρικύκλωσε. Μοῦ εἶπεν δὲ ὁ ἕνας Ἄγγελος· αὐτὰς τὰς φοβέρας κατοικίας τὰς ἔφυγες, διατὶ μετανόησες καὶ ἔπαυσες τὴν ἁμαρτίαν καὶ διὰ τὰ ὀλίγα καλὰ ἔργα σου, ἢ νὰ σοῦ εἰπῶ καλύτερα, διὰ τὰς μεσιτείας τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου, τοῦ Γέροντός σου. Ἀφοῦ δὲ ἐγυρίσαμεν ὄλας τὰς κολάσεις, μὲ ἐρώτησεν ὁ ἕνας Ἄγγελος λέγων μου·
Θεοδώρα, ἄρά γε ἠξεύρεις ὅτι σήμερον κάμνει τὰ σαράντα σου ὁ καλὸς Πνευματικός σου Πατὴρ Βασίλειος; Καὶ ταῦτα εἰπῶν μὲ ἄφησεν εἰς ταύτην τὴν πανευφρόσυνον κατοικίαν καὶ ἀνεχώρησαν. Ἐκ τούτου λοιπὸν ἐγνώρισα ὅτι μετὰ τὰς σαράντα ἡμέρας ἀπὸ τοῦ θανάτου μου ἔφθασα εἰς τὴν κατοικίαν τὴν ὁποίαν βλέπεις, ἤτις δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλὰ τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρὸς Βασιλείου, τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ. Διότι εὐρισκόμενος εἰς τὸν κόσμον σώζει πολλὰς ψυχὰς μὲ τὰς συμβουλὰς του καὶ τὰς ὁδηγεῖ πρὸς μετάνοιαν καὶ ἐξομολόγησιν, αὐταὶ δὲ αἱ ψυχαὶ κατοικοῦν εἰς ταύτην τὴν λαμπρὰν κατοικίαν μαζί μου. Ἐλθὲ τώρα ἵνα ἴδης τὰς κατοικίας μας, τὰς ὁποίας πρὸ ὀλίγου ἐπεσκέφθη καὶ ὁ Πατήρ μας. Ἐγὼ δὲ ἠκολούθησα τὴν κυρίαν Θεοδώραν καὶ οὕτως εἰσήλθομεν εἰς ἕνα μεγάλο προαύλιο, τὸ ὁποῖον ἦτο στρωμένο μὲ ἀκτινοβόλους χρυσοκέντητους πλάκας, ἐν μέσω δὲ τούτων ὑπῆρχαν διάφορα δένδρα, τῶν ὁποίων ἡ ὡραιότης εἶναι ἀνερμήνευτος. Ἦτον δὲ ἡ Θεοδώ­ρα ἐνδεδυμένη ἕνα φόρεμα μεταξωτὸν κάτασπρον καὶ εἰς τὴν κεφαλὴν της ἔφερε κόκκινο μανδήλιον, ἐθαύμασα δὲ νὰ βλέπω νὰ τρέχῃ ἀπὸ αὐτὴν ὡς ἱδρώτας ἅγιον μύρον πολύτιμον μὲ ἄρρητον εὐωδίαν.
Βλέποντας δὲ ἀνατολικὰ εἶδον φοβερὰ καὶ θαυμαστὰ παλάτια βασιλικά. Εἰς τὰ ὁποῖα εἰσήλθομεν, πλησίον δὲ τῶν σκαλῶν τῶν βασιλικῶν παλατιῶν ἐκείνων ἦτο μία θαυμαστὴ καὶ ἀπὸ σμαράγδου καὶ ἄλλων πολυτίμων λίθων τράπεζα, ἡ ὁποία ἀκτινοβολοῦσεν ὑπὲρ τὸν ἥλιον ἦτο δὲ γεμάτη ἀπὸ διάφορα ὡραιότατα καὶ ἀνερμήνευτα ὀπωρικά, ὠσαύτως καὶ μανδήλια μεταξωτὰ μὲ εὐωδέστατα ἄνθη.
Ἐκεῖ, ἐπὶ τοῦ θαυμαστοῦ καὶ ἐξαισίου θρόνου ἦτο ὁ Πατήρ μας Βασίλειος καὶ ἀνεπαύετο ὡς κύριος αὐτῶν ὅλων. Ὁ θρόνος ἦτο πράσινος, ἀλλὰ θαυμαστός, καὶ ἐλαμπεν ὑπὲρ τὸν ἥλιον, καὶ ὅλοι ἐκεῖ ἔτρωγαν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὀπωρικὰ καὶ εὐφραίνοντο. Ἐκεῖνοι δὲ ὀποῦ ἔτρωγαν ἀπὸ ἐκεῖνην τὴν τράπεζαν ἦτον ἄνθρωποι τέλειοι... Ὅμως δὲν εἶχον σάρκας παχείας, ἀλλ’ ἦτον ὡς αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, καὶ τὰ πρόσωπα τοὺς εὐειδῃ καὶ χαριέστατα. Ἐπίσης οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναίκας δὲν διεκρίνοντο, καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ ἐκείνην τὴν θαυμαστὴν καὶ οὐράνιον τράπεζαν. Καὶ ὅσον ἔτρωγαν, τόσον ἐπλήθαιναν ἐκεῖνα τὰ εὐωδέστατα καὶ θαυ­μαστὰ ὀπωρικά, ἐπειδὴ ἦτον οὐράνια καὶ πνευματικά, παρὰ Θεοῦ ἠτοι-μασμένα, ἔτρωγαν δὲ καὶ ηὐφραίνοντο μὲ ἀπερίγραπτον χαράν, συνομιλοῦντες μετὰ γλυκείας φωνῆς καὶ χαρμοσύνου χαμογελάσματος. Τοὺς ἐκερνοῦσαν δὲ νέοι τινὲς μὲ ροδοκόκκινον ποτόν, τὸ ὁποῖον ὑπερήστραπτε μέγα εἰς τὰ κρυσταλλένια ποτήρια, καὶ οἱ πίνοντες ἐχόρταιναν τῆς γλυκύτητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἔμενα θαυμάζοντας ἐπὶ τινα ὥρα, διότι ἔλαμπαν τὰ πρόσωπα τῶν ὡς τὸ δροσερὸν ρόδον. Οἱ δὲ νέοι ὀποῦ τοὺς ἐκερνοῦσαν ἦσαν ὡραῖοι καὶ ἀστραπόμορφοι, μὲ ζώνας χρυσᾶς, καὶ εἰς τὰς κεφαλὰς εἶχαν θαυμαστοὺς στεφάνους στολισμένους μετὰ πολυτίμων λίθων καὶ θαυμαστὴς τέχνης. Ἐνῷ δὲ περιπατοῦσα, ἔμπροσθέν μου ἡ Θεοδώρα ἐπλησίασε πρὸς τὸν ἅγιον Γέροντά μας καὶ τὸν ὡμίλησε δι’ ἐμένα, αὐτὸς δὲ κοιτάζοντας μὲ ἐχαμογέλασε καὶ μοῦ ἔγνευσε νὰ τὸν πλησιάσω.
Ἐγὼ δὲ πλησιάζοντας, ἔβαλα μετάνοιαν ἐνώπιόν του καὶ τοῦ ἐζήτησα τὴν εὐχήν του, καὶ μοῦ εἶπε χαμηλῇ τῇ φωνῇ· ὁ Θεός, τέκνον, νὰ σὲ εὐσπλαγχνισθῆ καὶ νὰ σὲ εὐλόγηση καὶ νὰ σὲ καταξίωση τῆς ἐπουρανίου Αὐτοῦ βασιλείας. Καὶ ἐνῷ εὑρισκόμουν ἐγὼ γονατιστὸς ἔμπροσθέν του, ἐπάνω εἰς τὰ χρυσοΰφαντα, μὲ ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ ἐσήκωσε καὶ μοῦ λέγει (δείχνοντας μὲ τὸ δάκτυλον τὴν Θεοδώραν)· ἰδὲ τὴν Θεοδώραν, τέκνον Γρηγόριε, διὰ τὴν ὁποίαν πολλάκις μὲ παρεκάλεσας νὰ μάθης τὶ ἔγινε καὶ ποὺ ἐκατοικοῦσεν. Ὅθεν τοῦ λοιποῦ ἡσύχασε καὶ μὴ μὲ ἔνοχλῃς περὶ αὐτῆς.
Ἐκείνη δὲ ἡ μακαριὰ καὶ εὐλογημένη παρὰ Θεοῦ, θεωροῦσα μὲ ἱλαρῶς, μοῦ λέγει· ὁ Θεός, τέκνον Γρηγόριε, νὰ σοῦ πλήρωση τὸν μισθὸν διὰ τὴν τόσην περὶ ἐμοῦ φροντίδα σου, ὁ Ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμίαν σου διὰ τῶν παρακλήσεων τοῦ Ἁγίου Πατρός μας σὲ ἠξίωσε νὰ μὲ ἰδῇς. Ὅλοι δὲ οἱ καθήμενοι εἰς ἐκεῖνην τὴν θαυμαστὴν τράπεζαν ἐθεώρουν ἠμᾶς μὲ μεγάλην σιωπὴν καὶ ἠγάλλοντο. Ὕστερον δὲ εἶπεν ὁ Ἅγιος πρὸς τὴν Θεοδώραν πήγαινε, τέκνον, δεῖξε του τὴν ὡραιότητα τῶν ἐν τῷ περιβολίῳ μας δένδρων. Καὶ ὁδηγοῦσα μὲ πρὸς τὰ δεξιὰ τοῦ περιβολίου, εἶδον τὴν θῦραν τοῦ περιβολίου θαυμαστὴν καὶ ὁλόχρυσον καὶ τὰ τείχη αὐτοῦ ὁλόχρυσα καὶ ὑψηλά.
Ἄνοιξαντες δὲ εἰσήλθομεν καὶ εἴδομεν τὸ περιβόλι ἐστολισμένον μὲ διάφορα μικρὰ πολύμορφα δένδρα καὶ μὲ πολυειδὴ ἄνθη καὶ ρόδα, τῶν ὁποίων ἡ ὡραιότης καὶ εὐωδία εἶναι ἀπερίγραπτος. Ὅσον δὲ ἐθεώρουν ταῦτα, τόσον ἐκστατικὸς ἐμεινον ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ εὐωδίαν καὶ τὸ πλῆθος των ἐπὶ τῶν δένδρων καρπῶν. Καὶ τόσον πολὺς ἦτον ὁ καρπός, ὁπου ἔκλιναν εἰς τὴν γῆν. Ὅμως τὰ δένδρα δὲν ἐβλάπτοντο, ἀλλὰ πάντοτε εἰς τὴν αὐτὴν κατάστασιν εὐρίσκοντο, καθότι εἶναι οὐράνια καὶ ἀθάνατα, ἐγὼ δὲ ἔμεινα ἐκστατικὸς καὶ ἔβλεπα. Τότε μου λέγει ἡ Θεοδώρα· ἐάν, τέκνον μου, σὲ ἔκαμαν ἐκστατικὸν καὶ ἔκθαμβον τὰ τοιαῦτα, τί ἤθελες πάθει, ἐὰν ἔβλεπες ἐκεῖνον τὸν Παράδεισον, ὄπου κατὰ ἀνατολὰς ἐφύτευσεν ὁ Κύριος, τὶ ἤθελες γένει; Ἐπειδὴ ἐτοῦτος μὲ ἐκεῖνον δὲν ἔχουν καμμίαν σύγκρισιν. Διότι, ὅσον ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴν γῆν, τόσο διαφέρει καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ ἐτοῦτον. Ἐγὼ δὲ τὴν παρεκάλουν νὰ μοῦ δείξη ἐκεῖνα τὰ πλέον θαυμαστὰ πράγματα. Καὶ μοῦ ἀπεκρίθη· δὲν εἶναι δυνατόν, τέκνον, νὰ ἱδῇς τοιαῦτα πράγματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀκατανόητα, ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεσαι ἀκόμη εἰς τὸν προσωρινὸν κόσμον, αὐτὰ δὲ ὀποῦ εἶδες εἶναι οἰ κόποι καὶ ὁ ἱδρὼς τοῦ Πατρός μας Βασιλείου, ὁ ὁποῖος παιδιόθεν ἠγωνίζετο μὲ νηστείας, ἀγρυπνίας καὶ κάκοπαθείας μέχρι γήρατος, διὰ τούτους δὲ τοὺς κόπους τοῦ ἐχάρισεν ὁ Θεὸς ταύτα τὰ βασιλικὰ παλάτια μὲ τὰ περιβόλια, νὰ κατοικῇ μὲ τὰ πνευμα-τικά του τέκνα, ὀποῦ μαζί του ἠγωνίσθησαν καὶ φυλάγουν τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου. Φρόντισε λοιπὸν καὶ σύ, τέκνον, ἕως ὅτου εἶσαι εἰς τὸν κόσμον νὰ ἀγωνισθῆς, διὰ νὰ ἔλθης καὶ ἐσὺ ἐδῶ νὰ εὐφρανώμεθα μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας, διότι μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἄλλα καλλιώτερα ἀσυγκρίτως ἔχει νὰ μᾶς χαρίση ὁ Κύριος, καθὼς λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὗς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἤτοιμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν». Ἐγὼ δὲ ἔμεινα ἐκστατικός, ἅμα ἤκουσα πὼς δὲν ἤμουν ἐκεῖ μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ νοητῶς καὶ μὲ τὴν ψυχήν. Διὰ τοῦτο ἐπροσπάθουν νὰ ψηλαφήσω τὸν ἑαυτόν μου, ἂν φορῶ σάρκα καὶ κόκκαλα, ἀλλά μου ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἔπιανα ἀκτίνα τοῦ ἡλίου καὶ τὴν ἕσφιγγα χωρὶς νὰ βαστῶ τίποτε. Τοιουτοτρόπως κοιμώμενος εἶδον τὴν μεγάλην θεωρίαν ταύτην, εἶχον δὲ τὰς φρένας μου σώας, καὶ ἐθαύμαζον δι’ ὅσον ἔβλεπα.
Ἔπειτα μοῦ ἐφάνη πὼς ἤλθομεν εἰς τὴν αὐλὴν διὰ τῆς θύρας διὰ τῆς ὁποίας εἰσήλθομεν, εὔρομεν δὲ τὴν τράπεζαν ἄδειαν, καὶ οὔτε ἄνθρωπος ἦτον ἐκεῖ. Τότε ἦλθον εἰς τὸν ἑαυτόν μου, καὶ ἔτσι ἤλευθερώθην ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ καὶ θαυμαστὰ πράγματα. Τότε ἤρχισα νὰ ἐξετάζω τὸν ἑαυτόν μου, συλλογιζόμενος τὶ ἦσαν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶδον καὶ ἐδιδάχθην, τὰ ὁποῖα καλῶς ἐτυπώθησαν εἰς τὸν νοῦν μου. Σηκωθεῖς λοιπὸν ἐπήγαινα πρὸς τὸν ἅγιον Γέροντά μου καὶ διελογιζόμουν καὶ ἔλεγα εἰς τὸν ἑαυτόν μου· ἄρά γε ἀπὸ τοῦ Διαβόλου νὰ εἶναι αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ πράγματα ὀποῦ εἶδα ἢ ἐκ Θεοῦ;
Φθάσας δὲ πρὸς τὸν Γέροντα ἔβαλον μετάνοιαν κατὰ τὴν συνήθειαν, καὶ λαβῶν τὴν εὐλογίαν του ἐκάθισα πλησίον του, καὶ μοῦ εἶπε μὲ ἵλαρον πρόσωπον ἤξευρεις, τέκνον Γρηγόριε, πῶς ταύτην τὴν νύκτα ἤμεθα ὁμοῦ εἰς τὰ αἰώνια ἀγαθά; Ἐγὼ διὰ νὰ ἰδῶ τὶ ἔχει νὰ μοῦ εἰπῇ, ἐπροσποιήθην πῶς δὲν ἤξερα τὶ μου ἔλεγε καὶ εἶπα· ἐγώ, Γέροντά μου, ἤμουν εἰς τὸ κελλίον μου καὶ ἐκοιμώμην ταύτην τὴν νύκτα. Καὶ ἐκεῖνος μοῦ ἀπεκρίθη χαμηλὴ τὴ φωνή, ἐπειδὴ ἤμεθα μόνοι εἰς τὸ κελλίον του, λέγων· καί, τέκνον, τὸ γνωρίζω καὶ ἐγὼ ἀληθῶς, ὅτι μὲ τὸ σῶμα ἐκοιμᾶσο εἰς τὸ κελλίον σου, ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν νοῦν σου ἐπεριπάτεις εὶς ἄλλα μέρη. Ὅσα λοιπόν σου ἔδειξα ταύτην τὴν νύκτα μὴ τὰ νομίσης, τέκνον, ὁνείρατα, ἀλλὰ θεωρίαν ἀληθινήν. Δὲν ἐπῆγες ταύτην τὴν νύκτα εἰς τὴν Θεοδώραν; δὲν ἔφθα-σες εἰς τὴν οὐράνιόν μου κατοικίαν; δὲν ἔτρεχες διὰ νὰ μὲ φθάσης καὶ εὑρέθης εἰς τὴν μεγάλην θύραν, ἐξερχόμενη δὲ ἡ Θεοδώρα σὲ ὑπεδέχθη πασίχαρος; δὲν σοῦ ἐδιήγηθη τὸ ψυχομαχητόν της καὶ τὸν θάνατόν της, καὶ ὅτι μετὰ μεγάλης βίας καὶ τρόμου ἐπέρασε τὰ ἄγρια καὶ σκοτεινὰ ἐναέρια τελώνια, ἐπειδὴ τὴν ἐβοήθησα εἰς πολλὰ μέρη καὶ ἐλευθερώθη τελείως; δὲν εἰσῆλθες εἰς τὴν αὐλὴν μὲ τὴν Θεοδώραν κατὰ διαταγήν μου; δὲν εἶδες τὴν θαυμαστὴν τράπεζαν, τὴν κατάστασιν αὐτῆς καὶ τὰ ἐξαίσια πράγματα καὶ ὡραῖα ὀπωρικὰ καὶ ὁποῖα ἦσαν τὰ θαυμαστὰ καὶ εὐώδη ἄνθη καὶ ὁποῖοι οἱ ὑπηρετοῦ-ντες αὐτὴν νέοι; δὲν ἵστατο καὶ ἐθεώρεις τὴν ὡραιότητα, τὴν ὁποίαν εἶχον ἐκεῖνα τὰ θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια βασιλικὰ παλάτια; δὲν ἐπαρουσιασθης ἐνώπιόν μου καὶ σοῦ ἔδειξα τὴν Θεοδώραν, διὰ τὴν ὁποίαν πολλάκις μὲ παρεκάλεσες ὅπως ἴδῃς εἰς ποὶαν κατάστασιν εὑρίσκεται; δὲν σὲ ὡδήγησεν ἐκείνη κατ' ἐντολήν μου καὶ εἰσήλθατε μαζὶ εἰς τὸ θαυμαστὸν περιβόλι; δὲν ἔκρατεις εἰς τὰς χεῖρας σου ἐκεῖνα τὰ χρυσοβλάσταρα χόρτα καὶ ἐξίστασο διὰ τὴν ὡραιότητα τῶν καρπῶν των; ὅλα ταῦτα δὲν εἶδες τὴν παρελθοῦσαν νύκτα; καὶ πῶς λέγεις λοιπὸν εἰς ἄλλο μέρος δὲν ἤσουν οὔτε εἶδες κανὲν πρᾶγμα; Ἀκούσας δὲ ἐγὼ ταῦτα, τὰ ὁποῖα ὡς φλόγα πυρός μου ἐφαίνετο ὅτι ἐξήρχετο ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Ἁγίου, καὶ συλλογιζόμενος τὴν ἀλήθειαν τῶν λεγομένων του, ἐλιποθύμησα καὶ ἔμεινα ἄφωνος. Ἀκολούθως δὲ ἤρχισα νὰ χύνω ποταμηδὸν δάκρυα καὶ ἐβρέχετο τὸ πρόσωπόν μου, ὅσον συλλογιζόμουν τὸ ὓψος τῆς ἁγιότητος καὶ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ὅτι γήινος ἄγγελος ἦτο, καὶ ὄχι νοερῶς ἦταν ἐκεῖ, ἀλλὰ πράγματι ὡς νὰ εὔρισκετο μετὰ τοῦ σώματος τὰ ἐγνώριζεν ὅλα. Ὁ δὲ Ἅγιος μου εἶπεν ἐάν, τέκνον, διέλθης τὴν ζωήν σου σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολάς του Χριστοῦ, ἐὰν ἀποφεύγῃς δηλαδὴ τὴν κακίαν καὶ ἐργάζεσαι τὴν ἀρετην, θέλω σὲ δεχθῆ ἐκεῖ μετὰ τὸν θάνατόν σου, εἰς τὰς αἰωνίας κατοικίας, τὰς ὁποίας μου ἐχάρισεν ὁ Κύριος, διὰ τὴν ἀγαθότητά του· διότι ἐγὼ μέλλω νὰ ἀναχωρήσω μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἀπὸ ἐτοῦτον τὸν μάταιον κόσμον, σὺ δὲ μετ’ ὀλίγον θέλεις μὲ ἀκολουθήσει μὲ ζωὴν θεάρεστον καὶ καλὰ ἔργα, καθὼς ὁ Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψεν. Πρόσεχε δέ, τέκνον, ὅπως μὴ ἐξέλθουν ἐκ τοῦ στόματός σου τὰ ὅσα εἶδες καὶ ἤκουσες ἐν ὅσῳ ἐγὼ ζῶ εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, μέλλεις δὲ νὰ γράψης τὸν ταπεινόν μου βίον καὶ τὰ ἔργα μου νὰ ἀφήσης εἰς τὸν κόσμον πρὸς ὠφέλειαν τῶν ἀναγινωσκόντων, ἐγὼ δὲ εἰς τὸ ἐξῆς θέλω νὰ βρεθῶ εἰς ὅλα ταῦτα κατὰ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγων μοὶ ταῦτα ὁ ἁγιώτατός μου Γέροντας, μὲ διέταξε νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κατοικίαν μου καὶ νὰ φροντίζω διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου.
Ἕως ἐδῶ, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες μου τιμιώτατοι, εἶναι ἡ διήγησις τοῦ θανάτου τῆς Θεοδώρας, τὴν ὁποίαν εἶδε καὶ ἒγραψεν ὁ σοφώτατος Γρηγόριος. Ἔχει δὲ γραμμένα καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα καὶ ἀποκαλύψεις τοῦ Ἁγίου, καὶ πὼς τοῦ ἐδειξεν ὁ Χριστὸς τὸ φοβερὸν Κριτήριον, τοὺς χοροὺς τῶν Ἀγγέλων καὶ τὴν πολύθαύμαστον τάξιν αὐτῶν καὶ μακαριότητα, εἶναι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ γραμμένα εἰς τὸ χειρόγρα-φον, τὰ ὁποία ἀφήσαμεν χάριν συντομίας, περιελάβομεν δὲ μόνον τὸν θάνατον τῆς Θεοδώρας ὡς ψυχωφελέστατον καὶ διὰ τὸν σκοπὸν τὸν ὁποῖον ἐγράφησαν παρὰ Γρηγορίου σοφωτάτου μοναχοῦ. Ἵνα δηλαδή, βλέποντες οἱ ἄνθρωποι καὶ ἐνθυμούμενοι τὸν θάνατον καὶ τὸν κίδυνον ὀποῦ ἒχει ἡ ψυχῇ ἕως νὰ πέραση τὰ ἐναέρια τελώνια, διορθώσουν τὰς ψυχὰς των μὲ τὴν Μετάνοιαν καὶ Ἐξομολόγησιν. Τῷ δὲ Θεῷ δόξα, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Η ΔΙΑ ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΜΑΚΑΡΙΟΥ
περὶ ἀπόκρυφων καὶ ἀρρήτων μυστηρίων καὶ περὶ Μνημοσύνων τῶν κεκοιμημένων.

Πορευομένου ποτὲ τοῦ Ἁββᾷ Μακαρίου ἐν τὴ ἐρήμῳ ἠκολοῦθησεν αὐτῷ Ἄγγελος Κυρίου καὶ λέγει τῷ Γέροντι· «εὐλόγησον, πάτερ ἅγιε». Ὁ δὲ Γέρων στοχαζόμενος ὅτι εἶναι μοναχὸς ἀπὸ τὴν ἔρημον, εἶπε πρὸς αὐτὸν «ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σέ, τέκνον». Περιπατήσαντες λοιπὸν ὀλίγον διάστημα, ἐστοχάσθη ὁ Ἀββὰς τὴν θεωρίαν καὶ τὸ σχῆμα αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· «βλέπω σε τέκνον, καὶ ἐξίσταμαι εἰς τὴν θαυμαστὴν θεωρίαν σου καὶ στοχάζομαι μήπως καὶ δὲν εἶσαι ἄνθρωπος καὶ ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν νὰ μοὶ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν». Τότε ποιήσας ὁ Ἄγγελος τῷ Ἀββᾷ Μακαρίῳ μετάνοιαν, λέγει : «εὐλόγησον, πάτερ.
Ἐγώ, καθὼς βλέπεις, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλὰ Ἄγγελος, καὶ ἦλθον νὰ σὲ διδάξω μυστήρια, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν ἠξεύρεις καὶ ἐπιθυμεῖς νὰ μάθης. Λοιπὸν ἐρῶτησόν με εἴ τι θέλεις καὶ ἐγῶ σοὶ ἀποκρίνομαι». Τότε ὁ Γέρων, ποιήσας τῷ Ἀγγέλῳ μετάνοιαν, λέγει· «Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε, ὅτι ἔπεμψας μοὶ ὁδηγόν, ἵνα διδάξῃ μὲ ἐκεῖνα ὀποῦ δὲν ἠξεύρω καὶ ἐπιθυμῶ νὰ μάθω, ἀπόκρυφα καὶ ἄρρητα μυστήρια».
Καὶ ὁ Ἄγγελος εἶπε· «λοιπὸν ἐρωτησόν με πάτερ». Ὁ δὲ Γέρων λέγει· «εἰπὲ ἡμῖν, ἅγιε Ἄγγελε, ἐὰν γνωρίζωνται ἀναμεταξὺ οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν αἰώνιον κόσμον ἐκεῖνον, οἱ κέκοιμημένοι».
Καὶ εἶπεν ὁ Ἄγγελος· «ἄκουσον, πάτερ ἅγιε· καθὼς εἰς τὸν κόσμον τοῦτον οἱ ἄνθρωποι ἀφ’ ἑσπέρας κοιμώνται ἕως πρωΐ καὶ τὴν αὔριον σηκώνονται καὶ γνωρίζουν τοὺς χθὲς ἀνθρώπους καὶ χαιρετοῦν καὶ συνομιλοῦν καὶ πολλάκις καθεζόμενοι συνευφραίνονται καὶ ἐρωτᾷ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, οὕτω γίνεται καὶ εἰς ἐκεῖνον τὸν κόσμον, ὁ εἰς τὸν ἕτερον γνωρίζει καὶ συνομιλεῖ. Διότι, καθὼς ὑπάγει τις εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ ἐκεῖ βλέπει ἄρχοντας καὶ πτωχοὺς καὶ ἐρωτᾷ ποῖος εἶναι οὗτος καὶ ποῖος ἐκεῖνος, καὶ δι’ ἐρωτήσεως μανθάνει καὶ ἐκείνους τοὺς ὁποῖους ποτὲ δὲν εἶδε, τοιουτοτρόπως γίνεται καὶ ἐκεῖ, ἀλλὰ μόνον διὰ τοὺς Δικαίους, διότι οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ τούτο τὸ ὑστεροῦνται».
Τότε λέγει  ὁ Γέρων  «εἰπέ μοι καὶ τοῦτο, παρακαλῶ·  μετὰ τὸν χωρισμὸν  τῆς ψυχῆς  ἐκ  τοῦ  σώματος  τὶ  γίνεται  :  καὶ  διατὶ γίνονται τὰ Μνημόσυνα τῶν τεθνεώτων;». Καὶ ὁ Ἄγγελος εἶπεν· «ἄκουσον, πάτερ ἅγιε· μετὰ τὸ χωρισθήναι τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ σώματος λαμβάνουν αὐτὴν οἱ Ἄγγελοι μετὰ τὴν τρίτην ἡμέραν καὶ ἔρχονται εἰς τὸν οὐρανὸν, ἱνα προσκυνήσῃ τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀπὸ τῆς γῆς δὲ ἕως τὸν οὐρανὸν εἶναι σκάλα καὶ κάθε σκαλοπάτι ἔχει ἕν τάγμα δαιμόνων, τὰ ὁποῖα λέγονται τελώνια καὶ ἀπαιτοῦν τὴν ψυχὴν ἐκεῖνην τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ φέρουν τὰ χειρόγραφα αὐτῆς καὶ δείχνουν αὐτὰ εἰς τοὺς Ἀγγέλους λέγοντες· τὴν δεῖνα ἡμέραν καὶ εἰς τὰς τόσας τοῦ δεῖνος μηνὸς ἐποίησεν αὐτὴ ἡ ψυχῇ τόδε· ἢ ἔκλεψεν ἢ ἐπόρνευσεν ἢ ἐμοίχευσεν ἢ ἐμαλακίσθη ἢ ἐψεύσατο ἢ συνεβούλευσεν ἄνθρωπον εἰς κακὸν ἔργον· καὶ εἰ τι ἄλλο κακὸν ἔκαμεν, ὅλα τὰ δείχνουν εἰς τοὺς Ἀγγέλους. Τότε δείχνουν καὶ οἱ Ἄγγελοι ὅτι ἀγαθὸν ἔκαμεν ἡ ψυχῇ ἐκεῖνη, ἢ ἐλεημοσύνην ἢ προσευχὴν ἢ λειτουργίας ἢ νηστείας ἢ ἄλλο τι ἀγαθὸν ἐποίησε, καὶ ἀντισταθμίζουν οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ δαίμονες.
Καὶ ἐὰν εὑρέθη τι ἀγαθὸν περισσότερον, ἁρπάζουν αὐτὴν οἱ Ἄγγελοι μὲ μεγάλην χαρὰν καὶ ἀναβαίνουν εἰς ἕτερον σκαλοπάτι καὶ οἱ δαίμονες τρίζουν τὰ δόντια αὐτῶν ὡς ἄγριοι σκύλοι καὶ βιάζονται ἵνα ἀρπάσουν τὴν ἐλεεινὴν ψυχὴν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ἡ δὲ ψυχῇ συστέλλεται καὶ τρομάζει κατὰ πολλὰ καὶ κρύπτεται εἰς τοὺς κόλπους τῶν Ἀγγέλων καὶ γίνεται μεγάλη διάλεξις καὶ μέγας θόρυβος ἕως ὅτου νὰ ἐλευθερώσουν τὴν ἐλεεινὴν ψυχὴν ἐκεῖνην ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δαιμόνων.
Καὶ πάλιν ἀνέρχονται εἰς ἕτερον σκαλοπάτι καὶ ἐκεῖ εὑρίσκουν ἄλλο τελώνιον δεινότερον καὶ ἀγριώτερον καὶ ἐδῶ πάλιν γίνεται πολλὴ ὄχλησις καὶ ταραχὴ μεγάλη ἀνεκδιήγητος, τὶς νὰ λαβὴ τὴν ἐλεεινὴν ἐκεῖνην ψυχήν, καὶ κραυγάζοντες οἱ δαίμονες ἐλέγχουν τὴν ψυχὴν ἐκεῖνην καὶ λέγουν «ποῦ ὑπάγεις; δὲν εἶσαι σὺ ὅπου ἐπόρνευσες καὶ κατεμόλυνες τὸ ἅγιον Βάπτισμα; δὲν εἶσαι σὺ ὀποῦ ἐμόλυνες τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα;  ποῦ ὑπάγεις τώρα;  γύρισε  εἰς τὰ ὀπίσω, ὑπόστρεψε εἰς τὰ κάτω, εἰς τὸν σκοτεινὸν Ἅδην, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον, εἰς τὸν σκώληκα τὸν ἀκοίμητον».
Τότε, ἐὰν εἶναι ἡ ψυχῇ ἐκείνη καταδικασμένη, ὑποστρέφουν αὐτὴν οἱ πονηροὶ δαίμονες ὑπὸ κάτω τῆς γῆς, εἰς τόπον σκοτεινὸν καὶ ὀδυνηρὸν καὶ οὐαὶ τῇ ψυχὴ ἐκεῖνη, οὐαὶ τῇ ὤρα ἐκεῖνη ἐν ἧ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος! Καὶ τὶς διηγήσεται, πάτερ ἅγιε, τὴν ἀνάγκην ἐκεῖνην, τὴν ὁποίαν ἔχουν αἱ καταδικασθεῖσαι ψυχαὶ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον; Εἰ δὲ εὑρέθη ἡ ψυχῇ καθαρὰ καὶ ἀναμάρτητος, ἀνέρχεται εἰς τὸν οὐρανὸν μετὰ μεγάλης χαρᾶς καὶ συναπαντοῦν αὐτὴν οἱ Ἄγγελοι μετὰ λαμπάδων καὶ θυμιαμάτων καὶ ἀσπάζονται αὐτήν. Εἴτα ἀπέρχονται εἰς τὸν δεσποτικὸν θρόνον καὶ προσκυνεῖ τὸν Κύριον καὶ Θεὸν ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τότε βλέπει τοὺς χοροὺς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ἐννέα Τάγματα τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων, τὴν λαμπρότητα ἐκεῖνην τὴν ἄρρητον, καὶ ἀκούει τὴν ἀγγελικὴν ἔκεινην μελωδίαν καὶ τὸ κάλλος τὸ ἀμήχανον. Ἠρώτησας δὲ καὶ περὶ τῶν Μνημοσυνῶν, πὼς καὶ διατὶ γίνονται.Τότε στενάξας ὁ Γέρων καὶ δακρύσας πικρῶς, εἶπεν «οὐαὶ τῇ ἡμέρα ἐκείνη ἐν ᾗ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος». Λέγει δὲ αὐτῷ ὁ Ἄγγελος· «ναί, τίμιε Πάτερ, ὁ ἁμαρτωλὸς λέγω, ὁ δὲ δίκαιος, μακαρία ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα ἐν ᾗ ἐγεννήθη». Τότε λέγει ὁ Ὅσιος· «παρακαλῶ σε, εἰπέ μοι καὶ τοῦτο· ἔχει τίποτε ἄνεσιν ὁ ἁμαρτωλὸς ἢ τέλος ἡ κόλασις αὐτοῦ;». Ὁ Ἄγγελος εἶπεν «οὐχί, Πάτερ Ἅγιε, οὔτε ἡ βασιλεία τῶν Δικαίων ἔχει τέλος, οὔτε ἡ κόλασις τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἐὰν ἔπαιρνε κανεὶς κάθε χίλιους χρόνους ἕναν κόκκον ἄμμου ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ μετέθετεν αὐτόν, ἤθελεν ἔχει ἐλπίδα ἵνα τελειωθῇ, ἡ δὲ κόλασις τῶν ἁμαρτωλῶν δὲν ἔχει τέλος». αὶ τῇ ἐνάτη ἡμέρα ἀνέρχονται πάλιν εἰς προσκύνησιν, ὥσττερ καὶ τῇ τρίτη, τὰ δὲ Μνημόσυνα πέμττουν ὡς ἐνθύμησιν ὑπὲρ τῆς ψυχῆς εἰς τὸν Κύριον, ὅπως ὑποδεχθῆ αὐτὴν ἐν ἰλέῳ ὄμματι,  ἐπειδὴ  πολλὰ  ὠφελοῦν  τὴν ψυχὴν αἱ ἐλεημοσύναι καὶ αἱ Λειτουργίαι καὶ τὰ Μνημόσυνα, διότι δύνανται ταῦτα νὰ ἐκβάλουν ψυχὴν ἀπὸ τὴν κόλασιν. Μετὰ δὲ τὴν δευτεραν προσκύνησιν πάλιν φέρουν αὐτὴν οἱ Ἄγγελοι εἰς τὸν κόσμον καὶ δείχνουν εἰς αὐτὴν τὸν Παράδεισον, τὸν ἐλεῶνα, τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ, τὰς σκηνὰς καὶ τὰς ἀναπαύσεις τῶν Δικαίων. Καὶ ὅταν ἴδῃ τὴν χαρὰν ἐκεῖνην τὴν ἄφατον, παραμυθεῖται καὶ χαίρει καὶ δέεται τῶν Ἀγγέλων ἵνα κατα­σκηνώσουν  αὐτὴν  ἐκεῖ  μετὰ τῶν  Δικαίων.
Ἔπειτα  δὲ δεικνύουν εἰς αὐτὴν καὶ τὰς κολάσεις τῶν ἁμαρτωλῶν, λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ πύρινος ποταμός, οὗτός ἐστιν ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτό ἐστι τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον καὶ τοῦτο τὸ ἐσώτερον οὗτος ἐστιν ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ καθεξῆς ὅλας τὰς κολάσεις τῶν ἁμαρτωλῶν. Δὲν εἶναι, Πάτερ Ἅγιε, ἄλλη δριμυτάτη κόλασις καὶ φοβερωτέρα, ὡς τοῦ πόρ­νου καὶ τοῦ κλέπτου, ἐξαιρέτως τοῦ πόρνου μοναχοῦ καὶ τῆς μοναχῆς, τοῦ πόρνου ἱερέως καὶ τῆς πρεσβυτέρας. Μετὰ δὲ τὴν θεώρησιν πάντων τούτων ἀναφέρεται πάλιν εἰς προσκύνησιν τῇ τεσσαρακοστὴ ἡμέρα καὶ διὰ τοῦτο γίνονται Μνημόσυνα τῶν τεθνεώτων, ἐπειδὴ μέλλει ἡ ψυχῇ τῇ τεσσαρακοστὴ ἡμέρα νὰ λάβῃ ἀπόφασιν καὶ νὰ ἀπέλθη ὅπου βούλεται ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς κατὰ τὰ ἔργα καὶ τὴν πρᾶξιν  ὅπου  ἔκαμεν εἰς τὸν κόσμον τοῦτον καὶ ἀποκαθίσταται ἡ ψυχῇ  ἔνθα βούλεται  ὁ Κύριος  ἕως τὴν ἠμέραν τῆς Ἀναστάσεως, ἵνα ἀναστηθῇ καὶ τὸ σῶμα καὶ ἀπόλαυση κατὰ τὰ ἔργα του».
Τότε στενάξας ὁ Γέρων καὶ δακρύσας πικρῶς, εἶπεν «οὐαὶ τῇ ἡμέρα ἐκείνη ἐν ᾗ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος». Λέγει δὲ αὐτῷ ὁ Ἄγγελος· «ναί, τίμιε Πάτερ, ὁ ἁμαρτωλὸς λέγω, ὁ δὲ δίκαιος, μακαρία ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα ἐν ᾗ ἐγεννήθη». Τότε λέγει ὁ Ὅσιος· «παρακαλῶ σε, εἰπέ μοι καὶ τοῦτο· ἔχει τίποτε ἄνεσιν ὁ ἁμαρτωλὸς ἢ τέλος ἡ κόλασις αὐτοῦ;». Ὁ Ἄγγελος εἶπεν «οὐχί, Πάτερ Ἅγιε, οὔτε ἡ βασιλεία τῶν Δικαίων ἔχει τέλος, οὔτε ἡ κόλασις τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἐὰν ἔπαιρνε κανεὶς κάθε χίλιους χρόνους ἕναν κόκκον ἄμμου ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ μετέθετεν αὐτόν, ἤθελεν ἔχει ἐλπίδα ἵνα τελειωθῇ, ἡ δὲ κόλασις τῶν ἁμαρτωλῶν δὲν ἔχει τέλος».
Λέγει πάλιν ὁ Ὅσιος· παρακαλῶ εἰπέ μοι καὶ τοῦτο· ποιοὶ Ἅγιοι εἶναι εὐσπλαγχνικώτεροι εἰς τὸν ἄνθρωπον, διὰ νὰ παρακαλῇ αὐτοὺς ὁ ἐλεεινὸς ἄνθρωπος, ἵνα πρεσβεύωσιν ὑπὲρ αὐτοῦ;». Καὶ ἀποκριθεῖς ὁ Ἄγγελος λέγει : «Ὅλοι οἱ Ἅγιοι εὔσπλαγχνοι εἶναι εἰς σᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ εὐγνώμονες, ἀλλὰ σεῖς οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι κάμνετε αὐτοὺς καὶ ὀργίζονται εἰς ἐσᾶς. Διότι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἔχουν πολλὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐπειδὴ ἕνεκεν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων εἶδον καὶ αὐτοὶ τὰ παράδοξα τοῦ Θεοῦ. Πλὴν τούτων ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Δέσποινα ἠμῶν, εὐσπλαγχνίζεται περισσότερον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Ἔπρεπε, Πάτερ Ἅγιε, ὁ ἄνθρωπος ἀνεξάλειπτον νὰ ἔχῃ τὸ ὄνομα Αὐτῆς ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἀλλ’ ὁ Διάβολος ἠπάτησεν αὐτὸν καὶ ἔγινεν ἀχάριστος. Διότι διὰ τῶν πρεσβειῶν Αὐτῆς καὶ ἱκεσιῶν ἵσταται ὁ κόσμος μέχρι τὴν σήμερον. Ἐπειδὴ κατα-φρόνησαν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεὸν καὶ τοὺς Ἁγίους, κατεφρόνησε καὶ ὁ Θεὸς αὐτούς, καθὼς καὶ οἱ Ἅγιοι». Λέγει πάλιν ὁ Ὅσιος· «εἰπέ ἡμῖν, ἅγιε Ἄγγελε, ποῖον ἁμάρτημα ὑπάρχει μεγαλύτερον τῶν ἁμαρτιῶν;». Καὶ ὁ Ἄγγελος εἶπε· «πᾶσα ἁμαρτία, Τίμιε Πάτερ, χωρίζει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν Ἡ δὲ μνησικακία καὶ ἡ βλασφημία κυριεύουν ὄλας τὰς ἁμαρτίας, διότι αὗται καὶ μόναι εἶναι ἰκαναὶ νὰ καταβιβάσουν τὸν ἄνθρωπον εἰς πέταυρον τοῦ Ἅδου καὶ εἰς τὰ καταχθόνια τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης».
Καὶ πάλιν ὁ Γέρων εἶπε· «ποῖον ἁμάρτημα πλέον τῶν ἄλλων μισεῖ ὁ Θεός;». Καὶ ὁ Ἄγγελος ἀπεκρίθη· «τὴν κενοδοξίαν· αὕτη μόνη ὅλον τὸν κόσμον ἀπώλεσεν, ὅτι δι’ αὐτῆς ὁ πρωτόπλαστος τῶν δαιμόνων ἀπώλετο, δι’ αὐτῆς ὁ Φαρισαῖος τοὺς κόπους ἀπώλεσε· διότι ὁ ἄνθρωπος ἐὰν πέση εἰς τοιοῦτον πάθος, δύσκολον εἶναι νὰ ἐγερθῆ». Ὁ Γέρων πάλιν ἡρώτησε· «ποῖοι ἄνθρωποι κολάζονται περισσότερον τῶν ἄλλων;». Καὶ ὁ Ἄγγελος· «εἶπον σοι, ὁ πόρνος καὶ ὁ βλάσφημος· πλὴν λέγω σοι καὶ τοῦτο, ὅτι ὑποκάτω πασῶν τῶν κολάσεων ὑπάρχει κόλασις δεινὴ καὶ πονηρά, ἥτις καλεῖται ἀφάνεια· ἐκεῖ κολάζονται οἱ πόρνοι ἱερεῖς καὶ μοναχοὶ καὶ μοναχαὶ αἱ πορνεύουσαι. Διότι, Τίμιε Πάτερ, μέλλει ἀνακαινισθῆναι τὸ πεσὸν τάγμα, ἀπὸ τοὺς καλοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ εἰς μεγάλην τιμὴν θὰ ὑπάγουν. Λοιπὸν οἱ πονηροὶ
καὶ κακοὶ μοναχοὶ εἰς μεγάλην ἀτιμίαν καὶ κόλασιν ἀποπέμπονται, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ παραβαίνοντες τοὺς θείους νόμους καὶ οἱ δεχόμενοι παρανόμους ἕνεκεν δώρων, καὶ οἱ καταφρονοῦντες τὴν Ἀκολουθίαν αὐτῶν ἔνεκεν κοσμικῶν καὶ βιοτικῶν φροντίδων. Διότι διὰ μίαν Ἀκολουθίαν ἔχουν νὰ δώσουν λόγον τῷ θεῷ. Περὶ δὲ τῶν μεθυόντων ἱερέων, τὶ εἴπω καὶ τὶ λαλήσω; οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι δεινὴ κόλασις ἀναμένει αὐτούς»! Τότε λέγει ὁ Γέρων «εἰπέ μοι καὶ τοῦτο, παρακαλῶ· οἱ καταφρονοῦντες τὴν ἁγίαν Κυριακὴν ἔχουσι τίποτε κόλασιν ἐκεῖ;». Καὶ ἀποκριθεῖς ὁ Ἄγγελος εἶπεν «οὐαὶ αὐτοῖς, Τίμιε Πάτερ! ὅτι φρικτὴ κόλασις δέχεται αὐτούς. Εἰ τὶς καταφρονεῖ τὴν ἁγίαν Κυριακήν, τὸν Κύριον καταφρονεῖ, καὶ ὁ Κύριος αὐτόν, διότι ἡ Κυριακὴ ἡμέρα ὁ Κύριος ἐστίν. Καὶ ὅστις τιμᾷ αὐτήν, τὸν Κύριον τιμᾷ· ὅστις πάλιν τιμᾷ τὴν μνήμην τῶν Ἁγίων καὶ ὅστις ἑορτάζει τὰς μνήμας αὐτῶν, βοηθοῦν καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτόν, διότι μεγάλην παρρησίαν ἔχουν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὅ,τι ζητήσουν παρέχει αὐτοῖς ὁ Κύριος.
Ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι ἀπεδίωξαν τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἀπ’ αὐτῶν καὶ οὔτε τὸν Θεὸν ἔχουν φίλον οὔτε τινὰ τῶν Ἁγίων, ἀλλ’ ἐκολλήθησαν μόνον εἰς τὰ βιοτικὰ καὶ κοσμικὰ πράγματα τὰ καταστρεφόμενα καὶ φθειρόμενα καὶ οὐαὶ αὐτοῖς! Γίνωσκε, Τίμιε Πάτερ, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος, ἢ ἱερεύς, ἢ μοναχός, ἢ κοσμι-κός, ἢ ἰδιώτης, ὁ ὁποῖος δὲν τιμᾷ τὴν ἁγία Κυριακήν, Θεοῦ πρόσωπον δὲν βλέπει, οὐδὲ ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας. Τώρα λοιπόν, Τίμιε Πάτερ, εἴ τὶ θέλεις ἐρώτησον μέ, διότι εἶναι ὤρα νὰ πορευθῶ εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ ποιήσω τὴν παράστασιν τοῦ Κυρίου μου». Τότε στενάξας ὁ Γέρων καὶ δακρύσας πικρῶς, εἶπεν «οὐαὶ ἡμῖν! ἰδοὺ ὁ καλὸς δοῦλος τοῦ Κυρίου μου Ἄγγελος, ὤν ἄϋλος καὶ ἀναμάρτητος βιάζεται ἵνα δώση τὴν δοξολογίαν τῷ Κυρίῳ, ἡμεῖς δὲ οἱ ὑλικοὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ δὲν φροντίζομεν, ἀλλὰ περιφρονοῦμεν τὴν σωτηρίαν μας». Λέγει πάλιν ὁ Ὅσιος πρὸς τὸν Ἄγγελον «παρακαλῶ σὲ εἰπέ μοι, ποῖα προσευχὴ ἁρμόζει τῷ μοναχῷ;». Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ «ἐὰν εἶναι γραμματισμένος ὁ ἄνθρωπος, τοῦ Δαβὶδ οἱ Ψαλμοί, εἰ, δὲ καὶ δὲν εἶναι, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν.
Αὐτὴ ἡ εὐχὴ εἶναι ἡ δυνατωτέρα, πολλοὶ δὲ γραμματισμένοι ἄφησαν ὅλα καὶ ἐκράτησαν αὐτὴν τὴν εὐχὴν καὶ ἐσώθησαν, διότι αὐτὴν δύνανται νὰ κρατήσουν εἰς τὴν μνήμην των καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδὶα καὶ μοναχοὶ καὶ μοναχαὶ καὶ εὐμαθεῖς καὶ ἀμαθεῖς καὶ ἔμπειροι καὶ ἄπειροι καὶ ὁ θέλων νὰ σωθῇ ταύτην ἂς κρατῇ ἐν ἡμέρᾳ καὶ νυκτί, ἐν κελλίῳ καὶ ἐν ὁδῷ, ἱστάμενος τὲ καὶ καθήμενος, κἄν περιπατῇ, κἄν ἐργάζεται, αὐτὴν τὴν εὐχὴν ἂς κρατῇ μετὰ πόθου καὶ προθυμίας, διότι αὐτὴ εἶναι ἱκανὴ εἰς κάθε ἕνα ὀποῦ θέλει νὰ σωθῇ. Καὶ πάλιν εἶπεν ὁ Ὅσιος· «ἐπειδὴ ἦλθες νὰ μὲ διδάξῃς τὸν ἁμαρτωλόν, δέομαί σου, εἰπέ μοι καὶ τοῦτο· ἐὰν εὑρέθη τὶς ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ διδάξῃ ἄλλον, ἐκβάλῃ αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ δείξῃ εἰς αὐτὸν στράταν καλήν, ἔχει τίποτε μισθόν;». Λέγει αὐτῷ ὁ Ἄγγελος· «ὅστις πράξη ταῦτα ὅπου μὲ ἐρωτᾶς, σώζει τὸν ἑαυτόν του καὶ ὁ συμβουλεύων ἄλλον τινὰ εἰς τὸ κακόν, ὄχι μόνον ἐκεῖνον καταστρέφει, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴν του παραδίδει τῷ Διαβόλῳ. Λοιπὸν δὲν εἶναι δεινοτέρα ἁμαρτία ὡς τὸ συμβουλεῦσαι ἄνθρωπον εἰς κακὸν ἔργον, οὕτω δὲ πάλιν εἶναι καλὸν τὸ συμβουλεῦσαι εἰς τὸ ἀγαθόν».
Πάλιν ἠρώτησεν ὀ Ὅσιος λέγων «εἰπέ μοι καὶ τοῦτο τάχα ἕως τώρα ἐπλήθυναν οἱ Ἅγιοι εἰς ὅλον τὸν Κόσμον; καὶ ἕως τέλος θὰ εἶναι ἄρά γε τοιοῦτοι;». Καὶ ὁ Ἄγγελος εἶπεν ἕως τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος, Τίμιε Πάτερ, δὲν θέλει ἐκλείψει δίκαιος καὶ προφήτης Κυρίῳ τῷ Θεῷ, ὠσαύτως οὐδὲ τῷ Σατανᾷ ὑπη-ρέτης. Πλὴν εἰς τοὺς ὑστερινοὺς καιροὺς ὅσοι ἐν ἀλήθειᾳ δουλεύσουν τῷ Χριστῷ καὶ κρύβονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐὰν σημεῖα καὶ τέρατα δὲν κάμνουν ὡσὰν τώρα, ἀλλὰ πρακτικὴ ὁδῷ περιπατοῦν μετὰ ταπεινώσεως, μεγαλύτεροι ἀπὸ τοὺς τελοῦντας σημεῖα θέλουν εὑρέθη ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· διότι τότε δὲν θέλουν ἰδῇ τίνα νὰ κάμνῃ σημεῖα καὶ θαύματα, ἵνα ἐκ τῆς τοιαύτης ὑποθέσεως ἀναζωπυρούμενοι οἱ ἄνθρωποι μὲ δυνατὴν προθυμίαν εἰσέλθουν εἰς τὸν ἀγῶνα, διότι θέλουν εἶναι ἐκεῖνοι ὀποῦ νὰ ποιμαίνουν καὶ νὰ ἐξουσιάζουν εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ἀδόκιμοι παντελῶς, νὰ μὴ γινῶσκοῦν οὔτε μίαν ἐπιστήμην τῆς ἀρετῆς. Διότι θέλουν ἐκπέσει εἰς τὴν γαστριμαργίαν, φιλαργυρίαν καὶ κενοδοξίαν καὶ νὰ εἶναι περισσότερον σκάνδαλον τοῖς ἄνθρωποις καὶ οὐχὶ ὑπογραμμός, διὰ τοῦτο περισσότερον ἀμελισθήσεται ἡ ἀρετῇ διότι τότε θέλει βασιλεύσει ἡ φιλαργυρία καὶ οὐαὶ εἰς ἐκεῖνους ὅπου χαίρουν ὅτι ἔχουσι χρήματα πολλά· ὄνειδος γὰρ ἔσονται οὗτοι Κυρίῳ τῷ Θεῷ καὶ δὲν θέλουν ἰδεῖ πρόσωπον Θεοῦ ζῶντος· ὅτι μοναχὸς ἢ λαϊκὸς ὅπου δίδει εἰς τόκον τὸ ἀργύριον αὐτοῦ βυθῷ ταρτάρου καταποντισθήσετα, ὅτι δὲν προτίμα νὰ κάμῃ αὐτὰ καρποφόρα Κυρίῳ τῷ Θεῷ διὰ τῆς ἐλεημοσύνης τῶν πενήτων».
Ταῦτα εἰπῶν ὁ Ἄγγελος τῷ Ἅββᾷ Μακαρίῳ καὶ κλίνας πρὸς αὐτὸν τὴν κεφαλὴν εἶπεν «εὐλόγησον, Πάτερ Ἅγιε, συγχώρησόν με». Τότε πεσῶν ὁ Γέρων, προσεκύνησεν αὐτῷ λέγων «πορεύου ἐν εἰρήνῃ, παράστηθι τῇ Ἁγία Τριάδι καὶ πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ».
Καὶ ἀναχωρήσας ὁ Ἄγγελος ἀπήλθεν εἰς τὸν οὐρανόν. Ὁ δὲ Ἁββᾶς Μακάριος εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ, ἐπῆγεν εἰς τὸ κελλίον του καὶ διηγήθη εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συνασκητὰς αὐτοῦ ὅσα εἶδε καὶ ἤκουσεν ἀπὸ τὸν Ἄγγελον, δοξάζων καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν.                  



Π.ΠΑΙΣΙΟΣ ... ΚΑΙ ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ..;;;. Ιερομονάχου Φιλίππου (Θωμάδων), Ο Αλλάχ είναι ο Ουράνιος Πατέρας;Εἰς τό περιοδικόν ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἰς τό τεῦχος τοῦ Ἰανουαρίου, εἰς τήν σελίδα 14, κάποιος Καριώτογλου γράφει ὅτι ὁ ἀείμνηστος Γέρων Παΐσιος ὅταν ἐπεσκέφθη τήν Ἱ. Μονήν τοῦ Σινᾶ καί συνήντησε μουσουλμανάκια στήν αὐλή τούς εἶπε τώρα νά φωνάξετε δυνατά “δόξα στόν ἀλλάχ” κι ἐκεῖνα τό ἔκαναν μέ δυνατή φωνή.
Ιερομονάχου Φιλίππου (Θωμάδων), Ο Αλλάχ είναι ο Ουράνιος Πατέρας;


 ΠΟΛΛΕΣ φορές διαβάζω καί ἀκούω τήν ἀπορίαν καί τήν ἐρώτησιν πολλῶν ἀνησύχων ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν διά τά τῆς πίστεως, διά τήν σιωπήν τῶν Ἁγιορειτῶν.
 Μερικοί ἐξ᾽ αὐτῶν μᾶς ἐχαρακτήρισαν θρησκειοκάπηλους, ἐπαρχιώτας, λαϊκιστάς καί ὀργανωσιακούς φανατικούς.
 Ἄλλοι, δεμένους εἰς τό ἅρμα τῶν κρατικῶν κονδυλίων καί τῶν παντός εἴδους ὑποχρεώσεων.
 Ἑπομένως ὀφείλομεν νά ἐκφρασθοῦμε διά τά περίεργα, πού γίνονται καί λέγονται στήν δυστυχῆ ἐποχή μας.

 Εἰς τό περιοδικόν ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἰς τό τεῦχος τοῦ Ἰανουαρίου, εἰς τήν σελίδα 14, κάποιος Καριώτογλου γράφει ὅτι ὁ ἀείμνηστος Γέρων Παΐσιος ὅταν ἐπεσκέφθη τήν Ἱ. Μονήν τοῦ Σινᾶ καί συνήντησε μουσουλμανάκια στήν αὐλή τούς εἶπε τώρα νά φωνάξετε δυνατά “δόξα στόν ἀλλάχ” κι ἐκεῖνα τό ἔκαναν μέ δυνατή φωνή.


 Ἕνας Μοναχός παρεξηγήθηκε καί εἶπε Τί πράγματα εἶναι αὐτά, γέροντα, δόξα στόν ἀλλάχ, ἐμεῖς εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί καί ὁ ἅγιος γέροντας τοῦ ἀπάντησε γιατί ἄλλος νομίζεις εἶναι ὁ ἀλλάχ ἀπό τόν Θεόν Πατέρα;.

 Ἀφοῦ ἀπευθύνομαι εἰς εὐλαβεῖς χριστιανούς εἶναι περιττά τά σχόλια.
 Ἀλλά πρέπει νά τονισθῆ ὅτι τό περιοδικό ἀπευθύνεται εἰς ἱερεῖς ὡς κατήχησις, διά νά διδάσκουν αὐτήν τήν ὕβριν ἀφ᾽ ἑνός καί ἀφ᾽ ἑτέρου θέτει εἰς τό στόμα τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος τήν ὡς ἄνω βλασφημίαν.
 Ὡς γνωστόν, τόν ἐν λόγῳ Γέροντα, πολλοί ἐκ τῶν ὀρθοδόξων, σέβονται ὡς Ἅγιον.

 Πρό μηνός εὑρεθήκαμε προσκεκλημένοι εἰς Ἱ. Μονήν τῆς Β. Ἑλλάδος.

 Εἰς συζήτησιν μετά τόν Ἑσπερινόν εἷς ἱερεύς, δάσκαλος ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς, π. Νικόλαος Λουδοβῖκος, μᾶς εἶπε ὅτι ὁ Γέρων Παΐσιος τοῦ ἐνεπιστεύθη ὅτι οἱ φράγκοι ἔχουν βάπτισμα.

 Ἐπίσης ἐπέμενε μετά τοῦ προεξάρχοντος Ἐπισκόπου Προύσης κυρίου Ἐλπιδοφόρου, ὅτι δέν ἀπαγορεύονται αἱ συμπροσευχαί μετά τῶν αἱρετικῶν, φράγκων καί προτεσταντῶν.
 Βεβαίως ἔλαβαν τάς καταλλήλους ἀπαντήσεις.
 Ἀμφότεροι ὅμως διδάσκουν νέους, μερικοί ἐκ τῶν ὁποίων στο μέλλον θά ἱερωθοῦν ἤ θά διδάσκουν στά σχολεῖα τά παιδιά θεολογία.
 Ὁ Ἐπίσκοπος μάλιστα ἐφηῦρε καί μίαν νέαν διδασκαλίαν, θεωρίαν, ὅτι ὄχι ἡ οὐσία, ἀλλά ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός ἀποτελεῖ κεντρικόν ἰδίωμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά νά στηρίξη μᾶλλον τήν ἐπί γῆς θρησκευτικήν ἐξουσίαν.
 Ἀλλά καί τό Φιλιόκβε, διά νά στηρίξη τήν φραγκοπαπικήν ἐξουσίαν, ἐφευρέθη καί ἐπεβλήθη εἰς τήν δύσιν.
 Ἆραγε, θέλουν νά μᾶς ἀλλάξουν τήν πίστιν;
 Ματαιοπονοῦν, διότι αὐτή ἡ πίστις εἶναι θεϊκή.
 Καί διεφυλάχθη πολλάκις ἀκόμη καί εἰς ἕν πρόσωπον, π.χ. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς.
 Ὀφείλουν ὅμως τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί ἡ Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, νά φροντίζουν νά ἀντικρούουν τίς πλάνες καί τίς νοθεῖες.
 Εὑρίσκονται εἰς τόπον καί τύπον τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
 Ἡ διδασκαλία μας εἶναι Ἁγιοπνευματική καί δέν ἐπιδέχεται προσθαφαιρέσεις.
 Ὡς ἐν ἐπιλόγῳ, προτείνουμε εἰς τούς κληρικούς καί λαϊκούς ὀρθοδόξους θεολόγους, ἄς ἔχουν πρό ὀφθαλμῶν των τήν διδασκαλίαν και ἐκκλησιαστικήν παρουσίαν τοῦ συγχρόνου Ὁμολογητοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Σέρβου.
 Ἀποτελοῦσε ἐν ζωῇ πρόβλημα, εἰς τούς φράγκους καί τούς οἰκουμενιστάς.
 Συνεχίζει καί μετά τήν ὁσιακήν κοίμησίν του νά εἶναι πρόβλημα, Ἴδιον τῶν ἀληθινῶν Ἁγίων, εἶναι ὁ Διωγμός τους καί ἐν ζωῇ καί μετά τήν κοίμησιν.
 καταλαβαίνω ότι τον π. Παΐσιο μπορεί να τον έχετε για Άγιο. Εγώ και πάρα πολλοί άλλοι όμως, ως πλανεμένο γέροντα.
 Εμένα βασικά μου αρκούσε για να τον απορρίψω από το ορθόδοξο εορτολόγιο το ότι πέθανε μέσα στον οικουμενισμό, και μάλιστα, με προκαθήμενο της εκκλησίας που κοινωνούσε (κατά δήλωση δική του) «τον καλύτερο Πατριάρχη» … τον Βαρθολομαίο, στον οποίο και έβαλε στρωτή μετάνοια!
 Από την στάση του αυτή στα της πίστεως γιατί να μην πιστέψω επώνυμες πληροφορίες όπως π.χ. από τον διδάκτορα θεολογίας κ. Αλέξανδρο Σ. Καριώτογλου, δες http://www.ecclesia.gr/greek/press/efimerios/index.asp σελ. 14
 Και τον ιερέα και δάσκαλο ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς, π. Νικόλαο Λουδοβῖκο.
 Δεν νομίζω ότι ήθελαν οι παραπάνω να συκοφαντήσουν τον γέροντα , ή μήπως λένε ψέματα;
Ιερομονάχου Φιλίππου (Θωμάδων), Ο Αλλάχ είναι ο Ουράνιος Πατέρας;

orthodoxiPisti: Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμὸς Το κείμενο το...

orthodoxiPisti: Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμὸς Το κείμενο το...: Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμὸς Το κείμενο το μεταφέρω αυτούσιο όπως αναρτήθηκε στο ρωμαίικο οδοιπορικό! Αν και ο Ιουστίνος πόποβιτς πέ...

Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμὸς

Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμὸς

Τὸ παρακάτω ἄρθρο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι προκαλεῖ πονοκέφαλο σὲ πολλοὺς «Θεολόγους καθηγητὲς» πανεπιστημίου (καὶ ὄχι μόνο), ἐξηγεῖ καὶ ἀποκαλύπτει ἀφ΄ἑνὸς τὸ ὅτι ὁ οἰκουμενισμὸς δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ ἀφ΄ἑτέρου τὴν κατάντια καὶ τὴν πνευματικὴ φτώχεια τῆς σημερινῆς Εὐρώπης.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ πατρὸς Ἰουστίνου Πόποβιτς (+1979) «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σέλ. 224-255, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία. Στὸ κείμενο ἔγινε γραμματικὴ καὶ γλωσσικὴ ἁπλοποίηση.
Ὁ φημισμένος γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ γιὰ τὴν βαθύνοια τῆς σκέψεώς του σύγχρονός μας Γέροντας Ἰουστίνος Πόποβιτς, Σέρβος κληρικὸς καὶ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Βελιγραδίου, κοιμήθη τὸ 1979 ἐξόριστος στὴν γυναικεία Ι. Μονὴ Ἀρχαγγέλων Τσέλιε Σερβίας, τῆς ὁποίας ἦταν Πνευματικός, διωκόμενος ἀπὸ τὸ ἀθεϊστικὸ καθεστὼς τῆς χώρας του. Ὁ λόγος του, ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξος, βαθιὰ θεολογικὸς καὶ φιλοσοφικός, ἀποδείχθηκε πολλὲς φορὲς προφητικὸς καὶ ἀποκαλυπτικός. Συνέλαβε τὴν οὐσία τοῦ δράματος τοῦ ἀποστατημένου ἀνθρώπου καὶ ὑπέδειξε μὲ πειστικότητα τὴν λύση τοῦ δράματος αὐτοῦ, ποὺ συνίσταται στὴν ἐπιστροφή του πρὸς τὴν ἀλήθεια τῆς Θεανθρώπινης κοινωνίας τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Κεντρικὴ ἰδέα του εἶναι ὅτι κάθε...

orthodoxiPisti: ΔΙΑΛΟΓΟΣ κατ’ ἀλφαβητικήν σειράν.Ἐν ὧ ὁ ἁμαρτωλὸς...

orthodoxiPisti: ΔΙΑΛΟΓΟΣ κατ’ ἀλφαβητικήν σειράν.Ἐν ὧ ὁ ἁμαρτωλὸς...: ΔΙΑΛΟΓΟΣ κατ’ ἀλφαβητικήν σειράν. Ἐν ὧ ὁ ἁμαρτωλὸς τῆ Θεοτόκω διαλεγόμενος καὶ τυχεῖν σωτηρίας δεόμενος. Ἁμαρτωλὸς : Ἀνύμφευτε,...

ΔΙΑΛΟΓΟΣ κατ’ ἀλφαβητικήν σειράν. Ἐν ὧ ὁ ἁμαρτωλὸς τῆ Θεοτόκω διαλεγόμενος καὶ τυχεῖν σωτηρίας δεόμενος.


ΔΙΑΛΟΓΟΣ κατ’ ἀλφαβητικήν σειράν.

Ἐν ὧ ὁ ἁμαρτωλὸς τῆ Θεοτόκω διαλεγόμενος καὶ τυχεῖν σωτηρίας δεόμενος.

Ἁμαρτωλὸς : Ἀνύμφευτε, Θεόνυμφε, Οὐρανοῦ, γῆς Κυρία, σῶσον με τὸν ταλαίπωρον, Θεοῦ Μήτηρ Μαρία.

Θεοτόκος : Βέβαια ἤθελες σωθῆ, εἶ μέν μετανοήσης· εἰ δὲ μὴ εἰς τὴν κόλασιν, Θέλεις νὰ καταντήσεις.
Τριακόσιες χιλιάδες και πλέον έμβρυα φονεύονται στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας κάθε χρόνο του Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
 Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΣΦΑΓΙΑΣΜΟΣ ΑΘΩΩΝ ΥΠΑΡΞΕΩΝ
«Φωνή ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καί κλαυθμός καί ὀδυρμός πολύς» (Ματθ.β', 18)
Στό σημερινό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα γίνεται λόγος γιά τήν φυγή τοῦ Θείου Βρέφους στήν Αἴγυπτο, γιά τή σφαγή τῶν 14 χιλιάδων ἀθώων νηπίων ἀπό τήν ἀπάνθρωπη μανία τοῦ φοβεροῦ Ἡρώδη καί γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ Θείου Παιδίου μέ τήν Παναγία Μητέρα Του καί τόν Προστάτη Ἰωσήφ ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν ἐγκατάστασί τους στήν Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας...
Ὁ ἀπαίσιος καί θηριώδης Ἡρώδης καταλήφθηκε ἀπό μεγάλο φθόνο καί ἀσυγκράτητο θυμό μόλις ἔμαθε ἀπό τούς Μάγους τῆς Ἀνατολῆς γιά τόν νεογέννητο Θεῖο Βασιλιᾶ τῶν Ἰουδαίων καί, ἀφοῦ τούς ἔστειλε στή Βηθλεέμ σέ ἀναζήτησί Του, κατέστρωσε ἕνα σκοτεινό σχέδιο ἐξοντώσεώς Του. Ὁ φθόνος, ἡ ζήλεια καί ἡ ὑπεροψία κυριάρχησαν στήν ἀγριεμένη καί ταραγμένη ψυχή του καί ὅταν κατάλαβε ὅτι ἐνεπαίχθη, δηλ. ξεγελάσθηκε ἀπό τούς Μάγους, ἔβαλε σέ ἐφαρμογή τό σκοτεινό σχέδιο ἐξοντώσεως ὅλων τῶν νηπίων τῆς Βηθλεέμ καί ὅλης τῆς γύρω περιοχῆς ἀπό δυό χρονῶν καί κάτω. Ἔτσι, αἱματοκύλησε ὅλες τίς οἰκογένειες τῆς περιφέρειας ἐκείνης πού εἶχαν νήπια καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπεκράτησε ἐκεῖ «θρῆνος καί κλαυθμός καί ὀδυρμός πολύς».
Φρικτό καί φοβερό τό ἄκουσμα καί τό θέαμα νά σφάζωνται σάν ἀρνάκια τοῦ Θεοῦ ὄχι ἕνα, δύο καί δέκα, ἀλλά 14 χιλιάδες ἀθῶα νήπια. Οἱ πρῶτοι Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, οἱ νηπιομάρτυρες, τῶν ὁποίων τά κεφαλάκια, μικρά κρανία σώζονται ἀκόμα σαν ἱερά λείψανα γιά νά θυμίζουν τήν ἀποτρόπαιη ἐκείνη καί ἀπάνθρωπη θηριωδία, τό φοβερό ἐκεῖνο γεγονός, τό ὁποῖο ἔχει στιγματισθῆ μέ τά μελανώτερα χρώματα στήν ἱστορία το ἀνθρωπίνου γένους.
Ὅμως, δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό στυγερό ἐκεῖνο καί ἀποτρόπαιο ἔγκλημα σέ βάρος ἀθώων ὑπάρξεων συνεχίζεται ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, μέ τόν μανδύα τῆς νομιμότητας, κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, ἀφοῦ πιά ἔχουν νομιμοποιηθῆ καί ἐπισημοποιηθῆ, μέ τήν καταβολή τῶν δαπανῶν ἀπό τό κράτος, μάλιστα, οἱ ἐκτρώσεις, δηλ. οἱ φόνοι χιλιάδων ἀθώων ἐμβρύων. Δεκατέσσερεις χιλιάδες νήπια ἐδολοφόνησε ὁ φοβερός Ἡρώδης. Τριακόσιες χιλιάδες καί πλέον ἔμβρυα φονεύονται στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας κάθε χρόνο καί ἔτσι ἐξανδραποδίζεται διαρκῶς τό Ἑλληνορθόδοξο γένος μας, μέ ἀποτέλεσμα νά διογκώνεται κάθε χρόνο τό δημογραφικό μας πρόβλημα καί νά πετιοῦνται στούς ὑπονόμους στρατιές ὁλόκληρες ἀγέννητων παιδιῶν, πού θά ἦταν διαφορετικά τό καμάρι καί οἱ ἄγρυπνοι φρουροί τῆς ταλαίπωρης καί προδομένης πατρίδας μας. Καί τοῦτα τά ἀπαίσια καί φρικτά ἐγκλήματα «ἡμῶν κοιμωμένων» καί ἐφησυχαζόντων...
Δέν εἶναι καθόλου εὐχάριστη αὐτή ἡ διαπίστωσις, ἀδελφοί μου, ἀλλά εἶναι καί πηγή καί πρόξενος μεγάλων συμφορῶν διά τό ὀρθόδοξο γένος μας τό φοβερό αὐτό κατάντημά μας, τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι ξεχνοῦμε καί καθόλου δέν μᾶς ἀπασχολεῖ. Δέν εἶναι μικρός ὁ ἀριθμός τῶν δυστυχισμένων ἐκείνων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες χωρίς ἐνδοιασμούς καί χωρίς ἀναστολές φθάνουν στήν ἔκτρωσι, γιατί θεωροῦν ὅτι τό κυοφορούμενο ἔμβρυο εἶναι ἐξάρτημα τοῦ σώματός των καί μποροῦν νά τό μεταχειρίζωνται ὅπως θέλουν καί ἀκόμα νά τό πετοῦν ἀδιάφορα στόν σκουπιδοντενεκέ ... Κύριε ἐλέησον! Ὅμως, θά ἔπρεπε ὀχετοί δακρύων νά χύνωνται καθημερινά ἀπό ὅλο τό ὀρθόδοξο πλήρωμα διά νά ἀποτρέψωμε τελικά τήν ὀργήν τοῦ Κυρίου μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοιά μας καί τήν εὐάρεστη πλέον εἰς τόν Θεόν ζωήν μας.
Ἄς τό ἀποφασίσωμε αὐτό ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, στήν ἔναρξι τοῦ καινούργιου χρόνου, μέ τήν πνευματική μας ἀφύπνισι καί μέ τήν θεάρεστη ἀλλαγή τοῦ τρόπου ζωῆς καί σκέψεών μας. Γένοιτο.
† Κ.Σ.

ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Κωνσταντῖνος Χολέβας
Πολιτικός Ἐπιστήμων

Τή μάνα αὐτοί πού τούς γεννᾶ
Τή ρουκανοῦν παντοτεινά
-σάν δένδρο τά σκουλούκια.
Καί παίρνουν γι’ ἄπειρα πουγγιά
ἐλεημοσύνη ἀπ’τήν Φραγκιά
κι ἀπ’ τήν Τουρκιά χαστούκια.
Αὐτά ἔγραφε γιά τούς ὑπονομευτές τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητας και τῶν ἐθνικῶν μας συμφερόντων ὁ μεγάλος ποιητής μας Γεώργιος Βιζυηνός τό 1883 στό ποίημά του ‘Τό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ».